ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Νίκος Παπαδημητρίου, Cannon, σχέδιο με ραπιτογράφο σε αδιάσταλτο χαρτί 2012 |
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Ξένων αιμάτων τρύγος. Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 384
Είναι
γνωστή νομίζω, τουλάχιστον σε κάποιους φιλέρευνους, η φράση που χρησιμοποίησε ο
Τέλλος Άγρας, εναντιωνόμενος στη γενικά ισχύουσα άποψη, ότι στο πεδίο των
γραμμάτων οι «δεύτεροι τη τάξει» ποιητές, οι λεγόμενοι ελάσσονες, είναι εκτός
παιδιάς. Η φράση, με την οποία τιτλοφόρησε το 1943 ένα μάλλον σύντομο δοκίμιό
του, το «Nihil ...minor in litteris», δεν είναι εντελώς δική του. Την
δανείστηκε από τον Κικέρωνα αλλά την τροποποίησε ελαφρώς, θέλοντας να δείξει
ότι τίποτε το επουσιώδες δεν υπάρχει στην επικράτεια των γραμμάτων: όλα έχουν
τη σημασία τους. Με κρατούμενο αυτή τη διαπίστωση πηγαίνω στην πρόσφατη,
πολυσέλιδη ανθολογία ποιημάτων του Γ. Θεοχάρη, Ξένων αιμάτων τρύγος, που
ενδεχομένως να είναι ο τίτλος της ενμέρει δανεισμένος από εκείνον της συλλογής
ποιημάτων του Στάθη Κουτσούνη, Τρύγος αιμάτων (1991). Όλα λοιπόν έχουν
τη σημασία τους στην τέχνη, χωρίς βέβαια να είναι ίσα και ισάξια. Και στην
ποίηση βεβαίως. Η σπουδαιότητα του ελάχιστου στα γράμματα, όπως τη θεώρησε ο Άγρας,
σημαίνει κατά προέκταση ότι ακόμα και το πιο περιφρονημένο ή ασήμαντο ποίημα,
σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά των κριτικών, των φιλολογικών ή των απλώς
αναγνωστικών μας αξιολογήσεων, κάτι σημαίνον συνεχίζει να διατηρεί: ένα
στίχο, μια εικόνα, μια μεταφορά, έναν ενδιαφέροντα διασκελισμό, που το κάνουν
να διεκδικεί και να αξιώνει, παρά την ασημία του, έναν ελάχιστο «ζωτικό χώρο»
στο πεδίο των γραμμάτων μας. Ελάσσονες φωνές, για να θυμηθούμε τη γνωστή
ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Η χαμηλή φωνή (1990), δεν σημαίνει
ποιητικές φωνές που δεν υποβάλλουν, δεν συγκινούν και δεν είναι ενίοτε
δημοφιλέστερες των μειζόνων.
Τουλάχιστον οι λογοτεχνικές θεωρίες, από τον
Μιχαήλ Μπαχτίν και τον φορμαλισμό και έπειτα μας έμαθαν ότι η ανάγνωση της
ποίησης είναι ένα τόσο ανοιχτό εγχείρημα, ώστε είναι απολύτως ενδεχόμενο
ποιήματα μιας δέσμης, όπως αυτή του Θεοχάρη, που δεν προέρχονται από το «πρώτο ράφι»
των ονομάτων που βρίσκονται στις γραμματολογίες μας, να μας συγκινούν βαθύτερα
και διαρκέστερα από άλλα. Αυτά με προϋπόθεση ότι την ποίηση τη διαβάζουμε ως
υπάρξεις, ως υποκείμενα, ως πρόσωπα και αυτό που απομένει από την ανάγνωση
είναι η παράξενη και απρόβλεπτη (από ένα ποίημα που δεν το περιμένουμε) αίσθηση
της οικειότητας ή της γόνιμης ανοικειότητας!
***
Δεν
ξέρω πώς δούλεψε ο Θεοχάρης ως προς την επιλογή των ποιημάτων που συγκροτούν
αυτή την ανθολογία. Ασφαλώς ανέτρεξε σε συλλογές, παλιές και νέες, σε άλλες
ανθολογίες, σε λογοτεχνικά περιοδικά, μα και σε άλλου είδους κείμενα που έχουν
ενσωματώσει και διασώσει ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων που διαφορετικά θα
ήταν δύσκολο να βρεθούν, καθώς, όσο περνούν τα χρόνια και οι ποιητές αποχωρούν
δεν είναι πάντοτε εύκολο, ακόμα και σ’ αυτή την εποχή όπου όλα «αποθηκεύονται»,
να βρει κανείς το ίχνος που άφησαν. Πόσοι ποιητές του ’50 και του ’60 δεν είναι
σήμερα απολύτως δυσπρόσιτοι! Υποθέτω πάντως ότι ανατρέχοντας στις αρχές του 20ού
αιώνα, από όπου ξεκινά, και φθάνοντας ως σήμερα, επέλεξε ποιήματα που δεν είναι
απλώς τυχαία δείγματα γραφής. Είναι δείγματα γραφής που τα επέλεξε, ανεξάρτητα
από τεχνοτροπίες, από προσανατολισμούς στο μοντέρνο ή στην παράδοση, επειδή
ήταν του γούστου του, της μικρής ή μεγάλης συγκίνησής του, του ξαφνιάσματός
του, κι έτσι αποφάσισε να τα αναρτήσει στον διαδικτυακό του ιστό-αφού ο Ξένων
αιμάτων τρύγος υπήρξε πρώτα μια ανθολογία ηλεκτρονική και έπειτα έντυπη.
Ηλεκτρονική ή έντυπη η μορφή της ανθολογίας, αποτυπώνει όμως έναν συνδυασμό,
έναν συμφυρμό των κεκυρωμένων ονομάτων της σύγχρονης ποίησής μας με τα πιο
«χαμηλής τάξεως», τα πιο «ταπεινά» ονόματα - και επιμένω στο σημείο αυτό, καθώς
αν και ο ίδιος ο Θεοχάρης λέει στον υπότιτλο του βιβλίου ότι ανθολογεί
«ελληνικά ποιήματα» και όχι ποιητές, στην πράξη νομίζω πως είναι μοιραίο να
επιλέγουμε και τα δυο συνάμα: ποιητές και ποιήματα! Πάντως, η φροντίδα του
ανθολόγου για την ανάδειξη του ελάσσονος δεν περιορίζεται εδώ, σ’ αυτή την
έκδοση - θα έλεγα πως είναι πάγια. Είναι κατά κάποιο τρόπο η πολιτική του
ματιά. Λόγου χάριν, πρόσφατα, ξεφυλλίζοντας ένα αφιέρωμα στον Νίκο Καρούζο,
στο Εμβόλιμον, στο περιοδικό που βγάζει ο ίδιος από το 1988 στα Άσπρα
Σπίτια της Βοιωτίας, πρόσεξα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σύντομων συμβολών
σ’ αυτό είναι από πολύ νέους και όχι πάντοτε γνωστούς ποιητές, προερχόμενους
από το πανελλήνιο. Και τούτο σε απόκλιση από τα συνήθη εκδοτικά ήθη των άλλων
περιοδικών, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά βάση, να καλούν και να
προστρέχουν, όταν ετοιμάζουν ανάλογα αφιερώματα, στα «πρώτα ονόματα», τους
λεγόμενους κράχτες! Αντιθέτως, λοιπόν, στο Εμβόλιμον η πόρτα εκ
πεποιθήσεως μένει ανοιχτή και όσοι καταφθάνουν και μπαίνουν αφήνουν αυτό που
μπορούν να αφήσουν.
***
Ποιά
είναι η διαφορά της ανθολογίας Ξένων αιμάτων τρύγος με άλλες,
προγενέστερες; Νομίζω πως το επεσήμανα ήδη. Στις άλλες ετήσιες ανθολογίες, από
εκείνες που έκανε ο Τάσος Κόρφης και έπειτα η δυάς Α.Φωστιέρης-Θ.Νιάρχος στις
δεκαετίες του ’70 και του ’80, ίσαμε εκείνες που βγάζει ο Ντ. Σιώτης, ή και
άλλοι που τη στιγμή αυτή δεν θυμάμαι, το κριτήριο ήταν και συνεχίζει να είναι
τα λίγο ως πολύ προσεγμένα από την κριτική ή τη συντεχνία των ποιητών ονόματα.
Αντιθέτως, στον Θεοχάρη η «στρατηγική» είναι μεικτή: συνδυάζονται έργα ποιητών
που άφησαν το ίχνος τους στα γράμματά μας, με έργα που είναι αμφίβολο αν
άντεξαν ή θα αντέξουν στην επέλαση του χρόνου. Όλα όμως αυτά αίρονται μπροστά
στη δημοκρατική αντίληψη των ίσων ευκαιριών που διαπνέει την ανθολογία, και σε
τούτο άλλωστε πρωτοτυπεί: δίνει την ευκαιρία σε μικρές και ασθενικές φωνές να
συνυπάρξουν και να ακουστούν μαζί με τις άλλες που τον ήχο τους τον ξέρουμε και
τον έχουμε απομνημονεύσει από τη συχνή επανάληψη και τη συνάφειά μας με το έργο
τους. Τον βοηθά τον ανθολόγο σ’ αυτό, αφ’ ενός η μεγάλη έκταση της επιλογής
(πιάνει 380 σελίδες), κυρίως όμως τον βοηθά η επιλογή του να κρατήσει ένα και
μόνο ποίημα από τον καθένα χωριστά. Αυτό θα έλεγα πως είναι το άκρον άωτον των
«δημοκρατικών ευκαιριών» που λέγαμε! Και απέναντι σ’ αυτή την ισονομία των
διαφορετικών φωνών ασφαλώς και δεν υπάρχει πρωτομάστορας ή κάλφας, βασιλεύς ή
στρατιώτης...
Κλείνοντας,
θα ήθελα να περάσω σε μια παρατήρηση που έχει σχέση τόσο με την ανθολογία όσο
και με τη διαδικτυακή της ανάρτηση. Να επισημάνω δηλαδή ότι η έντυπη ανθολογία
που προέκυψε δεν είναι η ίδια ακριβώς με εκείνη που διαμορφώθηκε ηλεκτρονικά. Η
έντυπη είναι τακτοποιημένη, διαβαθμισμένη αλφαβητικά. Στη διαδικτυακή της όμως
μορφή, έτσι όπως διαμορφώθηκε μέρα με την ημέρα, έπαιξε ρόλο και μια άλλη
διάστασή της που εγώ τη βρήκα ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και που εδώ τη μνημονεύει
στον πρόλογό του ο Θεοχάρης: «Οι αναρτήσεις είναι σε ελεύθερη θέαση από όλους
του χρήστες του facebook και, κατά τεκμήριο στη διάρκεια της ημέρας «φίλοι»
διαδικτυακοί του χαρτοκόπτη [χαρτοκόπτης είναι η ηλεκτρονική περσόνα του
Θεοχάρη] αναρτούν τα σχόλια και την εντύπωσή τους για το ποίημα. Δημιουργείται
έτσι κι ένας διάλογος πάνω στα ποιήματα και του δημιουργούς και η όλη ιδέα
αποκτά συν τω χρόνω δυναμική» (σ. 9)
Αυτόν
λοιπόν τον διάλογο, αυτά τα σχόλια των διαδικτυακών «φίλων» του Θεοχάρη, βρήκα
ενδιαφέροντα! Γιατί, στο κάτω κάτω, αυτή είναι η ζώσα σχέση της ποίησης: το ότι
διαβάζουμε ένα ποίημα και ανταποκρινόμαστε σ’ αυτό που η γλώσσα του «χτυπάει»
μέσα μας. Η έντυπη ανθολογία συντάσσει ένα μικρό μουσείο ή μια μικρή πινακοθήκη
της ποίησης προς χρήσιν του καθενός μας. Ο διάλογος όμως και ο ελεύθερος
σχολιασμός των ποιημάτων, είτε ηλεκτρονικά γίνεται ή προφορικά, είναι κάτι άλλο:
είναι η "αρχαία αγορά", ο νοητός χώρος και το νοητό κοινωνικό πεδίο
που ενεργοποιούνται αξιολογώντας, κρίνοντας, συναινώντας, απορρίπτοντας.
Έτσι,
το ποίημα ξαναζεί και στην καινούργια του ζωή ο διαδικτυακός του αναγνώστης
συμμετέχει μαζί με άλλους σ’ ένα είδος πολλαπλού γίγνεσθαι. Από εκεί θα
καταλάβουμε το αν είναι το ποίημα ζωντανό και πόσο είναι, και ως τέτοιο θα το
διασώσουμε. Αυτό όμως είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης – και μάλλον μιας άλλης
ανθολογίας...
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου