3/8/13

Το πεδίο της επιμέλειας, δέκα χρόνια μετά

Πώς να παραμείνεις για πάντα νέα επιμελήτρια

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΡΑΜΠΑ

Έλσα Αλατσίδου, Χωρίς τίτλο, εκτύπωση inkjet σε ματ χαρτί
Δέκα χρόνια πριν, εγκαινιάστηκε στο Γκάζι η «διεθνής» έκθεση OUTLOOK και σήμανε την άνοιξη της εγχώριας επιμέλειας σύγχρονης τέχνης. Αν κανείς ανοίξει τις σελίδες του καταλόγου, θα βρει τα ονόματα των πιο δραστήριων παιχτών του πεδίου της τέχνης των επόμενων χρόνων. Μάλιστα, θα διαπιστώσει επίσης την εμπλοκή μιας ομάδας ανθρώπων που δεν προέρχονται αποκλειστικά από το πεδίο των τεχνών, αλλά από τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική κλπ, προμηνύοντας την περίφημη διατομεακή στροφή και στο εγχώριο πεδίο, η οποία χαρακτήριζε έτσι και αλλιώς διεθνώς την τέχνη του 21ου αιώνα. Μια μεγα-έκθεση, λοιπόν, με πλήθος αναγνωρίσιμων ονομάτων του διεθνούς δυτικού στερεώματος, υψηλής επισκεψιμότητας, είναι μια πολλά υποσχόμενη αρχή για ένα πεδίο –αυτό της επιμέλειας σύγχρονης τέχνης– που στην Ελλάδα την εποχή εκείνη βρίσκονταν στα όρια του «επαγγέλματος», καθώς δεν υπήρχε τέτοια ειδικότητα στην επίσημη «καλλιτεχνική» εκπαίδευση (βέβαια, ούτε και τώρα υπάρχει, και ίσως δικαίως, αφού, όπως έχει δείξει και το διεθνές παράδειγμα, είναι μια υπερ-ειδικότητα που κυρίως αφορά την καλλιέργεια πολλαπλών «δεξιότητων»,  σε βαθμό που μια τέτοια «ειδίκευση» να καθίσταται πλεοναστική[i]). 

Έτσι, η έκδοση του βιβλίου, Ζητήματα Επιμέλειας, 9+1 α-πραγματοποίητα πρότζεκτ (επιμ. της γράφουσας) λίγο αργότερα από τις εκδόσεις Futura, που αφορά τη δράση νέων –τότε- ελλήνων επιμελητών, με ξενόφερτη οι περισσότεροι από εμάς σκευή, δεν αποτελούσε έκπληξη αλλά μάλλον την εκδήλωση ενός συμπτώματος που αφορούσε την πιο μαζική επαφή με πανεπιστήμια, διοργανώσεις, την εκδήλωση μιας μάλλον βραχύβιας, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ευημερίας. Το βραβείο Δέστε, η έκθεση της Ν. Αργυροπούλου, με τον διορατικό τίτλο Ό,τι Απομένει είναι Μέλλον, και η έκθεση Στην Εξοχή, της συλλογής Σ. Μπέλτσιου σε επιμέλεια Σ. Μπαχτσετζή, συγκέντρωσαν πληθωρικά σχεδόν όλους του δρώντες του μικρού ντόπιου πεδίου της σύγχρονης τέχνης και κορυφώθηκαν σε πανηγυρικά, αποκεντρωμένα (στην Πάτρα και στα Τρίκαλα αντίστοιχα) τριήμερα γιορτής, χαράς και προσμονής. Η εργοδότηση νέων ανερχόμενων επιμελητών στο διαμορφούμενο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η ίδρυση της αθηναϊκής και το μοναδικό φαινόμενο της ίδρυσης μιας δεύτερης εγχώριας μπιενάλε, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτούν μια, αναμενόμενα δυτικά υπερκαθορισμένη, άνοιξη της σύγχρονης τέχνης και των επιμελητών της.
Κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων όλα τα παραπάνω –που δεν διαφέρουν και πολύ από τα διεθνή πρότυπα της κυρίαρχης κουλτούρας- θα έπαιρναν τον πιο παγιωμένο ρόλο και θέση στο πεδίο, ως θεσμοί (ανάμεσα στους οποίους και νέες γκαλερί που υπήρξαν hot spot στο άνοιγμα του millennium) που θα διαμόρφωναν θέσεις εργασίας για κάποιους από τους παίχτες, θα δημιουργούσαν ατζέντες καλλιτεχνών και, συνεπακόλουθα, κάποιο σχετικό discourse, όπως επίσης ενεργά και διογκούμενα δίκτυα με άλλα κυρίαρχα ιδρύματα και ηγεμονικές φιγούρες, έτσι ώστε η εντόπια συνθήκη άνθησης να βρει τη θέση της εντός μιας ευρύτερης κοινότητας, είτε κοντινής εμβέλειας (Βαλκάνια, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή κλπ) είτε ευρύτερα.
Στον αντίποδα αυτών, όπως επίσης είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, θα δημιουργούνταν παρακλάδια που θα διαμόρφωναν μια διαφοροποιημένη συνθήκη από την κυρίαρχη, οραματιζόμενα την έξοδο από την ηγεμονική κουλτούρα και συστήνοντας εναλλακτικές δομές, μέσα από τις οποίες αναδύονται νέοι παίχτες που ανταγωνίζονται τους παλιούς και πιο «βολεμένους». Ο υγιής, όμως, αυτός «ανταγωνισμός» δεν έχει λάβει ακόμα χώρα εντός του πεδίου, μάλλον γιατί η εντόπια κυρίαρχη κουλτούρα παραμένει μετέωρη μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης, όχι από θέση αλλά εκ συνθήκης. Όχι, δηλαδή, γιατί έχει καταφέρει να βρει έναν μαγικό τρόπο να αντισταθεί στην απορρόφηση από την παγκοσμιοποιημένη ηγεμονική κουλτούρα, όχι γιατί εμείς οι κάποτε νέοι επιμελητές παραμείναμε νέοι και φρέσκοι στις ιδέες, ανοιχτοί σε συνεργασίες, αρνούμενοι θέσεις και πόστα, αλλά γιατί η αντι-θεσμικότητα ήταν σε ένα βαθμό μια αναγκαστική συνθήκη ημι-εργασίας. Αυτή η αναγκαστική και όχι κατ’ επιλογή έξωθεσμική ή πέραν των θεσμών συνθήκη δραστηριοποίησης των ελλήνων επιμελητών φαίνεται να έχει σε διάφορες περιπτώσεις ευνοήσει εκθέσεις που δεν διαφέρουν από ατομικές ή ομαδικές παρουσιάσεις γκαλερί ή μουσείων, αλλά δεν έχει συντείνει ιδιαίτερα στη συγκρότηση ενός διαφοροποιημένου επιμελητικού λόγου, που θα συμβάλει στην κατανόηση των εκθέσεων, όχι ως μια «υλική οντότητα» αλλά ως ένα πεδίο μετασχηματισμού των ταυτοτήτων των εμπλεκόμενων μερών (επιμελητή, καλλιτέχνη, κοινού κ.ο.κ.)[ii].
Ενδεχομένως, η μελέτη για το πεδίο της επιμέλειας σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα μπορεί να γίνει ένα πολύ ενδιαφέρον ερευνητικό, εκθεσιακό, εκδοτικό, εκπαιδευτικό έργο, σχετικά με τη σύγχρονη συνθήκη της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας και των δυνατοτήτων αξιοποίησης των ιδιαίτερων εγχώριων συνθηκών, του momentum για τη διαμόρφωση ενός δυναμικού και ανταγωνιστικού επιμελητικού μοντέλου, μιας διακριτής επιμελητικής (και όχι μόνο) ταυτότητας απέναντι στις κυρίαρχες δομές και στις σχέσεις εξουσίας.
Παρ’ όλα αυτά, για να επανέλθουμε, η όποια αποτίμηση σχετικά με την εντόπια επιμέλεια σύγχρονης τέχνης δεν σηματοδοτεί απλά μια (αυτο)κριτική διάθεση αλλά και την ύπαρξη ενός μηχανισμού ώθησης προς νέες κατευθύνσεις, υπενθυμίζοντας ότι οι άνθρωποι και οι δράσεις τους δεν (εξ)αφανίζονται. Ευτυχώς, οι μεγάλες αλλά και οι μικρότερες πρωτοβουλίες αφήνουν τα ίχνη τους (ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι στο υπόγειο της Els Hannappe, οι Βαγγέλης Βλάχος και Δέσποινα Ζευκιλή έδειχναν το έργο τής Hito Steyerl πολύ πριν η καλλιτέχνης αναδυθεί στα κορυφαία σκαλιά του διεθνούς στερεώματος). Δημιουργούν ένα πολύτιμο προηγούμενο σε εμπειρία, δοκιμασία χειρισμών, ανάληψη ευθυνών (όπως η ανάληψη της σκυτάλης της Ένωσης Ελλήνων Τεχνοκριτικών από νέους ανθρώπους, που προσπαθούν σε δύσκολους καιρούς να συνεχίσουν και να ανανεώσουν το ρόλο του θεσμού), τόλμη και αντοχή (σαν αυτή που χρειάστηκε ο εκδοτικός οίκος Futura για να αναλάβει την έκδοση μικρότερων και μεγαλύτερων σύγχρονων καλλιτεχνικών εγχειρημάτων υπό σούπερ αντίξοες συνθήκες). Αφήνουν ίχνη, πάνω στα οποία όσοι παλιοί ή καινούργιοι ή ακόμα, εσαεί νέοι και ανερχόμενοι καταπιάνονται με τη σύγχρονη τέχνη μπορούν να αποφασίσουν –ακόμα και τώρα- να χαράξουν έναν δρόμο που θα αξιοποιήσει ότι έχει προηγηθεί, αλλά και θα απευθυνθεί χωρίς φόβο αλλά με πάθος και αιχμηρά στην τωρινή συνθήκη (καλλιτεχνική και μη).
Λίαν συντόμως θα έχουμε και χωροταξικά έτοιμο τον κυρίαρχο θεσμό μας, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που θα έχει ένα ολοκαίνουργιο κτίριο. Ως προς το έτερο μέγα θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή, την ευρύτερη καλλιτεχνική εκπαίδευση, είμαστε όπως πάντα σε αναμονή, καθώς δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα τι «νέο» θα φέρουν οι πρόσφατες (μετα)ρυθμίσεις. Από την άλλη πλευρά, νέοι άνθρωποι αλλά και πιο ώριμοι εξακολουθούν να φτιάχνουν τους δικούς τους χώρους δράσης και συσπείρωσης, όπως το 3137, το αποκεντρωμένο Symptom Projects, το Souzy Tros, το Καφέ Vortex, την Kunsthalle Athens, οι Lo & Behold, το δικτυακό περιοδικό Kaput, η κατάληψη Εμπρός και άλλα και άλλα... Τhe show must go on...

Η Ελπίδα Καραμπά είναι επιμελήτρια εκθέσεων


[i] η συζήτηση που διεξάγεται από διάφορους θεωρητικούς για τις δεξιότητες που απαιτούνται στην άυλη εργασία αποκαλύπτει πολλά πράγματα για την σκληρή υλική διάσταση της άυλης εργασίας. Αυτή η συζήτηση θα είχε πολύ ενδιαφέρον με επίκεντρο την εγχώρια εργασία του σύγχρονου επιμελητή.
[ii] σχετικά με αυτό αλλά και γενικότερα για την επιμέλεια την εποχή της παγκοσμιοποίησης βλ. το βιβλίο Τέχνη και Παγκοσμιοποίηση της Α. Δημητρακάκη, Εκδόσεις Εστία, 2013, Αθήνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: