3/8/13

Τέχνη και κοινωνικές επιστήμες

Αποσπάσματα ενός διαλόγου

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΡΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΑΦΟΥ ΞΑΓΟΡΑΡΗ
 
Από παρουσίαση των Φωνών στη στοά του θεάτρου Μπρόντγουαίη
Το 2011 συγκροτήθηκε στην Αθήνα μια ομάδα εικαστικών καλλιτεχνών και κοινωνικών επιστημόνων, με την επωνυμία «Φωνές», που έχει στόχο τον συνδυασμό της επιστημονικής διερεύνησης -ιδιαίτερα από ανθρωπολογική σκοπιά- και της παραγωγής καλλιτεχνικού έργου γύρω από το θέμα της ανθρώπινης φωνής. Στα πλαίσια της επικείμενης παρουσίασης των εργασιών της ομάδας, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία αποτίμησης της συνεργασίας αυτής, παράγωγο της οποίας είναι και το κείμενο που ακολουθεί. Παρατίθενται αποσπάσματα από μια «συνομιλία» σε τρίτο πρόσωπο, δύο μελών των «Φωνών» με διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες πορείες, ώστε να αποδοθεί βιωματικά μια ευρύτερη προοπτική στον διάλογο τέχνης και κοινωνικών επιστημών, όπως αναπτύσσεται τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και διεθνώς.

Ο Ζάφος Ξαγοράρης εξετάζει από τη σκοπιά του εικαστικού καλλιτέχνη τη σύγκλιση των σχέσεων μεταξύ σύγχρονων καλλιτεχνικών περιοχών και άλλων ερευνητικών πεδίων, αναγνωρίζοντας δύο διαφορετικές αφετηρίες ερμηνείας τού φαινομένου. Αφ’ ενός, η σύγχρονη τέχνη χρησιμοποιεί συχνά τεχνικές σχετικές με την διαρκή μετακύληση των τρόπων ανάγνωσής της, ώστε η ταυτόχρονη παρουσία ερευνητικών παρατηρήσεων από δύο ή περισσότερες περιοχές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές ή άλλες, να αφήνει τον θεατή μετέωρο, αναποφάσιστο μπροστά στους πιθανούς τρόπους αντίληψης των ευρημάτων. Αφ’ ετέρου, κείμενα όπως τα άρθρα-καταγραφές δράσεων των Robert Smithson και Dan Graham, το ομαδικό ερευνητικό εγχείρημα του Foucault με στόχο την «ανασκαφή» της φωνής του Pierre Rivière κ.ά., υποδεικνύουν ότι σε περιόδους κοινωνικών διεκδικήσεων εκπρόσωποι διαφορετικών πεδίων συντάσσονται σε μια κοινή πορεία, με μικτά μέσα και με ανάλογους, αν όχι κοινούς, στόχους.
Για τον ίδιο τον Ξαγοράρη, η ανταλλαγή πληροφοριών, τα δάνεια μεθοδολογικών εργαλείων και η διάχυση των πεδίων, είχαν εξ αρχής έναν αυτονόητο χαρακτήρα. Στις δράσεις, στα σχέδια και τις εγκαταστάσεις που έχει κατά καιρούς παρουσιάσει, διάφοροι μηχανισμοί (συνήθως απλοί, όπως ηχεία, ντεσιμπελόμετρα ή μπαταρίες αυτοκινήτου) ενεργοποιούν τη σχέση μεταξύ ενός τόπου και ορισμένων ανθρώπων. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο καλλιτέχνης αντικαθιστά τους μηχανισμούς αυτούς (οι οποίοι παραπέμπουν ούτως ή άλλως σε εργαλεία ή αποτελέσματα συγκεκριμένων επιστημονικών περιοχών) με νομικά κείμενα. Επισημαίνοντας, αλλοιώνοντας ή παραβαίνοντας κανονισμούς με περιορισμένη εμβέλεια (όπως το καταστατικό μιας πολυκατοικίας), ο Ξαγοράρης εστιάζει στην ύπαρξη των κανόνων που καθορίζουν με έναν «άυλο» τρόπο τη σχέση δημόσιου χώρου και καθημερινής ζωής των κατοίκων. Επιλέγει, δηλαδή, κείμενα από ένα διαφορετικό πεδίο και επιχειρεί να τα μετατρέψει σε μηχανισμούς, σαν αυτούς που συχνά χρησιμοποιεί.
Παράλληλα, με το προσωπικό του καλλιτεχνικό έργο, ο Ξαγοράρης έχει υλοποιήσει κοινά επιμελητικά εγχειρήματα και επιτόπια εργαστήρια, σε συνεργασία με φοιτητές από διαφορετικά τμήματα ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων. Επίσης, με τα μέλη της ομάδας Errands έχουν πραγματοποιήσει σειρά ερευνών, για τους τρόπους με τους οποίους κατοικείται και ταυτόχρονα δομείται το περιβάλλον της πόλης, ενώ με την ομάδα Αστικό Κενό έχουν παρουσιάσει δράσεις, προσπαθώντας να φωτίσουν χώρους, σε μετάβαση, υπό διεκδίκηση, ή εγκατάλειψη. Οι ομαδικές αυτές απόπειρες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όπως την περιγραφή του χώρου μέσα από την εμπειρία των ανθρώπων που τον κατοικούν, τον εντοπισμό της αντίφασης μεταξύ πλήθους και ερήμωσης, κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερή μια κοινή προσπάθεια επισήμανσης κρυμμένων καθημερινών στοιχείων της πραγματικότητας με διαφορετικούς τρόπους, όπως οι έρευνες νομικών κειμένων ή πρόσφατων ιστορικών στοιχείων στην περίπτωση των Errands ή οι παραδειγματικές δράσεις με το Αστικό Κενό.
Παρόμοια εγχειρήματα κινούν, κατ’ ανάγκη, το ενδιαφέρον όσων διαθέτουν ερευνητική εμπειρία σε διάφορους τομείς των κοινωνικών επιστημών, όπως η Ελπίδα Ρίκου. Ωστόσο, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες θα διατηρούσαν επιφυλάξεις ως προς την έλλειψη συστηματικότητας, την αδιαφάνεια, τον «ιδιοσυγκρασιακό» χαρακτήρα τέτοιου είδους ερευνών, καθώς, επιπλέον, δεν θα διέκριναν δυνατότητες για ουσιαστική κριτική αντιπαράθεση με τους καλλιτέχνες. Η «ελευθερία» που χαρίζει η τέχνη μοιάζει να νομιμοποιεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Παράλληλα, όμως, διευκολύνει ορισμένους καλλιτέχνες να δείξουν ευρηματικότητα και ευαισθησία απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, το ακαδημαϊκό «τυπικό» της εκπαίδευσης και εργασίας στις κοινωνικές επιστήμες -υπό το νέο πρόταγμα, μάλιστα, της σύνδεσης του πανεπιστημίου με την «αγορά»- συχνά παρεμποδίζει τους ερευνητές στις αναζητήσεις τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάγκη πειραματισμού με μη θεσμικά καθιερωμένες πρακτικές έχει εκδηλωθεί ειδικότερα στους κόλπους της ανθρωπολογίας, κυρίως μέσω της κριτικής των συμβάσεων της επιτόπιας έρευνας και της συγγραφής εθνογραφιών, σε έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Προς το παρόν, παρόμοια ζητούμενα δύσκολα βρίσκουν διέξοδο στις εικαστικές τέχνες. Ωστόσο, ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας των σύγχρονων εικαστικών αναζητήσεων, όπου έχει ενσωματωθεί και η διερεύνηση «εθνογραφικού» τύπου, και το γενικότερο ενδιαφέρον που έχει επανειλημμένα δείξει ο κόσμος της τέχνης για την ανθρωπολογική προοπτική (όπως διαφαίνεται από μεγάλες εκθεσιακές διοργανώσεις, κ.ά.), υποβοηθά τις αλληλεπιδράσεις. Ορισμένες επιφυλάξεις εκ μέρους των ανθρωπολόγων είναι δικαιολογημένες, δεδομένου ότι οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται, σήμερα, ως αναγκαία τη θεωρητική στήριξη της δουλειάς τους και την αναζητούν σε διάφορες κατευθύνσεις, ενώ δεν δεσμεύονται σε μια συγκεκριμένη επιστημονική προοπτική που θα περιόριζε τις επιλογές τους. Κατά πόσο, λοιπόν, η «οικειοποίηση» επιστημονικών λόγων και πρακτικών (μεταξύ πολλών άλλων «υλικών» που οι καλλιτέχνες αποσπούν από τα αρχικά τους συμφραζόμενα, προκειμένου να τα «αναπλαισιώσουν» με το έργο τους) συνάδει με ένα συστηματικότερο εγχείρημα κατανόησης κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών; Από την άλλη, όμως, η κατανόηση αυτή δεν είναι, μήπως, συνυφασμένη, ως ένα βαθμό, με την κριτική ανατροπή των καθιερωμένων της «κοινής λογικής», την οποία συστηματικά επιχειρούν οι καλλιτέχνες, υποδεικνύοντας και μια βαθύτερη σύμπλευση τέχνης και ανθρωπολογίας;
Αντιμετωπίζοντας παρόμοια ερωτήματα στην ερευνητική της πρακτική, η Ρίκου επιχείρησε να εμβαθύνει θεωρητικά στις διεθνείς εξελίξεις στο χώρο της τέχνης και της ανθρωπολογίας, αλλά και να εξοικειωθεί προσωπικά με τις διεργασίες δημιουργίας εικαστικού έργου. Στην υιοθέτηση μιας τέτοιας προοπτικής ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η γνωριμία με τη συνολική πρακτική καλλιτεχνών, όπως, μεταξύ άλλων, ο Ζάφος Ξαγοράρης. Το έργο του Ξαγοράρη διαθέτει δημόσιο χαρακτήρα, συνεπώς ανακινεί ζητήματα κοινωνικών σχέσεων, βίωσης και νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου που αφορούν εκ των πραγμάτων τις κοινωνικές επιστήμες. Επιπλέον, ο τρόπος που ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης πραγματεύεται ορισμένες θεματικές- όπως ο ήχος, η νομοθεσία, οι «μηχανισμοί»– επιτρέπει διασυνδέσεις με νεότερες ανθρωπολογικές θεωρίες περί τέχνης (πχ., του Alfred Gell, ο οποίος αναφέρεται στην ικανότητα για δράση που διαθέτει το ίδιο το έργο τέχνης). Εντέλει, το πολυδιάστατο της πρακτικής του Ξαγοράρη, ο οποίος συνδέει, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες, την δημιουργία προσωπικού έργου με την επιμέλεια εκθέσεων, την συμμετοχή σε ομαδικά projects κλπ. συντελεί στην «μετατόπιση» που μπορούν να επιφέρουν, λόγω της πολυσημίας τους, παρόμοια εγχειρήματα στους προβληματισμούς των ανθρωπολόγων.
Μόνον, όμως, όποιος επιχειρήσει να πραγματοποιήσει ο ίδιος μια εικαστική πρόταση αρχίζει να κατανοεί εκ των ένδον το είδος των ζητημάτων που τίθενται στον τομέα αυτό. Μακροπρόθεσμα, η προοπτική του καλλιτέχνη κατόρθωσε να δημιουργήσει αμφιβολίες στις ταξινομητικές συνήθειες του κοινωνικού επιστήμονα. Οι αμφιβολίες αυτές υπήρξαν παραγωγικές, καθώς υποκίνησαν, μεταξύ άλλων, την δημιουργία του project «Φωνές», μιας απόπειρας, δηλαδή, για συστηματικότερη συνεργασία μεταξύ επιστημόνων και καλλιτεχνών με βάση μια συγκεκριμένη θεματική.
Οι «Φωνές» δεν παύουν να διαφέρουν, ιδιαίτερα όταν προσπαθούν να συντονιστούν σε μια κοινή απαγγελία. Οι διαφορετικές αφετηρίες των συμμετεχόντων λειτουργούν διαφοροποιητικά ως προς τις συνήθειες, τις πρακτικές και τις προοπτικές, ως προς το ίδιο το λεξιλόγιο και την εννοιολογική σκευή που χρησιμοποιεί ο καθένας στις ενασχολήσεις του. Όμως, τόσο για τον Ζάφο Ξαγοράρη όσο και για την Ελπίδα Ρίκου, το σημαντικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της συνεργασίας των «Φωνών», από τη σκοπιά του συνδυασμού καλλιτεχνικών και επιστημονικών αναζητήσεων, είναι η ανοιχτή συζήτηση, η επεξεργασία κειμένων, θέσεων ή τρόπων με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η μετατόπιση των πεδίων, παράλληλα με την αναγνώριση του κοινού τους τόπου. Οι διεξοδικές αυτές συζητήσεις έχουν, μέχρι τώρα, διεκδικήσει τρόπους επέκτασής τους υπό την μορφή δημόσιων δράσεων.
Παρόμοιες διεργασίες διευκολύνονται αναμφισβήτητα από την «ελευθερία» που προσφέρει η τέχνη, η οποία, όμως, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ευκολία να διασχίζει κανείς σύνορα ή να αμφισβητεί εκ προοιμίου την ύπαρξή τους. Στις «Φωνές», μέσα από την συστηματική συμπαράθεση όσο και αντιπαράθεση γνωστικών πεδίων ή μεθοδολογιών συγκροτείται με αρκετές δυσκολίες μια κοινή πορεία προς έναν «ενδιάμεσο» τόπο δημιουργίας ή επαναδιατύπωσης μορφών έρευνας και δράσης, όπου συμπεριλαμβάνεται και η επεξεργασία κριτηρίων αξιολόγησής τους.

Η Ελπίδα Ρίκου είναι ανθρωπολόγος-εικαστικός
Ο Ζάφος Ξαγοράρης είναι εικαστικός


Βερενίκη-Άλκηστη Ντόντη, Κολυμβητές, μικτή τεχνική

Δεν υπάρχουν σχόλια: