ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΤΡΑΤΗΣ
ΧΑΒΙΑΡΑΣ, Άχνα (μυθιστόρημα), εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 2014
Παρελθόν
και παρόν αξεδιάλυτα συμπυκνωμένα στο εδώ και τώρα της γραφής, από τα αιφνίδια και
ρυθμικά διευρυνόμενα ξανοίγματα της οποίας διακρίνει κανείς πρόσωπα, στιγμές,
τοπία και τόπους που, με επίκεντρο τη γενέθλια περιοχή της Αργολίδας,
υπερατλαντικά και διάσπαρτα επεκτείνονται, αποτελώντας τις εστίες των αφηγηματικών
περιπλανήσεων και καταβυθίσεων του συγγραφέα.
Περιπλανήσεων και κυρίως καταβυθίσεων που επιχειρούνται στα έγκατα της μνήμης, με την καίρια μιας
μνημοτεχνικής βασισμένης κατά κύριο λόγο στον συνειρμό και στον ειρμό μιας από
μέσα αναθρώσκουσας, εκμαυλιστικής μουσικής. Τι είναι η Άχνα εξάλλου, αυτό το φαινομενικά
εύπλαστο, το όλο σοφία, θυμοσοφία, πείρα ζωής που έζησε και που δεν έζησε, το
πλουμισμένο με ανταύγειες του έρωτα, το έτοιμο πάντα να παραδοθεί ολοκληρωτικά
κι όμως φευγαλέο, περιβαλλόμενο με την αχλή του ονείρου και μονίμως
αντιστεκόμενο πλάσμα, αν όχι η βιωμένη μουσική του κόσμου, άρα η ανάκουστη μουσική,
η σιωπή που τείνει να γίνει ψίθυρος και λόγος, στην προκειμένη περίπτωση αφήγηση;
Η
Άχνα είναι ο συνεκτικός ιστός των σκέψεων, των συναισθημάτων και της φαντασίας
του αφηγητή, είναι το «ίσο» της μουσικής που περιβάλλει τις καταστάσεις, τα
πρόσωπα και τα πράγματα, που τα καλύπτει
διακριτικά με την αχλή του ονείρου, αμβλύνοντας έτσι την αιχμηρότητα της μνήμης
τους. Η Άχνα «ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήτανε και τα δυο», όπως θα έλεγε ο
υπέροχος ποιητής Γιώργος Σαραντάρης· άλλαζε ονόματα, γινόταν Ελένη, Ευρυδίκη,
Μάγδα, Ελπίδα, Ευτυχία, Ελλάδα, όμως χωρίς να γίνεται άλλη, αφού σε κάθε περίπτωση
το σώμα της παραμένει ένα και αδιαίρετο -παρά τις διασπάσεις του προσώπου της-,
γιατί το σώμα της ήταν και είναι το σώμα της αφήγησης: η αφετηρία και η
κατάληξη. Σ’ αυτό διδάχτηκε ο αφηγητής την πρωτογενή αγνότητα και ύστερα την
αμαρτία, για να κατατρύχεται αδιάλειπτα από τη δημιουργική ενοχή του εκπεπτωκότος
αγγέλου.
Ο
αφηγητής είναι γιος αντιστασιακού -εκτελεσμένου στις 24.7.1944 από τους γερμανούς,
προδομένου από μασκοφόρο γείτονα- και μιας αγωνίστριας εκτοπισμένης, μαντρωμένης σε ντόπια και ξένα
στρατόπεδα. Συνεπώς δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι αφετηρίες ζωής, μνήμης
και αφήγησης συμπίπτουν χρονικά απολύτως και εντοπίζονται στα χρόνια της Κατοχής
και λίγο αργότερα στα χρόνια του Εμφυλίου· χρόνια που συμπίπτουν με την ούτως ή
άλλως δύσκολη περίοδο της εφηβείας του και την επιδεινώνουν.
Συνυπάρχοντας
και παίζοντας με παιδιά που «από χρόνια περιτύλιγαν τα οστά τους με πρόχειρες
σάρκες», με νάρκες διάσπαρτα λησμονημένες να εκρήγνυνται διαμελίζοντας σώματα,
με λόφους από σπασμένες εικόνες στη μνήμη και στο μυαλό, και με δεδομένο ότι η
εφηβεία, όπως παραδεχόταν κι Άχνα, παρόλο που είναι «ένα τόσο δα στίγμα στο
χρόνο λογιάζεται στίγμα στον άνθρωπο», είναι
φυσικό να θέλει να γράφει, καθ’ υπαγόρευσιν της σιωπής της, «για πείνες και
λοιμούς για παιδιά κι άλλα παιδιά την προδοσία τον έρωτα τη μουσική που δε
μεταφράζεται». Να γράφει, σαν πειθήνια υπακούοντας σε μια εσωτερική προτροπή·
«όπως η γλώσσα επιμένει να χαϊδεύει το δόντι που απ’ τον πόνο δεν αντέχει ούτε
χάδι έτσι σκάβεις κι εσύ εκεί που πονάς. Και όπου νομίζεις πως χτύπησες φλέβα
νερού βρίσκεις λείψανα».
Για
να επανέλθω στην Άχνα· η μνήμη της αποτελεί τη λυδία λίθο, επάνω στην οποία
δοκιμάζεται η εγχάρακτη εκδοχή μιας ζωής που, παρά την ατομικότητά της, είναι
επιφορτισμένη με την υποχρέωση να ιστορηθεί αλλά και να ιστορίσει. Να μιλήσει ή
να ψάλει και για λογαριασμό όσων δεν έχουν χορδές ή έχουν χάσει τα λόγια τους,
μπορεί και με την ενδόμυχη πρόθεση να αποδώσει δικαιοσύνη σε όλους όσοι χάθηκαν
άδοξα, δεν παύουν ωστόσο να διεκδικούν το μερτικό τους, αν μη τι άλλο στην
ατομική μνήμη του αφηγητή· εκμεταλλευόμενοι την έμμονη ιδέα του ότι έξω από το
πεδίο της γραφής τα πράγματα εξαερώνονται και χάνονται, ότι οφείλει να
δικαιώσει την ύπαρξή του, την «αλλόκοτη ζωή» του ανασαίνοντας «ένα ένα τα
πράγματα λείψανα χλωρά παρανάλωμα στο φως το εξώτερο». Εξάλλου «ο χαμένος απ’
το λόγο του σώζεται», όπως του είχε πει και η Άχνα, η οποία είναι και το νήμα
που τον καθοδηγεί στις εκτάσεις της μνήμης αλλά και του παρόντος του.
Η
Άχνα είναι η μνήμη και η πηγή απ’ όπου πηγάζουν ακατάπαυστα συνειρμοί που
εκρέουν ακατάσχετα, με ειρμό ή χωρίς, και με συνεκτικό ιστό την αίσθηση μιας
εσωτερικής μουσικής που κανοναρχεί τον λόγο του αφηγητή. Και οι συνειρμοί με τη
σειρά τους γίνονται «γεφυράκια πάνω απ’ τις χαράδρες που άφησαν οι παλιές
αφηγήσεις», συμβάλλοντας έτσι στη σύνθεση του έπους μιας σκοτεινής εφηβείας,
διεκδικητικής ακόμα και του αφηγηματικού παρόντος. Οι μνήμες, που συνειρμικά
συντίθενται, είναι «νησίδες στα ρέοντα νερά του χρόνου», επέτειοι που
περικλείουν προστατευτικά αλλά και επίφοβα το παρόν του αφηγητή, ο οποίος
διακατέχεται από τη βεβαιότητα ότι η αφήγηση είναι πέρασμα που οφείλει να διασχίσει,
αδιαφορώντας για το πού μπορεί να οδηγηθεί. Γι’ αυτό και αενάως αφηγείται «ότι
θυμάται αλλά και ό,τι έχει ξεχάσει, επινοημένα εξ αρχής από τη φαντασία»,
κάνοντας ένηχη τη σιωπή, δικαιώνοντας τη ζωή του και τη ζωή των απόντων που
κάποτε συνέθεσαν την πραγματικότητά του και τη ζωή του, αφού «χωρίς μνήμη ζωής
ζωή δεν είναι δυνατό να υπάρξει», πλην όμως μη αρκούμενος σε μια μνήμη ρέουσα
και διασχίζοντας τις κανονικές, τις αντικειμενικές διαστάσεις του χρόνου, αλλά καθέτως
υπερυψωνόμενος και εισχωρώντας στο υπέδαφός της, όπου μπορεί κανείς να ψαύσει
ζέοντα ψήγματα της ομαδικής μνήμης. Κάπως έτσι λειτουργεί στην Άχνα ο συγγραφέας, με τη βαθιά βιωμένη αίσθηση ότι
«ο τόπος που τον παγιδεύει είναι η ζωή», «ο τόπος που τον σημαδεύει είναι ο
έρωτας» και «ο τόπος που τον σφράγισε είναι το εργοστάσιο, το εργοτάξιο, η
αγορά, ο ελαιώνας, το σπίτι του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου