20/7/13

Νίκος Καχτίτσης: Το ανθρώπινα ανοίκειο στον Εξώστη

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Ο Εξώστης, αυτό το πολυειδές, όπως θα το χαρακτήριζα, αφήγημα του Νίκου Καχτίτση, πολυειδές με την έννοια του υβριδικού και πολύτροπου της μυθοπλασίας του, η οποία σύμφωνα με τα δικά του λόγια δεν είναι μυθιστορηματική, αρχίζει με μία από τις κοινότοπες συμβάσεις. Ο ανώνυμος εκδότης στο προοίμιό του μας ειδοποιεί ότι το αρχικό χειρόγραφο του βιβλίου το βρήκε τυχαία στα υπόγεια ενός βιβλιοπωλείου και το έσωσε, εκεί που θα το πετούσαν με άλλα άχρηστα χαρτιά. Λέει επί λέξει: «τις σελίδες που ακολουθούν τις βρήκα, νοτισμένες από μια τροπική μούχλα,[...] στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου, όπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής». Κι έτσι δεν προεικονίζει απλώς την ιστορία που θα ακολουθήσει και που πράγματι στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στους τροπικούς. Ταυτίζεται απολύτως με αυτήν, γίνεται ένα βλέμμα πρωθύστερό της, υποτίθεται εξωκειμενικό αλλά στην ουσία ενδοκειμενικό, αφού με όσα αναφέρει μας επιβάλλει ως αντικειμενική την πλασματική αλήθεια: ότι πρόκειται για ιστορία γραμμένη σε χώρα των τροπικών. Αλλιώς, πώς ένας εκδότης, υποτίθεται άλλου τόπου και χρόνου, δέχεται την πληροφορία που του δίνει ο άγνωστος συγγραφέας του χειρογράφου, ότι τα αλλοιωμένα χαρτιά έχουν αυτή την προέλευση; Όπως συμβαίνει σε όλα τα πεζά του Καχτίτση, οι ρόλοι που έχει μοιράσει στα κύρια πρόσωπά του - παραλλαγές το ένα του άλλου- είναι υπονομευμένοι εξαρχής. Ο Εξώστης (1964), ένα αφηγηματικό δίπτυχο με τον Ήρωα της Γάνδης (1967), με κοινό πυρήνα την πόλη της Γάνδης, μας προσφέρει κάμποσες ευκαιρίες να διαπιστώσουμε πόσο ο συγγραφέας του εκ προθέσεως μπερδεύει τα πρόσωπα και τους ρόλους τους, σε σημείο που να τα αφήνει να μεταπηδούν το ένα στη θέση του άλλου. Παρ’ ότι με αυτή την καταστασιακή, ψυχική τους ρευστότητα, που αντλεί στοιχεία από την ταυτότητα του συγγραφέα, κινδυνεύουν διαρκώς να χάσουν την αυτονομία της κειμενικής τους αυτάρκειας. Μας οδηγούν έτσι στην υπόθεση ότι όχι μόνο αποτελούν μάσκες του ίδιου του συγγραφέα (αυτό λίγο ως πολύ είναι μια κοινοτοπία), αλλά και με το να είναι ομότροπα και ομόφρονα στον τρόπο σκέψης και τις συμπεριφορές τους, γίνονται εκδοχές τού ενός και μόνο συνεχώς αυτοαναλυόμενου χαρακτήρα που μετοικεί με υδραργυρική ευκολία από ιστορία σε ιστορία.

Στον Εξώστη κεντρικό πρόσωπο (το μόνο που τείνει προς την ολοκλήρωση, χωρίς να φτάνει ποτέ σ’ αυτήν) είναι ο Σ.Π., ο Στοππάκιους Παπένγκους, γνώριμη νευρωσική μορφή και σε άλλα πεζά του Καχτίτση. Είναι μια αφήγηση αλληλένδετων αλλά όχι σε παράταξη συνειρμικών επεισοδίων, που αναπτύσσονται ακατάστατα, ως δομές κρίσιμων ψυχικών καταστάσεων, χωρίς να δεσμεύονται με τη πειθαρχημένη ροή του «τώρα-τότε» ή με χρονικές συμβατικές δεσμεύσεις αρχής, μέσης και τέλους κλπ. Η κίνηση εντός χώρου στα επεισόδια αυτά είναι μηδαμινή, οι άλλες μορφές εκτός του Π. μοιάζουν καμωμένες βιαστικά, ενώ η αεικίνητη ροή της φαντασίας και των αναμνήσεων του αφηγητή και πρωταγωνιστή γεμίζει κάθε κενό της πιεστικής βραδύτητας η οποία επικρατεί στο περιβάλλον. Μιας βραδύτητας που ευνοεί ως δομική αντίστιξη τη μεγάλη κινητικότητα του εσωτερικού, ψυχικού χρόνου. Από εκεί και η τάση παλαιότερα να εντάσσουμε το βιβλίο στη χορεία των αφηγήσεων του εσωτερικού μονολόγου, καθώς η γραφή του μοιάζει πολύ με τη συνειρμική γραφή του ομολογημένου από τον ίδιο τον Καχτίτση δασκάλου του, Ν. Γ. Πεντζίκη, λ.χ. στα πεζά Ίωνας Νεόπουλος (1958) και Βοροφρύνη (1959). Όπως η περσόνα του Πεντζίκη, έτσι και αυτή του Σ.Π. αλωνίζει πέρα δώθε, σε όλα τα χρονολογημένα και αχρονολόγητα σημεία τής έως τώρα επινοημένης ζωής του. Σύμφωνα με τον «παρόντα» χρόνο του χειρογράφου, ζει σε μια αποικία αφρικανική, γιατί όχι στο Καμερούν, που ο Καχτίτσης το γνώριζε, έχοντας ζήσει για μια διετία στη Ντουάλα, στέλνοντας από εκεί σειρά ανταποκρίσεών του στην Ελευθερία, ίσως με παρέμβαση κάποιου από τους συνεργάτες της εφημερίδας (Ρένο Αποστολίδη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο ή Πέτρο Χάρη), αν και την εκεί ζωή του, στην τροπική Ντουάλα, την περιέγραφε με τα χειρότερα λόγια σε επιστολές προς φίλους του.
Σύμφωνα με τον «παρελθόντα» χρόνο, άλλοτε, στη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου, ο Π. ζούσε εύπορος και ευυπόληπτος στη βελγική Γάνδη, αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων. Αλλά με τη λήξη του πολέμου αποφασίζει να το σκάσει, χρηματίζοντας τους πάντες, φοβούμενος τη δίωξη και σύλληψή του, κυρίως όμως καταδιωκόμενος από ενοχές και τύψεις για παραβατικές στον πόλεμο πράξεις του (συνεργάτης των γερμανικών αρχών κατοχής), πράξεις που κόστισαν το θάνατο σε πολλούς, κι ανάμεσά τους σε μια φτωχή κοπέλα, με την οποία φαίνεται πως είχε μια ακαθόριστη ερωτική σχέση.
Ο Π. μετανιωμένος, όχι τόσο για το θάνατό της όσο για το ρόλο του σ’ αυτόν, τη θυμάται μ’ ένα απόμακρο συναίσθημα ευγενικής θλίψης. Ανακαλεί τη μορφή της χωρίς εκείνη την οδύνη από την απώλεια της αισθησιακής νεανικής έξαρσης. Κατά τα λοιπά, όλα κυλούν σκεπασμένα από μια σταχτιά ατμόσφαιρα πένθους: η φευγαλέα διαδρομή του ως τα παράλια της βελγικής Βόρειας Θάλασσας, οι εικόνες των γκρεμισμένων από τους κανονιοβολισμούς σπιτιών, η ομίχλη που εν τέλει συναντιέται με τη διαβρωτική υγρασία της ερμητικά κλειστής αφρικανικής έπαυλής του, κάτω από τον καυτό ήλιο, στη ζέστη των τροπικών. Όσο προχωρεί η μνημονική αναδρομή στη ζωή του, απώτερη και τωρινή, αυτά που ανασύρει μαζεύονται σε ένα μη-τόπο, σ’ ένα πεδίο α-τοπικού ονείρου που συχνά γίνεται εφιάλτης: παραισθητικές εμμονές, ιδεοπληξίες, φαντασιώσεις, τερατογενέσεις, απιθανότητες. Σκηνοθετημένα σ’ ένα αφηγηματικό σύμπαν αμφίσημο, όπου συμφύρονται στοιχεία «εποχής» με τα οποία είχε πάθος ο Καχτίτσης (κυρίες με σκιάδια, μεγάλα καπέλα, γάντια και μακριές εσθήτες, ιππήλατες άμαξες), και στοιχεία σκοτεινών ιστοριών τρόμου, όπως της παραίσθησης που αρχίζει να τον καταδιώκει μια μέρα, ενώ κάθεται στον εξώστη του ξενοδοχείου Atlantic, ότι κάτι αόρατο για το ανθρώπινο μάτι επιβουλεύεται την ύπαρξή του! Ή, ακόμα, η σχεδόν τσιρκολάνικη περιγραφή μιας δήθεν θανάσιμης πάλης με ζώα της ζούγκλας, την οποία αναλαμβάνει ένας απόστρατος στρατιωτικός, με συνεχείς ανατροπές, αυτοδιακωμωδήσεις, ψέμματα–αλήθειες, μια πλάγια περιγραφή που κάνει διάτρητο τον ενδιάθετο λόγο του Π., αφού τον υπονομεύει εκ των έσω. Και τέλος την περιγραφή του αρωματοπωλείου της κυρίας Γκερέν (ή Guerlain;) που είναι γεμάτο με βάζα, αλλόκοτα φυτά, φιάλες και φιαλίδια, χτισμένο στην καρδιά ενός δάσους από αρτόδεντρα, όπου ο Π. πηγαίνει με την Ευδώρα, την κόρη του συνταγματάρχη. Και αυτά, όπως είπαμε, αφηγημένα με μια γλώσσα υποβλητική, ασταθή, αναλυτική έως φλυαρίας, με ενσωματωμένες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις από τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, την Αμαλιάδα και γενικότερα την Ηλεία, όπως έχει παρατηρήσει ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Με συγκολλήσεις εκτενών παρενθετικών προτάσεων, με παρεκβάσεις που χαλαρώνουν την αγρύπνια της λογικής και επιτείνουν την αίσθηση της ρευστότητας που έχει το όνειρο και το όραμα:
Πολλές φορές τη νύχτα, όπως παραληρώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αισθάνομαι μέσα στο σκοτάδι την κορυφή της κωνικής κουνουπιέρας μου να με καλεί, σα να πρόκειται να πετάξει αυτό που είναι μέσα μου, και να μείνει το σώμα μου αδειανό στο στρώμα.
Η επιλογή (ή η αδυναμία) του Καχτίτση να μη φτιάξει αυτόνομα πρόσωπα στα πεζά του, δημιουργώντας αντιθέτως σκιώδεις χαρακτήρες με διογκωμένες στο έπακρο τις ψυχικές τους καταστάσεις, συγκοινωνεί άμεσα με τον τρόπο που συνθέτει τις ιστορίες του. Ενίοτε, οι μυθοπλασίες που δημιουργεί μοιάζουν βιαστικά στημένες, είναι ευάλωτες αν τις δούμε ως αποτυπώσεις κάποιου αφηγηματικού του προγραμματισμού. Με τα χάσματα και τα ασύνδετα που έχουν θα ήταν δυνατό να μας απογοητεύσουν. Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο! Ο «ερασιτεχνισμός» τους, η «παιδική» παραμυθητική τους ματιά μάς θέλγουν. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στη λογοτεχνία του φανταστικού ή της «γοτθικής» παράδοσης, ο Καχτίτσης περνάει από τον κατ’ επίφαση ρεαλισμό στο όνειρο και στη φαντασίωση, με το αλλόκοτο και το δυνάμει λογικό να εισδύουν το ένα στο άλλο, συνυφασμένα. Το χάρισμα όμως που κυρίως τον διακρίνει και που επιτείνεται πολύ περισσότερο με την ιδιότυπη, μοναδική γλώσσα του, είναι ο από την αρχή έως το τέλος αινιγματικός χαρακτήρας των παλαιϊκών του ιστοριών, το ότι ιδρύουν το ανοίκειο παντού και το λατρεύουν με μυστικιστική αθωότητα. Όχι το εύκολο ανθρωπολογικό και ηθικό ζητούμενο της αγωνίας, του άγχους, του κοινωνικού αδιεξόδου, που δέχονται πολλοί κριτικοί ως ερμηνεία της παραδοξότητας των πεζών του. Αν εξαιρέσουμε τα πεζά του Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία αμφιβάλλω πολύ αν γνώριζε ο Καχτίτσης, αυτά του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ε. Χ. Γονατά, τα στοιχεία που αναφέραμε ήδη υπάρχουν και σε άλλους της ελληνικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα, στον Δημοσθένη Βουτυρά, στον Κώστα Χατζηαργύρη, στον Τριαντάφυλλο Πίττα, στον Πέτρο Αμπατζόγλου. Αλλά το «παραξένισμα» που αισθάνεται ο σύγχρονος αναγνώστης με αυτά δεν είναι της ίδιας έντασης με εκείνο που του προκαλεί ο Καχτίτσης. Φτάνουμε στο σημείο να αφηνόμαστε στο αναμφισβήτητο χάρισμα της δαιμονικής ποιητικής του έμπνευσης, χωρίς να μας νοιάζουν τα λάθη και οι ανακρίβειες μέσα στον αμφίσημο κόσμο του, λάθη και ανακρίβειες που ενδεχομένως να ήταν καταδικαστικές σε έναν άλλο πεζογράφο. Ή, διαφορετικά, το αληθοφανές χάνει εδώ τη θεμελιώδη σημασία που έχει, ακόμα και σε εμβληματικά μυθιστορήματα της πρώτης εποχής του μοντερνισμού, όπως της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μαρσέλ Προυστ ή του Τζέημς Τζόϋς.
Παρ’ ότι, όπως έλεγε ο Ε. Χ. Γονατάς, μεμφόμενος σ’ αυτό τον Καχτίτση, η πλασματική αλήθειά του συχνά δεν καλύπτει και τις ανακολουθίες που εμφανίζονται μέσα της, ο κόσμος του Εξώστη έχει αυτή τη χαρακτηριστική εξωτική ανοικειότητα, που θέλγει και μας κάνει συνάμα να νιώθουμε απέναντί της αφύλακτοι˙ ως κόσμος μάς είναι ξένος, όπως και στον Π. Ο Καχτίτσης γράφει για να εξορκίσει τους ενδόμυχους ή τους εμφανείς φόβους του, και, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, ο βασικός κανόνας της αφηγηματικής του τέχνης δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μιας απόστασης από τον άλλο πανικόβλητο εαυτό του. Δεν έχει τόσο σημασία εδώ η εμμονή μας στο πόσο ο κόσμος του Εξώστη ή του Ήρωα της Γάνδης είναι επινοημένος: ο συγγραφέας τους φτιάχνει μια αφήγηση για να κλείσει μέσα της το μαύρο που τον καταδιώκει, έχοντας κυριευθεί από το παιδικό δέος του μεσαιωνικού ανθρώπου. Ωστόσο, αν θέλουμε να απαντήσουμε οπωσδήποτε στο ερώτημα που συνήθως απασχολεί την κριτική, αν ο κόσμος του ήταν εξολοκλήρου επινοημένος ή εν μέρει, τα πράγματα δεν έχουν μια και μόνη εξήγηση. Η κυρίαρχη έως τώρα άποψη για τη σχέση φαντασίας και πραγματικότητας στον Καχτίτση κατέληγε και έδενε στο εξής πασίγνωστο για τους μελετητές απόσπασμα από άρθρο του διά βίου φίλου του, Γιώργη Παυλόπουλου, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της λέξης (Δεκ. 1985): «Το παιχνίδι λοιπόν είναι η Γάνδη, πόλη φανταστική, διηνεκώς πολιορκημένη, ουδεμίαν σχέση έχουσα με τη γνωστή ομώνυμη πόλη του Βελγίου, την οποία άλλωστε ο Καχτίτσης ουδέποτε θέλησε να επισκεφθεί». Άποψη που από ό,τι φαίνεται είναι σωστή μόνο στο δεύτερο σκέλος της, το ότι για τους δικούς του λόγους δεν «θέλησε να [την] επισκεφθεί», τουλάχιστον από όσα γνωρίζουμε.
Η απάντηση πάντως που μάς προσφέρει μια καινούργια προοπτική ήταν κάτω από τη μύτη μας και δεν τη βλέπαμε. Την είδε ο Φλαμανδός ελληνιστής Γκούνναρ ντε Μπόελ (de Boel) στο κριτικό του κείμενο «Η πόλη της Γάνδης ως φανταστικός τόπος του Ήρωα της Γάνδης του Καχτίτση», αποδεικνύοντας με τα απλούστερα των δεδομένων πως ο ισχυρισμός του Παυλόπουλου (και όχι μόνο) ότι η λογοτεχνική Γάνδη είναι απλώς ένα ομώνυμο σχήμα της πραγματικής, δεν είναι ακριβής. Παραπέμποντας στις τέσσερεις επιστολές που έστειλε ο Καχτίτσης το 1968 και 1969 στον Μιχάλη Βουδούρη, κάτοικο τότε της Γάνδης, δημοσιευμένες αργότερα από τον παραλήπτη τους στα Νέα Σύνορα του Δημήτρη Βαλασκαντζή (τχ. 63, 1977), μας καλεί να προσέξουμε τις εξής αποκαλυπτικές αναφορές: πρώτα, την πληροφορία ότι ο συγγραφέας είχε στείλει στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης ένα αντίτυπο του Εξώστη, με την ακόλουθη αφιέρωση στα φλαμανδικά/ολλανδικά: «Κύριοι, όπως δείχνει ο τίτλος του βιβλίου, η ιστορία αυτή λαμβάνει χώρα στην πόλη σας. Σας αποστέλλω ένα αντίτυπο, με τους καλύτερους χαιρετισμούς μου. Μόντρεαλ, 11 Ιανουαρίου 1968. Νικόλας Καχτίτσης». Έπειτα, το σχόλιό του προς τον Βουδούρη πως είχε προβληματιστεί έντονα, καθώς η εντύπωση που είχε, γράφοντας το βιβλίο και χωρίς να γνωρίζει την πόλη, ότι το παράθυρο του γραφείου του πλασματικού πρωταγωνιστή, του Βανίλια, στον Ήρωα της Γάνδης, έβλεπε σ’ ένα κανάλι, επιβεβαιώθηκε πλήρως αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια του ένας παλιός τουριστικός οδηγός του Βελγίου! Με αφορμή μάλιστα αυτή την αλλόκοτη σύμπτωση, παρακάλεσε τον Βουδούρη να τον ενημερώσει αν υπήρχαν και άλλες ομοιότητες ανάμεσα στο βιβλίο και στην πραγματικότητα:
Θα με υποχρεώνατε πολύ, αν αφού διαβάσετε το βιβλίο, μού γράφατε κατά πόσον υπάρχει η παραμικρή συνέπεια μεταξύ των όσων γράφονται στο βιβλίο και της πραγματικότητας - στη μυστηριώδη αυτή πόλη, στην οποία, παρ’ όλο που βρέθηκα επανειλημμένως κοντά της, δεν πήγα, για να μη φθαρεί η φανταστική εικόνα της, που με κατατρέχει από πολλά χρόνια.
Και τέλος, δύο ακόμα δεδομένα: αφ’ ενός το αίτημα του Καχτίτση προς τον Μιχ. Βουδούρη, να πάει και να θάψει ένα αντίτυπο του βιβλίου στο πιο κοντινό κοιμητήριο της Γάνδης, αλλά και η πληροφορία (επινοημένη ή όχι) που του μετέφερε, ότι σύμφωνα με τα όσα του είπαν κάποιος παρισινός εκδότης πρόκειται να του ζητήσει την άδεια να δημοσιεύσει μια γαλλική μετάφραση του Ήρωα της Γάνδης, αλλά σε αυτή την περίπτωση ήθελε οπωσδήποτε να ξέρει τι κατά τη γνώμη του θα έλεγαν οι κάτοικοι της πόλης διαβάζοντάς το! Μια πράγματι αινιγματική έως και παράλογη απορία, που ίσως μας δείχνει ότι ο Καχτίτσης στην πραγματική του ζωή όσο και σ’ εκείνη του δημιουργού ήταν απολύτως εξαρτημένος από ένα πλέγμα εικασιών, ερωτημάτων, υποθέσεων, το οποίο προεξέτεινε σε κάθε κατεύθυνση του επιστητού του, αναιρώντας όμως διαρκώς τις ως ελάχιστα πριν βεβαιότητές του, λόγω του ότι, όπως το alter ego του ο Π., έλεγε: «Θα παραθέσω όλες τις λεπτομέρειες, όχι για τίποτ’ άλλο, παρά για να πείσω τον εαυτό μου γι’ αυτά που έγραψα». Και όλη αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση της πραγματολογικής βάσης γίνεται χωρίς να αναιρείται διόλου η αποδοχή από αυτόν ότι ο κόσμος του είναι μοιραία διασαλευμένος. Η δίψα για το πραγματολογικό, ο αγώνας να βρεθεί ένα πέρασμα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, δείχνουν παράλληλα πόσο τον απασχολούσε η γειτνίαση ή η ταύτιση της επινόησης με την εξ αντικειμένου αλήθεια. Σε σημείο που ένας συγγραφέας που η ζωή του κινήθηκε μέσα ή στα όρια της νευρωσικής διασάλευσης, να την γυρεύει ακόμα και μέσω της βασκανίας. Γιατί, τι άλλο σημαίνει ο εξορκισμός που προτείνει με το θαμμένο αντίτυπο του Ήρωα της Γάνδης; Φθάνω έτσι στο σημείο να υποθέσω ότι το ομόκεντρο όλων των ιστοριών του, αλλά και το ομότροπό τους, δεν μπορεί να μην είχαν βαθύτερη σχέση με μια ορισμένη αντίληψη για το νόημα της αφηγηματικής του τέχνης: ότι οι επάλληλες ιστορίες του έπαιζαν το ρόλο των πεδίων μεταφοράς και μεταμόρφωσης των δικών του ψυχικών φορτίων.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: