8/12/14

Ανατολικά του Μοντερνισμού (Ι)

Ostalgia στη σύγχρονη τέχνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης

Andro Wekua, Pink Wave Hunter (Modern Building), 2010-11. Ευγενική Παραχώρηση: ο καλλιτέχνης, Gladstone Gallery και  Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΓΟΥΡΟΜΥΤΗ
                         
Τι είναι αυτό που κάνει την τέχνη των πρώην σοσιαλιστικών χωρών τόσο διαφορετική, τόσο θελκτική σήμερα;

Η συμπλήρωση εικοσιπέντε χρόνων από την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, μπορεί να λειτουργήσει ως ιδανικός καμβάς πάνω στον οποίο τίθενται εκ νέου ορισμένα ερωτήματα γύρω από την σύγχρονη υποδοχή και πρόσληψη της τέχνης που παράγεται στις πρώην λαϊκές δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στην διασπασμένη περιφέρεια της Σοβιετικής Ένωσης. Οι νέοι καλλιτέχνες που μοιράζονται ένα αντίστοιχο πολιτισμικό παρελθόν βρίσκονται στο επίκεντρο του κόσμου της τέχνης και τα έργα τους στο στόχαστρο της αγοράς. Παράλληλα, ένα ολόκληρο σύστημα υποστήριξης και ανάδειξης της καλλιτεχνικής παραγωγής προωθεί ειδικές χρηματοδοτήσεις και διαγωνισμούς, εξασφαλίζοντας προβολή και οικονομική επάρκεια στους καλλιτέχνες που κατάγονται από τις χώρες αυτές.[i] Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι παραπάνω δομές στήριξης προέρχονται κυρίως από συγκεκριμένα κέντρα της Ευρώπης, όπως η Βιέννη και το Παρίσι, τα οποία μέσα από μια διεθνούς κλίμακας ανταλλαγή καλλιτεχνικών ιδεών, συμμετείχαν κάποτε στη διαμόρφωση των κλασσικών πρωτοποριών. Από την άλλη πλευρά, οι εθνοτικοί προσδιορισμοί στην επιλογή των καλλιτεχνών δεν έχουν απαλειφθεί, με αποτέλεσμα να διαγράφεται συχνά με ευκρίνεια η υπαγωγή τέτοιων διοργανώσεων σε μια σειρά από ευμετάβλητους γεωπολιτικούς κανόνες κυριαρχίας. 

Είναι φυσικό η απομυθοποίηση ενός συστήματος να φέρνει νοσταλγία για ένα άλλο, και αυτό κατ’ ουσίαν ονομάζεται σήμερα “ostalgia” (ost στα γερμανικά σημαίνει ανατολή).  Όπως παρατηρεί ο Rye Holmboe στην επισκόπηση της έκθεσης του Phil Collinsmarxism today”, στο πλαίσιο της 6ης Μπιεννάλε του Βερολίνου, υπάρχει κάτι σαν αναβίωση της Μαρξιστικής σκέψης το τελευταίο διάστημα.[ii] Τα φιλμ του Phil Collins αναπόφευκτα ωθούν τον θεατή να στοχαστεί αντιπαραθετικά τη ζωή στο Ανατολικό Βερολίνο πριν την πτώση του τοίχους σε σχέση με τη σύγχρονη (δυτική) εμπειρία. Οι μέρες της ευημερίας ξέφτισαν και μαζί οι βεβαιότητες για διαρκή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, επισημαίνει ο κριτικός, εκφράζοντας ταυτόχρονα την αισιοδοξία ότι μια μεταβολή στη συλλογική συνείδηση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η ίδια ostalgia ήταν παρούσα στην έκθεση του Andro Wekua που φιλοξενήθηκε τον περασμένο χειμώνα στο Μουσείο Μπενάκη. Ο καλλιτέχνης ανασυνθέτει από μνήμης, βοηθούμενος από ένα αρχείο αναμνηστικών φωτογραφιών και διαδικτυακών εικόνων, τη γενέτειρά του, πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, Σοχούμι. Εκεί, οι μνήμες μπορεί να μεταφέρουν ανάμεικτα συναισθήματα για μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, προκαλούν, ωστόσο, εξίσου την ανάδυση μιας κάποιας έλξης για αυτό το παρελθόν.
Με την οικονομία και τους νόμους της να επιβάλλονται πάνω στα ίδια τα υποκείμενα που τη δημιούργησαν, η ιδέα μιας συλλογικής προσδοκίας (η οποία ανταποκρίνεται σε μια συλλογική εξουσία) παρουσιάζεται ιδιαίτερα ελκυστική, χωρίς, εντούτοις, να παρέχει τους όρους για την πραγματοποίησή της ή να υιοθετεί τα κριτικά εργαλεία για μια αναθεωρημένη εξέταση του παρελθόντος. Ο Μαρξισμός πέρασε στις πολιτισμικές σπουδές και από εκεί στη σύγχρονη επιμελητική πρακτική, σχεδόν σαν ένα νέο εθνογραφικό πεδίο, παραμερίζοντας εύκολα την κριτική θεωρία, στο όνομα μιας τέχνης που παρουσιάζει «αντιστασιακό» χαρακτήρα.  Αμέσως μετά την πτώση του Βερολίνου, καλλιτέχνες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ άρχισαν να εμφανίζονται σε διεθνείς καλλιτεχνικές διοργανώσεις, οι οποίες έθεταν ως πλαίσιο έναν «δημιουργικό διάλογο» ανάμεσα σε παλαιότερες γενιές, διαμορφωμένες εντός του σοσιαλισμού, και νεότερες που έφεραν «την αίσθηση αποπροσανατολισμού, το τραύμα και τις μνήμες ενός πολιτισμικού παρελθόντος».[iii] Εξίσου έντονη είναι η παραγωγή εκθέσεων που επιχειρούν να «εξερευνήσουν» το πολιτισμικό φάσμα μιας τέχνης που οριοθετείται τόσο από τα γεωγραφικά όρια όσο και από τα ιδεολογικά συμφραζόμενα μιας άλλης εποχής, σε μια προσπάθεια οικοδόμησης της ιδέας μιας άλλης Ευρώπης. Από ένα διαφορετικό πρίσμα, βέβαια, τέτοιες εκθέσεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός συστήματος εξουσίας, που αποκαλύπτει την εξάρτηση αυτών που εκθέτουν σε αυτούς τους οποίους εκτίθενται.[iv]
Στον κατάλογο της έκθεσης Ostalgia, στο Νέο Μουσείο της Νέας Υόρκης το 2011, ο επιμελητής περιγράφει την έκθεση ως «μια άσκηση μετάφρασης, ερμηνείας και διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε απομακρυσμένες κουλτούρες».[v] Εντούτοις, επισημαίνει έγκαιρα ότι «δεν πρόκειται για μια έκθεση που τιμά τα ολοκληρωτικά καθεστώτα», απογυμνώνοντάς την από κάθε περεταίρω πολιτικό-ιδεολογική διερεύνηση. Η έκθεση αυτή, στην οποία συμμετείχε μια νεότερη γενιά καλλιτεχνών, μεγαλωμένη με τα δυτικά πρότυπα όπως ο Andro Wekua, εκκινούσε, κατά τον επιμελητή, από το εννοιολογικό πλαίσιο που πρόσφερε το έργο του Phil Collins, “marxism today”. Οι πολλαπλές αναφορές την καθιστούν, ως εκ τούτου, ιδανική πλατφόρμα για την αποσαφήνιση ορισμένων παραμέτρων που συγκροτούν ένα σύγχρονο καλλιτεχνικό φαινόμενο. Έχοντας ήδη αποδώσει μέρος της νοσταλγικής έλξης, πάνω στην οποία οικοδομούνται οι επιμελητικές προτάσεις, σε ένα χαρακτήρα «αντίστασης» της καλλιτεχνικής πρακτικής, δεν μένει παρά να αναζητήσουμε τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας κατασκευής. Πάνω σε ένα υπόβαθρο «υποκειμενικής συναισθηματικής τοπογραφίας», ο Gioni επιμένει ότι η διοργάνωση διόλου δεν επιθυμεί να θέσει τον κανόνα μιας τέχνης της Ανατολικής Ευρώπης. Για την ακρίβεια, είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη του κανόνα  που του προσφέρει το απαραίτητο εννοιολογικό πλαίσιο για την ένταξη μιας σειράς νεότερων καλλιτεχνών στη δυτική σκηνή.  Η επιμελητική επιλογή περιθωριακών ή απομονωμένων καλλιτεχνών, όπως ο ψυχικά ασθενής Lobanov, οι οποίοι «συνομιλούν δημιουργικά» με τη νεότερη γενιά, υποδεικνύει την ύπαρξη μιας υποκουλτούρας εντός της επίσημης πολιτιστικής πολιτικής. Οι αποσυνάγωγοι του σοβιετικού καθεστώτος αποτελούν για τον επιμελητή « (…) σκαιώδεις φιγούρες χωρίς επίσημη αναγνώριση, οι οποίοι εργάζονταν έξω από το σύστημα. Ήταν αυτός ο ίδιος αποκλεισμός που μετέτρεπε έναν καλλιτέχνη σε προφήτη και φωνή εναντίωσης. Παραδόξως, ήταν μέσω της απομόνωσης, που ένας καλλιτέχνης μπορούσε να γίνει πιο σημαντικός». Η απομόνωση, η μυστικότητα, η αφάνεια και τέλος, η απουσία μιας αγοράς τέχνης κατασκευάζουν μια  καλλιτεχνική πρακτική που συγκροτεί «μορφή αντίστασης» στο πολιτικό κατεστημένο. Η ίδια πρακτική -με όλο τον εξωτισμό που τη συνοδεύει- διαθέτει τα εργαλεία για να ενταχθεί στη δυτική σκηνή, αυτή τη φορά ως μορφή αντίστασης ενάντια στον καπιταλισμό. Στον επίλογο της συνέντευξης, ο Gioni μεταθέτει στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη σκηνή, το καίριο ερώτημα: αρχικά, πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να αποφύγει τη συνέργεια με το σύστημα ενώ εργάζεται μέσα σε αυτό, και έπειτα, προεκτείνοντας τη γραμμή σκέψης του, πώς μπορεί να αποφύγει την αγορά τέχνης και ταυτόχρονα να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην τέχνη και την κουλτούρα, μέσα από την απουσία του.
Επιθυμία και απόρριψη ταυτόχρονα, φαίνεται να είναι τα ρυθμιστικά εργαλεία του σύγχρονου καλλιτεχνικού κόσμου. Η αδιάκοπη κληρονομιά του αποτυχημένου κομμουνιστικού πρότζεκτ αποτελεί το σκηνοθετικό φόντο για τη συμπερίληψη νέων (ή όχι και τόσο νέων) καλλιτεχνικών τάσεων στην κουρασμένη από την εμπορευματοποίηση δυτική τέχνη. Ένα άλλο ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί φυσικά, είναι ποιός ωφελείται από την ένταξη της καλλιτεχνικής πρακτικής τόσο ετερόκλιτων χώρων, στη δυτική ιστοριογραφία. Η ιστορία της τοπικής τέχνης διαβάζεται, εν προκειμένω, αλλιώς στο «κέντρο» και αλλιώς στις «περιφέρειες». Εάν υποθέσουμε ότι οι περιφέρειες εξασκούνται στη θέαση πολλαπλών «κέντρων», ή καλύτερα ότι  μαθαίνουμε να «διαβάζουμε» τις εντάσεις μεταξύ των «κέντρων», τότε κάθε στενή, μοναδική οπτική που εκκινεί από το «κέντρο», αντιστοιχεί σε μια μορφή ολοκληρωτισμού. 
Η Ελλάδα για άλλη μια φορά δεν βρίσκει τη θέση της σε αυτή τη νέα χαρτογράφηση της τέχνης. Ενώ στο παρελθόν διέθετε τις διόδους για να συνδεθεί εκ νέου με τα διεθνή κέντρα που λειτούργησαν ως πολιτισμικοί φάροι, η βίαιη αποκοπή της από ένα βαλκανικό πολυπολιτισμικό παρελθόν, επακόλουθο της οριακής ένταξής της στην επιρροή της Δύσης, φαίνεται να διέγραψε τη δυνατότητα του στοχάζεσθαι πάνω σε μια πολυφωνική ιστορία. Η συνείδηση μιας τέτοιας μεθοριακότητας, ωστόσο, θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον υποτακτικό όρο «περιφέρεια» προσφέροντας τα αναλυτικά εργαλεία για την άρθρωση μεγαλύτερης αυτονομίας. Εξάλλου, εάν η κριτική στέκεται ήδη αμφίθυμα απέναντι στην ανάδυση θεσμών που «επανατοποθετούν» την «εθνική τέχνη» στο χάρτη, αυτό γίνεται ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ένα παρελθόν, ούτε μία παράδοση. Η παράθεση των στοιχείων εκείνων που συγκροτούν μνήμη και νοσταλγία για ένα «διαφορετικό» παρελθόν, γίνεται στη βάση μιας αυστηρά επιλεκτικής διαδικασίας. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, επιλέγονται τα καλλιτεχνικά τεκμήρια που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας υπό-κουλτούρας εντός του σοσιαλιστικού κανόνα, ικανής να συνομιλεί με τον δυτικό μοντερνισμό υπό τους «δικούς» της όρους∙ όροι που σηματοδοτούν μια διττή ιδιαιτερότητα, αποδίδοντας τη διαφορετικότητα ως παρέκκλιση, τόσο από τον σοβιετικό κανόνα όσο και από τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό.

Η Χριστίνα Σγουρομύτη είναι εικαστικός

[i] Ενδεικτικά, το βιεννέζικο ίδρυμα ERSTE με προσανατολισμό «μια ενωμένη Ευρώπη, έναν κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό χώρο δίχως σύνορα, με ποικιλία φυσικής ομορφιάς, ιδιαιτερότητα και ταυτότητες», που χρηματοδοτεί αποκλειστικά καλλιτέχνες της Ανατολικό-Κεντρικής  Ευρώπης http://www.erstestiftung.org/inside-the-foundation/mission-and-vision/
 Επίσης, ειδικό παράρτημα στον διαδικτυακό ιστότοπο Modern Edition στην σύγχρονη τέχνη από την Ρουμανία (http://www.modernedition.com/art-articles/romanian-art/contemporary-art-romania.html) καθώς και κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων στους οίκους δημοπρασίας τέχνης, όπως οι Sothebys (http://www.huffingtonpost.com/tag/eastern-european-art/)
[ii] Rye Holmboe, “Phil Collins: marxism today”, κριτική παρουσίαση, This is Tomorrow, Μάρτιος 2011
[iii] Βλ. για παράδειγμα τις εκθέσεις: Aspekte/Positionen. 50 Jahre Kunstaus Mitteleuropa 1949-1999, Vienna 1999, Europa, Europa, Kunst und Austellungshalle, Bonn 1994, Central European Avant-Gardes: Exchanges and Transformations, Los Angeles County Museum of Art, 2002. Στην παράθεση, η ερμηνεία του τίτλου της έκθεσης Ostalgia, New Museum of New York, 07/06/2011-02/10/2011 από τον επιμελητή της, Massimiliano Gioni. Βλ. “Ostalgia. A survey devoted to Eastern Europe and the Former Soviet Republics”, an interview with Massimiliano Gioni by Silvia Conta, Flash Art, October 2011 σ.91-94
[iv] Piotr Piotrowski, In the Shadow of Yalta. Art and the Avant-Guard in Eastern Europe, 1945-1989, Reaktion Books, 2009, σ. 16
[v] “an exercise in translation, interpretation, and negotiation between distant cultures”, Flash Art Magazine, ό.π., σ.91

Δεν υπάρχουν σχόλια: