ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Δ. ΣΧΟΙΝΑ
Η
«συνοροπληξία» του επιστολογράφου Νίκου Καχτίτση
Ο «μανιώδης συνορόπληκτος»[1] Νίκος
Καχτίτσης, επιδιδόμενος σε διαρκείς μετακινήσεις, και των διανοητικών
συμπεριλαμβανομένων, διέγραψε στο σύντομο 44χρονο βίο του έναν ευρύ γεωγραφικό
κύκλο, εντός του οποίου έκλεισε ένα επίσης ευρύ λογοτεχνικό έργο. Η
«περιπλανώμενη γραφή»[2] του
μετέρχεται κυρίως την πρόζα και δημιουργεί κείμενα λογοτεχνίας ενίοτε
ενθυλακωμένα σε σχοινοτενείς επιστολές προς αρκετούς επιστολογράφους.
Επιπλέον, η «συνοροπληξία» του συγγραφέα μπορεί να υπαινίσσεται γενικώς τη
μετέωρη θέση του, την ερωτοτροπία του με την παράδοση και τη νεωτερικότητα, την
έλξη και απώθηση προς την πατρίδα που τον εξώθησε στον εκπατρισμό και στη
συνακόλουθη νοσταλγία, αλλά και τη διαρκή αιώρηση μεταξύ πραγματικού και
φασματικού, η οποία αποτελεί κομβικό σημείο και του επιστολικού του λόγου.
Η 15χρονη (1952-1967) γραπτή επικοινωνία του
συγγραφέα με τον ομότεχνο, συντοπίτη και φίλο Γιώργη Παυλόπουλο αποκαλύπτει μια
δυνατή σχέση και συμπίπτει χρονικά με την κύρια λογοτεχνική παραγωγή του
καχτίτσειου έργου. Υπό τη διπλή αυτή οπτική, οι απόψεις περί λογοτεχνίας που διατυπώνει
ο επιστολογράφος Καχτίτσης στην εξ αποστάσεως λογοτεχνική επιστολική συζήτηση
με τον αλληλογράφο του δεν μπορούν παρά να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη του ευρύτερου
έργου του: πρώτα, γιατί το τελευταίο γράφεται παράλληλα με τις συγκεκριμένες
επιστολές· έπειτα, γιατί ο παραλήπτης των επιστολών εκμαιεύει, εκών άκων, μια
σειρά θέσεων που συναιρούμενες συνιστούν σχεδόν ένα λογοτεχνικό μανιφέστο. Οι
επιστολές του Καχτίτση διαβάζονται, λοιπόν, και ως κείμενα ποιητικής, που
αναπτύσσουν τη λογοτεχνική τους θεωρία έργω και λόγω. Διατυπώνουν, με άλλα
λόγια, απόψεις και κανόνες περί λογοτεχνικής γραφής είτε με ευθείες υποδείξεις
προς τον αποδέκτη των επιστολών είτε με αυτούσιες λογοτεχνικές ασκήσεις που
προσπαθούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του, αλλά και να τον προετοιμάσουν για
τα κυοφορούμενα έργα του συγγραφέα. Επιπλέον, διαβεβαιώνουν (και τον σύγχρονο) αναγνώστη
ότι στη μεγάλη λογοτεχνία δεν υπάρχουν μεγαλοφυείς συλλήψεις ή «παιδιά
θαύματα», αλλά μόνον πολύ σκληρή δουλειά.[3]
Το
«αποφασιστικό ξελάσπωμα» και οι
δυσκολίες του
Κεντρική θέση σε αυτή τη λογοτεχνική θεωρία
κατέχει ό,τι σημαντικότερο μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη: «τρώμε, ζούμε, αλλά
το κυριότερο δεν επιτελείται- το γενναίο αποταμίευμα, για αποφασιστικό ξελάσπωμα»·[4] η γραφή. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη
σωτηρία και λόγος ύπαρξης, «ο μεγάλος μας έρωτας». Είναι, ωστόσο, και βάσανος,
πληγή, πηγή μελαγχολίας, μία δημιουργία σημείων που καθιστούν εναργέστερη τη
σκιά του θανάτου. Πυρήνας της γραφής είναι το θέμα, συχνά ένα και μοναδικό σε μια εμμονικά μονοθεματική
λογοτεχνία, αφού «ένα θέμα δεν έχει εξαντληθεί ποτέ και δεν θα εξαντληθεί μέχρι
καταβολής κόσμου». Ακολουθεί η σύλληψη των χαρακτήρων
που, όταν αποκτήσουν τη δική τους ζωή, επισείουν την απόλυτη προσήλωση του
συγγραφέα.
Η ενδεδειγμένη ηλικία να επιδοθεί κανείς
στη λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι η νεανική, καθώς «τι είδους οξύτητα μπορεί
να έχει ένα μάτι 21 έτους;», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ελλοχεύει ο
κίνδυνος, αν η αναβλητικότητα του επίδοξου συγγραφέα είναι μεγάλη, να καταλήξει
η γραφή «εις τας Ελληνικάς καλένδας». Η αργή
κυοφορία του λογοτεχνικού κειμένου εγγυάται κατά κανόνα ωριμότητα, η οποία
προκύπτει από άοκνη και καθημερινή άσκηση,
που συμπεριλαμβάνει τις επαναγραφές, διορθώσεις, προσθαφαιρέσεις,
επανειλημμένες επεξεργασίες. Όταν, όμως, τα γραπτά έχουν ολοκληρωθεί και
παραμένουν αδημοσίευτα, τότε «μουχλιάζουν» ξεχασμένα στο συρτάρι του συγγραφέα,
απαιτώντας έτσι την άμεση δημοσίευσή τους. Παρεμπιπτόντως, το συρτάρι αυτό φιλοξενείται
στο λιτό εργαστήριο του συγγραφέα,
το οποίο δεν απαιτεί πολλά: αρκεί «μια γωνία ή ένα δωματιάκι, αφιερωμένο
αποκλειστικά στη λογοτεχνία». Ακόμα καλύτερα, όταν στην εικόνα προστίθεται ένα
παραδεισένιο περιβάλλον. Ο παράδεισος του Καχτίτση έχει σαφή περιγράμματα:
τοποθετείται στην Κυλλήνη, κοντά στη θάλασσα, συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα,
«ένα κοινόβιο για πραγματικούς χειριστές του καλάμου»,[5]
γεμάτο από μέρες που περνούν «γράφοντας, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας, και
λέγοντας τα εξωφρενικά μας αστεία».
Το
ιδανικό θα ήταν γενικώς η απρόσκοπτη
ενασχόληση με τη λογοτεχνία, καθώς η βασανιστική καταπόνηση με πάσης φύσεως
βδελυρούς περισπασμούς, αλλά και «εκπορνεύσεις της πέννας», καθιστά την
προσπάθεια του συγγραφέα άγονη. Στον αγώνα του βιοπορισμού, η ενασχόληση ενός
λογοτέχνη με τη δημοσιογραφία μπορεί να φαίνεται πλησιέστερη στη λογοτεχνία,
ωστόσο αντενδείκνυται ρητά, γιατί η δημοσιογραφία παραπλανά και αποπροσανατολίζει,
βαυκαλίζοντας τον λογοτέχνη «με τις δάφνες που (αυτός) δρέπει ως δημοσιογράφος»,
απομακρυνόμενος εν τέλει από το ζητούμενο, τη λογοτεχνική γραφή.
Η τελευταία αξιώνει, επομένως, αληθινή
αφοσίωση και επίμοχθη εργασία. Ο Καχτίτσης αποστρέφεται
γενικώς τις ευκολίες, γι’ αυτό και
απεχθάνεται τόσο τις «μανιέρες» όσο και τον εύκολο, επί της ουσίας, «ανεξέλεγκτο
παραλογισμό», (και όχι τον «υγιή, εδώ κι’ εκεί»). Επιπλέον, το λογοτεχνικό
κείμενο δεν πρέπει να είναι περιγραφικό, αλλά «να έχει ξερά τα γεγονότα», χωρίς εκείνο τον στείρο εντυπωσιασμό που λειτουργεί
τελικώς εις βάρος της ποιότητας. Και το προφανές στηλιτεύεται από το συγγραφέα,
καθώς ο ίδιος προκρίνει τους υπαινιγμούς,
τους «κρυψώνες» που βρίσκονται στα κείμενα.[6] Στην
πραγματικότητα, το ιδανικότερο ύφος είναι το «μη ύφος», τόσο διακριτικό «που είναι σα μυστικός ψίθυρος στ’ αυτί
του αναγνώστη», «επιφανειακά παραμελημένο και αφελές», δυνατό, παρόλα αυτά, να
συνυπάρχει με την «εκρηκτικότητα». Για τη διακριτικότητα της γραφής ο Καχτίτσης
έχει κι αλλού διατυπώσει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι ο καλός
συγγραφέας πρέπει να μένει αφανής.[7] Γνώμονας
στις υφολογικές επιλογές του συγγραφέα πρέπει να είναι και ο προφορικός λόγος. Από την άλλη, όμως,
πλευρά δεν μπορεί να αγνοείται ο αστείρευτος και αξιοποιήσιμος πλούτος της
ελληνικής γλώσσας. Συμβαίνει συχνά, μάλιστα, η εκταφή σπάνιων λέξεων από το
παλίμψηστο της ελληνικής γλώσσας να οδηγεί στην ανάσυρση «φρικαλέων», δηλαδή
συγκλονιστικών, λέξεων.
Παθιασμένος φιλαναγνώστης, ο Καχτίτσης σχεδόν
δεν διαχωρίζει τη γραφή από την ανάγνωση. Εξάλλου, υποστηρίζει αλλού πως τα «λυσσώδη διαβάσματα» (πρωτίστως των
κλασικών) τού παρέχουν «πολύτιμη τροφή» για τη δική του λογοτεχνική παραγωγή,
λειτουργούν, όμως, και αντίστροφα, καθώς οι όποιες συγκρίσεις τού προκαλούν
αισθήματα μειονεξίας, τον κάνουν να αισθάνεται «κατωτερικός».[8]
Γι’αυτό έχει ανάγκη από τα ενθαρρυντικά
λόγια των ανθρώπων που εκτιμά, όπως είναι και ο Παυλόπουλος, καθώς έτσι
μπορεί να πειστεί «ότι δεν ματαιοπονεί». Εξάλλου, ο συγγραφέας γράφει πάντα έχοντας κατά νου έναν δυνητικό αναγνώστη,
που, στην περίπτωση του Καχτίτση, είναι και πάλι ο Παυλόπουλος.
Οι συγγραφικές εμψυχώσεις είναι απαραίτητες. Και
μόνη η δημοσίευση ενός κειμένου
είναι διεγερτική για κάθε συγγραφέα. Ο Καχτίτσης τολμά, επιπλέον, να παραδεχθεί
ότι ενθουσιάζεται με κάθε επαινετική
κριτική για το έργο του, γράφοντας χαρακτηριστικά: «δεν παραλείπω να πω ότι
γλείφομαι για την τελευταία κολακεία κριτικού της τελευταίας δεκάρας!». Στην
πραγματικότητα, όμως, μόνον η «ευσυνείδητη»
κριτική μπορεί να βοηθήσει το λογοτέχνη, όταν σ’ αυτήν ισχύουν κάποιες
προϋποθέσεις: μακροθυμία και αποστασιοποίηση του κριτικού από κάθε είδους
μικρότητες και εμπάθειες, δύναμη ανάσυρσης του ανώνυμου ποιοτικού έργου από τα
προβεβλημένα έργα των επίσης προβεβλημένων λογοτεχνικών υπογραφών, απόσταση από
τη μικρόνοια, το διασυρμό και την αδικία. Ευθέως ανάλογη της χαράς που προκαλεί
στο συγγραφέα κάθε θετική κριτική για το έργο του είναι η ικανοποίηση και η
επιβεβαίωση που προσφέρουν οι υψηλές
πωλήσεις των βιβλίων του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας μπορεί
να προσδοκά την κάλυψη των βιοποριστικών του αναγκών από τις πωλήσεις των
βιβλίων του, αφού «απ’το συγγραφιλίκι δε βγαίνει ψωμί». Αν, ωστόσο, θέλει
κανείς να ζήσει από τη λογοτεχνία, θα πρέπει να καλλιεργήσει τις δημόσιες σχέσεις του, να αξιοποιήσει
τις γνωριμίες του, ώστε να διευρύνει τον κύκλο των συνδρομητών στα έντυπα που
ενδεχομένως εκδίδει (βλ. για παράδειγμα το Παλίμψηστον
του Καχτίτση) και να αποκτήσει έτσι κάποιο σταθερό εισόδημα· «μόνο με
αποφασιστικά βήματα μπορεί κανείς να κάνει προκοπή». Από την άλλη, για να έχει
αποδοχή το έργο του, «ο συγγραφέας δεν πρέπει να χάνει επαφή με τους αναγνώστες του για μεγάλα χρονικά διαστήματα».[9] Για
να συμβεί αυτό, απαιτείται αδιάλειπτη λογοτεχνική παραγωγή. «Η ξενητειά και το ταξίδι», παρά το βαρύ
τους τίμημα, κινητοποιούν τη δημιουργικότητα του λογοτέχνη, φέρνουν το «ανακάτωμα εκείνο που χρειάζεται» ο κάθε
συγγραφέας για να γράψει.
Ασκήσεις
επί χάρτου
Ο Καχτίτσης των επιστολών μεταφέρει,
επιπλέον, στον αλληλογράφο του εξονυχιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας,
μεταξύ παραληρηματικού εσωτερικού μονολόγου και επίμονης εξαίτησης προσοχής·
γράφει ως επί το πλείστον με μια γραφή συχνά πυρετώδη, που προδίδει έναν
ψυχισμό διαρκώς κυμαινόμενο και στις τελευταίες επιστολές οριστικά
εξουθενωμένο. Μεταμορφώνεται συχνά σε πρωταγωνιστικό ήρωα επεισοδίων, τα οποία
διεκδικούν ειρωνικά την αξίωση της φιλαλήθειας, απολαμβάνοντας, στην
πραγματικότητα, στην αφηγηματική τους πραγμάτωση, τα προνόμια της μυθοπλαστικής
ελευθερίας· γι’ αυτό με τις άφθονες πληροφορίες για την εξωκειμενική
πραγματικότητα (κυρίως πληροφορίες για την καθημερινότητα και τις δυσκολίες
της) συνυπάρχει η ενδοκειμενική και εσωτερική πραγματικότητα, «η υπονόμευση του
πραγματικού, η γραφή».[10] Επεισόδια
ζωής, ονειροφαντασίες, ενύπνια, συνομιλίες, απρόσμενες συναντήσεις και
ασυνήθιστες συμπτώσεις συμπαρασύρουν τον αναγνώστη σε μια αιώρηση μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας, μια ειρωνική συνδήλωση που μεταμφιέζει την
αλήθεια ή που απλώς δεν διεκδικεί αξιώσεις αλήθειας, σε μια ζωή που είναι
«αλυσίδα από φαντασιώσεις» και σε ένα παρελθόν του οποίου οι αναμνήσεις είναι
περισσότερο «φαν-αναμνήσεις», δηλαδή «φανταστικές αναμνήσεις» και μάλιστα τόσο
ζωντανές, ώστε να καταλήγουν «κανονικές αναμνήσεις».[11] Έτσι,
οι επιστολιμαίες ιστορίες του Καχτίτση φαίνονται αποκυήματα μιας επινοητικής
φαντασίας και μιας δημιουργικής γραφής: για παράδειγμα, οι ευφάνταστες
επιστολές από το Λονδίνο του 1956 είναι στην πραγματικότητα σελίδες καθαρής
λογοτεχνίας, τόσο που ο Παυλόπουλος ζήτησε από τον Καχτίτση την άδειά του να
συρράψει τις λονδρέζικες επιστολές και να τις δημοσιεύσει «ως αυτοτελές
πεζογράφημα».
Αν θέλει, λοιπόν, κανείς να διατυπώσει
πληρέστερα την επιστολική λογοτεχνική
θεωρία του Καχτίτση, θα πρέπει να συνεξετάσει και εκείνο το μέρος της θεωρίας που
παρουσιάζεται έργω, μέσω των λογοτεχνικών ασκήσεων επί χάρτου που επιχειρούνται
σε πολλές από τις παραπάνω επιστολές. Σε αυτές ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα
να εκτιμήσει τη ροπή του συγγραφέα προς
το φανταστικό, το μυστηριώδες, το φασματικό, είτε πρόκειται για την
ομιχλώδη ατμόσφαιρα ονείρου που δημιουργεί πολύ συχνά, όταν βρίσκονται «όλα
κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν», είτε για τα αινιγματικά
πρόσωπα που περνούν σχεδόν αθέατα μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη είτε για
την εκκρεμότητα που μεταφράζεται σε αδυναμία του τελευταίου να
αποκρυπτογραφήσει τις λεπτομέρειες των διαμειβομένων και να διακρίνει την αλήθεια
από την απομίμησή της. Ταυτοχρόνως ή και συνακολούθως, ο αφηγητής και ήρωας
βασανίζεται στην εξπρεσιονιστική δυστοπία των εμφανώς επινοημένων και, κατά
κανόνα, ημιτελών επιστολικών του ιστοριών, οι οποίες βαρύνονται από γριφώδεις
λεπτομέρειες και αινιγματικές υπεκφυγές, πολιορκούμενος
από τα φαντάσματα που δημιούργησε ο
ίδιος. Με όλα αυτά αποδεικνύεται και εμπράκτως ο οριακός χαρακτήρας μιας
«συνορόπληκτης» γραφής, μιας γραφής των ορίων, ευθέως ανάλογης μιας ζωής που
βιώνεται ως μυθιστόρημα ή ενός μυθιστορήματος που εκλαμβάνεται ως αληθινή ζωή.
Αξιόπιστες
εξομολογήσεις;
Διαπιστώνεται πως η λογοτεχνική θεωρία που ο
συγγραφέας συνθέτει από επιστολή σε επιστολή βρίσκει εν πολλοίς τις εφαρμογές
της στις επιστολικές του ιστορίες. Έτσι, οι αφηγήσεις των επιστολών εμμένουν
πεισματικά στο ίδιο θέμα της ασφυκτικής πολιορκίας και της εύθραυστης
ισορροπίας μεταξύ της αλήθειας και του φάσματός της· οι υπαινιγμοί και οι
«κρυψώνες» των κειμένων πιστοποιούν την απέχθεια του συγγραφέα για τις
ευκολίες· επιπλέον, δικαιολογούν την αργή κυοφορία των έργων όπου η τελειομανία
του συντάκτη τους διατρέχει κάθε λέξη και οδηγεί σε τέτοια επεξεργασία του
ύφους, ώστε το τελευταίο να φτάνει στο ιδανικό του Καχτίτση, στο «μη ύφος» που
ο ίδιος θαύμαζε σε πολλά από τα «λυσσώδη διαβάσματά» του· βοηθούσης της
προφορικότητας που χαρακτηρίζει εν γένει τον επιστολικό λόγο, η γραφή του
Καχτίτση καταλήγει συχνά στο στυλιστικό του ιδανικό, στο «επιφανειακά
παραμελημένο και αφελές» ύφος που θα χαρακτηρίσει και τα καθαρά λογοτεχνικά του
έργα. Τέλος, «η ξενητειά και το ταξίδι» δείχνουν να του προσφέρουν τα
απαραίτητα εκείνα «ανακατώματα» που απαιτούνται για τη λογοτεχνική δημιουργία,
η οποία χρειάζεται, ωστόσο, την εμψύχωση που θα προσφέρουν τα ενθαρρυντικά
λόγια κάθε αξιόπιστης κριτικής πηγής, όπως είναι εν προκειμένω ο Γιώργης
Παυλόπουλος.
Έτσι, ο επιστολογράφος Καχτίτσης δε φαίνεται
να είναι ο φερόμενος ως «αναξιόπιστος εξομολογούμενος»,[12] εφόσον εφαρμόζει στο μεγαλύτερο μέρος της τη
λογοτεχνική του θεωρία που διατυπώνεται στις επιστολές του. Είναι αξιόπιστος
στις εξομολογήσεις του προς τον φίλο Παυλόπουλο, ακριβώς γιατί η αιώρηση μεταξύ
της αλήθειας και των ειδώλων της που αποτυπώνεται στο επιστολικό χαρτί είναι η
πιο αυθεντική πλευρά του Καχτίτση ανθρώπου και συγγραφέα. Αυτό, λοιπόν, που
μπορεί να εκλαμβάνεται ως αναξιοπιστία του λόγου του είναι τελικώς η πιο
αξιόπιστη απόδειξη της ειλικρινούς του «συνοροπληξίας», της μοναχικής του
αυτοεξορίας στο μεταίχμιο μεταξύ της αλήθειας και της επινόησής της, δηλαδή στο
ίδιο οριακό σημείο όπου τοποθετείται και ο λόγος των επιστολών προς τον Γιώργη
Παυλόπουλο. Μέσω της εμμονικής του αφοσίωσης στη γραφή, ο Καχτίτσης προσπαθεί εναγωνίως
να λύσει τον πολιορκητικό κλοιό του κόσμου, γνωρίζοντας οπωσδήποτε το αδύνατο
ενός τέτοιου εγχειρήματος. Γι’ αυτό και το ατελέσφορο της γραφής είναι ίσως το
κομβικό σημείο όλης της λογοτεχνικής θεωρίας και πράξης του συγγραφέα.
Η Κατερίνα Δ. Σχοινά είναι φιλόλογος
[1]
Αυτοχαρακτηρισμός του Καχτίτση (Νίκος Καχτίτσης, «Τρία γράμματα στον Ε. Χ.
Γονατά», πρόλογος, επιμέλεια Χρ. Αστερίου, Ν.
Εστία, τχ. 1755, σ. 541).
[2] Δ.Ν.
Μαρωνίτης, «Επαρχιακές επιλογές: οι άλλοι δρόμοι» στο Πίσω μπρος, στιγμή, Αθήνα 1986, σ. 256.
[3] Ν. Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου, στιγμή, Αθήνα
1985, σ. 22.
[4] Οι
λέξεις και φράσεις εντός εισαγωγικών προέρχονται από το επιστολικό σώμα των 135
επιστολών στο Τα γράμματα του Νίκου
Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), επιμ. Αυγή-Άννα Μάγγελ, Σοκόλης,
Αθήνα 2001. Για τη γραφή ως φάρμακον
στον Καχτίτση, βλ. το κείμενο της Σοφίας Βούλγαρη «Ο ναυαγός και η σανίδα» (the books’ journal, τχ. 24, σ. 72-75).
[5] Ν.
Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου,
ό.π., σ. 30.
[6]
Αυτά υποστηρίζει ο Καχτίτσης σε επιστολή του της
9/7/69 προς τον Γ. Δανιήλ (Ο
λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας Νίκος Καχτίτσης, Νεφέλη, Αθήνα 1981, σ. 134).
[7] Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 89.
[8] Αυτό
το σύμπλεγμα προκύπτει ειδικά από τη σύγκρισή του με τους κλασικούς (Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23).
[9] Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23.
[10] Π.
Μουλλάς, «Από το ‘Ημερολόγιο της αυτοβιογραφίας’», Εντευκτήριο, αφιέρωμα στον αυτοβιογραφικό λόγο, τχ. 28-29,
Φθινόπωρο-Χειμώνας 1994, σ. 96.
[11] Ο
Νίκος Καχτίτσης ομολογεί σε επιστολή του προς τον Νάνο Βαλαωρίτη ότι
διαμορφώνει και τέτοιου είδους φανταστικές αναμνήσεις ( «Γράμμα στον Νάνο
Βαλαωρίτη», 7/10/69, περ. η λέξη, τχ.
50, Δεκέμβρης ’85, σ. 984)
[12] Βλ.
τον τίτλο «Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος» που δίνει ο Γιάννης Δημητρακάκης στο
θαυμάσιο κείμενο που κοσμεί το επίμετρο της τελευταίας έκδοσης του Εξώστη (Κίχλη, Αθήνα 2012, σ.143).
Γιάννης
Σαββίδης - Λίνα Θεοδώρου, Επιχείρηση
Έριφλαπ,
aπό την ομαδική έκθεση επιτόπιων έργων Refuge Project
στο πολεμικό καταφύγιο του Αδάμαντα της Μήλου
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου