ΤΟΥ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΑΓΟΥΛΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Μύθοι και Πραγματικότητα για
το Βυζάντιο, Εκδόσεις
Εξάρχεια, σελ. 94
Δεν μπορούμε για
τα πάντα πλέον να επικαλούμαστε την κρίση. Η συνολική ύφεση και η προϊούσα
πτώχευση ιδεών, πνεύματος και αξιών μετατόπισαν πράγματι την ελληνική κοινωνία
προς ακόμα πιο συντηρητικές προοπτικές, τις οποίες ο καθυστερημένος και
υπονομευμένος Διαφωτισμός της χώρας πίστευε ότι είχε εξοβελίσει προ πολλού. Κι
όμως, ο φυτεμένος πάνω στο σαπρό χώμα των μεγάλων ελληνοχριστιανικών μυθευμάτων
του 19ου αιώνα βυζαντινός μεγαλοϊδεατισμός είναι μάλλον δομικός στην ελληνική
διανόηση και κοινωνία και όχι μία «αναγκαστική» αναδίπλωση του καθημαγμένου
κοινωνικού φαντασιακού προς πιο οικείες και ευανάγνωστες αναφορές ελέω κρίσης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι, αριστερά και δεξιά, οι
πολιτικοί σχηματισμοί της χώρας διαγκωνίζονται πάντα –και όχι μόνο τώρα, ή
ευκαιριακά– για την ευλογία του ορθόδοξου ιερατείου εν όψει των προσδοκιών για
εξουσία.
Από τη μία
πλευρά λοιπόν, το μη κοσμικό πολιτικό καθεστώς της χώρας με οποιοδήποτε ιδεολογικό
πρόσημο, είτε υποστηρίζει συστηματικά, είτε απλώς αποσιωπά τις μεγάλες χίμαιρες
περί πολιτισμικής συνέχειας του ελληνισμού μέσω και, ενίοτε, χάρη στο Βυζάντιο.
Από την άλλη πλευρά, η ακαδημαϊκή έρευνα στην εσπερία πάνω στην ιστορία των
ιδεών και τον ελληνικό και ευρωπαϊκό μεσαίωνα επαναφέρει τη συζήτηση για το
εύλογο της ουσιοκρατικής αντιμετώπισης του Βυζαντίου ως μονολιθικά θεοκρατικής
κοινωνίας. Σε αυτές τις συγκυρίες, κυκλοφορεί το κρινόμενο βιβλίο του Γιώργου
Οικονόμου ως μία σύντομη αλλά καίρια ιστορική και πολιτική απάντηση στο πόνημα
της Ελένης Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο
(Ελληνικά Γράμματα, 2009). Τα θέματα που θα μας απασχολήσουν στην βιβλιοκρισία
αυτή είναι επομένως δύο: αφενός, εάν έχει δίκιο ο Οικονόμου στην
επιχειρηματολογία του όταν αναφέρεται στην ιδεολογική και εντέχνως
αποσπασματική χρήση βυζαντινών πηγών από την Αρβελέρ με σκοπό την υποστήριξη
του ελληνοχριστιανικού οικοδομήματος, και, αφετέρου, εάν η (απόλυτη)
ουσιοκρατική προσέγγιση του Βυζαντίου ευσταθεί και μάλιστα σε βαθμό που να
επηρεάζει την έκβαση της συζήτησης περί της ελληνικότητας του Βυζαντίου.
Τα σημεία στα
οποία στοχεύει ο φακός του Οικονόμου μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο της
ελληνοχριστιανικής αφήγησης είναι δύο: τα γεγονότα και οι ιδέες. Ο συγγραφέας
με συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές (σσ. 14-15) εξιστορεί τα γεγονότα που
επιμελώς παραλείπονται από κάθε βιβλίο ελληνορθόδοξης ιδεολογίας που σέβεται
τον εαυτό του: κατεδάφιση μνημείων, καταστροφή βιβλιοθηκών, σφράγισμα
φιλοσοφικών σχολών, απαγόρευση τελετών και εθίμων, δολοφονίες φιλοσόφων, καύση
βιβλίων. Οτιδήποτε θεωρείται «θύραθεν», ελληνικό, όπως άλλωστε μας υπενθυμίζει
με στόμφο κάθε χρόνο η Κυριακή της Ορθοδοξίας, είναι επικίνδυνο για τον φορέα
του και πρέπει να αναθεματίζεται. Και αν η βία επιβολής του εκκλησιαστικού
ιδεώδους είναι απλώς το πολιτικό διακύβευμα εδραίωσης της αυτοκρατορίας στις στάχτες
του προηγούμενου πολιτιστικού παραδείγματος, η πνευματική απόσταση ανάμεσα στην
ελληνική παράδοση και τη νεόκοπη ιουδαιοχριστιανική είναι τόσο μεγάλη που η
θεωρία της συνέχειας του ελληνισμού μέσα
από τον βυζαντινό «στοχασμό» καθίσταται απλώς φενάκη. Ας ακολουθήσουμε προς
τούτο τα αντιθετικά ζεύγη του Οικονόμου (σσ. 25-8 και 31-3): θεός έναντι δήμου,
ελέω θεού μονάρχης έναντι δημοκρατίας, αποκάλυψη έναντι έρευνας, μοναδική
αλήθεια έναντι φιλοσοφίας, πίστη έναντι λόγου, ατομική σωτηρία της ψυχής έναντι
πολιτικής, υπήκοοι έναντι πολιτών.
Στη συνέχεια, ο
Οικονόμου αποδομεί πέτρα-πέτρα το σύνολο των επιχειρημάτων της Αρβελέρ,
εκκινώντας από το αν το Βυζάντιο υπήρξε όντως μεσαίωνας (σελ. 34-8) και αν
γνώρισε πράγματι «αναγεννήσεις και ουμανισμούς» (σελ. 39-43) με την ιστορική
σημασία των όρων. Μία βασική θέση της νεο-ορθόδοξης παράταξης στην προσπάθεια
στήριξης της ελληνικής πνευματικής συνέχειας είναι ότι, χάρη στους «στοχαστές»
θεολόγους του Βυζαντίου, όχι μόνο διασώθηκαν τα κείμενα των αρχαίων, αλλά επίσης
διαδόθηκαν και στη δύση. Πέρα από τις ιστορικές απαντήσεις του Οικονόμου (σελ.
42) για τις μεταφράσεις των Αράβων φιλοσόφων και των καθολικών αντιγραφέων του Saint-Michel,
καλό θα ήταν να επισκεφθούμε και τις ίδιες τις πηγές της βυζαντινής
«φιλοσοφίας» επί του θέματος αυτού. Φοβάμαι ότι οι νεο-ορθόδοξοι ισχυρισμοί δεν
θα έβρισκαν σύμφωνους ούτε καν τους Πατέρες της Εκκλησίας, τους οποίους με
στρεβλό τρόπο επικαλούνται: ο εξέχων και ισχυρά προβαλλόμενος από τα
εκκλησιαστικά περιβάλλοντα Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει στον Λόγο Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων1 ότι η θύραθεν (ελληνική) σοφία είναι
ένα φίδι που πρέπει πρώτα να σκοτώσεις (για να απαλλαγείς από την εγγενή του
υπεροψία) και κατόπιν να ακρωτηριάσεις (για να απαλλαγείς από τις σφαλερές
αντιλήψεις για το θείο και από τη μυθολογία). Παραθέτουμε το αυτούσιο κείμενο:
«Ἐπί δέ τῆς θύραθεν σοφίας, δεῖ μέν πρῶτον τόν ὄφιν ἀποκτεῖναι, καθελόντα σε τό
παρ ̓ αὐτῆς προσγενόμενόν σοι φύσημα (πόσης δέ τοῦτο δυσχερείας·
«ταπεινώσει» γάρ, φασίν, «ἔκφυλον τό τῆς φιλοσοφίας φρύαγμα)· καθελόντα δ ̓ ὅμως,
ἔπειτα διελεῖν καί διαρρῖψαι κεφαλήν τε καί οὐράν, ὡς ἄκρα καί ἄκρατα κακά, τήν
περί τῶν νοερῶν καί θείων καί ἀρχῶν δηλαδή σαφῶς πεπλανημένην δόξαν καί τήν ἐν
τοῖς κτίσμασι μυθολογίαν.»
Στα τελευταία
κεφάλαια, ο Οικονόμου αποδεικνύει για ποιον λόγο η θεωρία της αδιατάρακτης ελληνοχριστιανικής συνέχειας
(σελ. 63 κ.ε.) –η οποία μάλιστα εγκαθιδρύεται πάνω στο ιδεολόγημα της
ελληνικότητας του Βυζαντίου (68 κ.ε.)– δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία πολιτική
στόχευση παραχάραξης της ιστορίας και απόδοσης στην Εκκλησία σημαντικού ρόλου
στην κατασκευή του ελληνικού έθνους (σελ. 75). Η πραγματικότητα βέβαια είναι
ότι η ελληνική πνευματική παράδοση εξουθενώθηκε από την απόλυτη θρησκευτικότητα
του Βυζαντίου (σελ. 85), όπως άλλωστε υποστηρίζουν σύγχρονοι μελετητές. Ο Magdalino υποστηρίζει ότι το Βυζάντιο
δικαίως χαρακτηρίζεται ως θεοκρατία, καθώς, ακόμα και σε σύγκριση με τον δυτικό
Μεσαίωνα, όπως παρατηρεί η Cameron, δεν γνώρισε
κάποια μεταρρύθμιση –όπως λ.χ. η Γρηγοριανή– η οποία θα επανακαθόριζε τον ρόλο
της Εκκλησίας στα ζητήματα του κράτους καθώς και τον βαθμό επέμβασης των
αυτοκρατόρων στα εκκλησιαστικά χωράφια.2
Θα πρέπει εδώ να
επισημάνουμε ότι αυτή η ουσιοκρατική προσέγγιση για το Βυζάντιο, ως
αποκλειστικά θεοκρατική κοινωνία, δεν είναι η μόνη ιστορική ερμηνεία του
βυζαντινού φαινομένου. Πέρα από τη διατήρηση θυλάκων ελεύθερης σκέψης και
αντίστασης στο ορθόδοξο κατεστημένο καθ’ όλη τη διάρκεια της χιλιετούς
αυτοκρατορίας, όπως αποδεικνύει λ.χ. η περίπτωση του Πλήθωνα Γεμιστού, υπάρχουν
και απόψεις οι οποίες συνδέουν το Βυζάντιο με τις ρωμαϊκές του καταβολές και
υποστηρίζουν αφενός ότι οι ελληνόφωνοι πολίτες του θεωρούσαν του εαυτούς τους
Ρωμαίους, όπως οι Λατίνοι πρόγονοί τους, και αφετέρου ότι για πολλούς αιώνες η
πολιτική του διοίκηση προσομοίαζε με τη ρωμαϊκή ρεπούμπλικα.3 Ακόμα όμως κι αν ευσταθεί αυτός ο
ισχυρισμός, ο οποίος καταρρίπτει τη θεωρία περί ολοκληρωτικής θεοκρατίας,
επιρρωνύεται ακέραια το επιχείρημα του Οικονόμου περί της μη ελληνικότητας του
Βυζαντίου. Ίσως άλλωστε να είναι και αυτή η μόνη αδυναμία του κρινόμενου
βιβλίου, το ότι δηλαδή ελήφθησαν υπόψη μόνο ουσιοκρατικές σταθμίσεις του
Βυζαντίου, κριτική την οποία άλλωστε με εντιμότητα ασκεί και ο ίδιος ο
συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου (σελ. 7-8).
Συγκεφαλαιώνοντας,
θεωρούμε σκόπιμο σε κάθε περίπτωση να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι στην
ιστορία του τόπου, να αποκαθηλώσουμε τους ιερούς μύθους περί ελληνικότητας του
Βυζαντίου και αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού πνεύματος και να
προσεγγίσουμε τα ιστορικά ορόσημα χωρίς εθνικιστικές παραληρηματικές
προγονολατρίες αλλά με νηφαλιότητα και σωφροσύνη. Σε αυτές τις κατευθύνσεις το
βιβλίο του Οικονόμου είναι άκρως ωφέλιμο και προτείνεται ανεπιφύλακτα προς
ανάγνωση.
Ο Χαράλαμπος
Μαγουλάς είναι δρ Επιστημών Γλώσσας
1 Κατά τί και μέχρι τίνος λυσιτελής ή
περί λόγους τριβή, σελ. 112. Βλ. επίσης: Σινιόσογλου, N.,
«Αριστοτελισμός και αποφατισμός: η υστεροβυζαντινή οικειοποίηση του Αριστοτέλη
και τα σύγχρονα ελληνοχριστιανικά μορφώματα», στο Νέα Εστία, τχ. 1863,
Σεπτέμβριος 2014, σελ. 178.
2
Cameron, A., The Byzantines, Oxford:
Blackwell, 2006, σελ.
97-8.
3 Anthony
Kaldellis, Α. The Byzantine
Republic: People and Power in New Rome,
Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014 (προς έκδοση).
Δημήτρης Χρηστίδης, Νέος και μόνος, μολύβι ξυλομπογιά μολυβοκάρβουνο σε χαρτί, 21x29,5εκ. 2014 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου