21/6/13

Σφάγιο της ιστορίας και των ανθρώπων

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, Δυο φορές αθώα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 225

Όσο και να λένε οι συγγραφείς, «τα πρόσωπα στο βιβλίο είναι φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα», μην τους πολυακούτε! Ποτέ τα μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν είναι απολύτως επινοημένα∙ πάντοτε, από καταβολής της λογοτεχνίας, είχαν και έχουν μια μικρή ή μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα που περιβάλλει τον συγγραφέα και που μέσα της εγκαταβαίνει για να την κάνει περισσότερο δική του. Σχετίζεται "νομοτελειακά" με τη ζωή του την ίδια ή, τουλάχιστον, με κάποια από τις πολλές όψεις του εαυτού του. Το τρίτο μυθιστόρημα της Έλενας Χουζούρη, έχει μια σειρά κοινών στοιχείων με τα προηγούμενά της, κάτι που σημαίνει ότι, πέρα από την προεργασία και τη μεθοδική έρευνα σε τόπους και πηγές, ανταποκρίνεται σε επιλογές ή σε ζητήσεις που δεν είναι ανεξάρτητες του ψυχισμού και της ταυτότητας της ίδιας της δημιουργού. Ένα από αυτά τα στοιχεία που δένουν το Δυο φορές αθώα με τον Σκοτεινό Βαρδάρη (2005) και την Πατρίδα από βαμβάκι (2009) είναι ασφαλώς ο χώρος των Βαλκανίων, η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη που εμφανίζονται αδιάλειπτα ως προσκήνια πολέμων και πολιτικών ρήξεων, μα και προσωπικών δραμάτων με πιο συνηθισμένο την αφόρητα τυραννική νοσταλγία για όσους αδυνατούν πλέον να επιστρέψουν στα πατρώα, λόγω των αλλαγών στον πολιτικό μεταπολεμικό χάρτη. Μια νοσταλγία όμως που, όπως θα δει ο αναγνώστης του μυθιστορήματος της Χουζούρη, είναι αλληλένδετη με την εξιδανικευμένη εικόνα (επομένως και την ψευδή συνείδηση) μιας πατρίδας πλέον ανύπαρκτης που έμεινε παραταύτα σαν ένας παραμυθένιος, άχρονος τόπος στη φαντασία των φυγάδων και των πολιτικών προσφύγων.
Το πιο ενδιαφέρον όμως κοινό στοιχείο, ως χαρακτηριστικό του ψυχολογικού βάθους των μυθιστορηματικών προσώπων, είναι η αδιάκοπη κίνησή τους στον χώρο και στον χρόνο. Οι γυναίκες και οι άντρες της Χουζούρη συνεχώς ταξιδεύουν, μετακινούνται, νοερά η πραγματικά, ακόμα και όταν έχουν ριζώσει κάπου μοιάζουν να είναι σε μετεωρισμό, σε μια προσωρινότητα. Από εκεί και οι πολλοί τους εαυτοί, οι διπλές τους ταυτότητες. Να θυμηθούμε ότι οι βαλκανικοί πόλεμοι του ’12 στον Σκοτεινό Βαρδάρη, αλλάζουν σύνορα στις χώρες, στα έθνη αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων, ενώνουν αλλά και διαιρούν, ο ελληνισμός από το Μελένικο ξεριζώνεται και καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη. Ανάλογα και στην Πατρίδα από βαμβάκι, το τέλος του Εμφυλίου βρίσκει τον γιατρό Στέργιο Χ., μετά από πολλές περιπλανήσεις να φτάνει στην Τασκένδη, τόπο αναγκαστικής υπερορίας για ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών προσφύγων που έζησαν πάνω από τριάντα χρόνια στην καρδιά της Ασίας. Το Δυο φορές αθώα είναι μια συνέχεια και μια άλλη εκδοχή της Πατρίδας από βαμβάκι. Συνέχεια, διότι η ζωή της Τασκένδης είναι λίγο ως πολύ η ίδια˙ άλλη εκδοχή, διότι το κεντρικό μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι εδώ η Βερόνικα Κ. που εκπροσωπεί τη δεύτερη γενιά αυτής της «απορριγμένης» μικρής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που γνωρίζουμε πια ότι φυτεύτηκε εκεί, στα ενδότερα της χώρας των Ουσμπέκων, με απόφαση του ίδιου του Στάλιν, καθώς δυσφορούσε με την εξέλιξη και την έκβαση του Εμφυλίου, όπως και με την ηγεσία του Νίκου Ζαχαριάδη.
Γεννημένη λοιπόν στην Τασκένδη, η Βερόνικα είναι σήμερα-στον παροντικό χρόνο του μυθιστορήματος δηλαδή-πενήντα οκτώ ετών. Ήρθε στην Ελλάδα στα τριάντα έξη της, το σημαδιακό 1989, αφού προηγήθηκε η επιστροφή του πατέρα και της δεύτερης γυναίκας του, και, κατά ευεξήγητο τρόπο, η διάλυση της άλλοτε κραταιάς μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας. Αυτή η απορρύθμιση, η αποδόμηση που, όχι τυχαία, έγινε κεντρικό στρατηγικό πλάνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιούργησε κεντρόφυγες τάσεις, τόσο στους λαούς, στις χώρες και στα εθνοτικά σώματα, όσο και στους κατά μόνας ανθρώπους. Έτσι, η προϊούσα επικράτηση του ανεξέλεγκτου οικονομικού και κοινωνικού χάους επιδρά διαλυτικά και στην ήδη παραπαίουσα ψυχοσύνθεση της Βερόνικα, εντείνοντας την εσωστρέφεια και τα φοβικά της σύνδρομα. Τραυματισμένη από την πρώιμη απώλεια της μητέρας της, την οποία στην αρχή νόμιζε νεκρή, αλλά, προϊόντος του χρόνου, από διάφορες ενδείξεις, καταλαβαίνει ότι έφυγε, αλλάζοντας ζωή. Υποταγμένη, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στη δεσποτεία του αυστηρού πατέρα της, παλιού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, γερνάει μαζί του σε μια Αθήνα που γλιστράει όλο και πιο πολύ στην καταναλωτική οίηση, για να πέσει έπειτα απότομα στην οικονομική κρίση. Αν και κάποια στιγμή έφυγε η Βερόνικα από την Τασκένδη, σπουδάζοντας στη Μόσχα, αν και είχε εκεί έναν κάπως ακαθόριστο και χωρίς πάθος ερωτικό δεσμό με τον Ιόσιφ, τον εβραϊκής καταγωγής συμφοιτητή της στο Πολυτεχνείο, ουδέποτε υπήρξε καθαυτό ανεξάρτητη. Ποτέ δεν τόλμησε να έρθει σε αποφασιστική ρήξη με τον πατρικό αυταρχισμό, και στην ουσία όλη η ως τώρα ζωή της θα έλεγε κανείς πως είναι μια παράταση της άτολμης εφηβείας της. Γύρω της όλα αλλάζουν, τείχη μετατοπίζονται ή γκρεμίζονται, ήθη αμφισβητούνται, οι νεανικές της παρέες σκορπίζουν σε έναν κόσμο ολοένα και πιο ρευστό, όμως εκείνη, όπως λέει προς το τέλος του βιβλίου, σε μια αναδρομή της ζωής της, βλέπει τα πάντα με το βλέμμα των άλλων.
«Τι είναι για σας πατρίδα;» τη ρωτάει μια νεαρή δημοσιογράφος που κάνει ένα ρεπορτάζ για τους πολιτικούς πρόσφυγες της δεύτερης γενιάς. «Αυτή του πατέρα μου», απαντάει χωρίς να το καλοσκεφθεί, ομολογώντας έμμεσα ότι αυτό που υπήρξε για τον πατέρα της η νοσταλγία του γενέθλιου τόπου, δηλαδή η νοσταλγία για έναν κόσμο που χάθηκε μαζί με την υπερορία του 1949, δεν υπήρξε ποτέ δική της νοσταλγία, επιλογή ή μνήμη. Απαντώντας στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου, αισθάνεται να αναπτύσσονται μέσα της αντίπαλες δυνάμεις, αντιρρητικές φωνές που την μπερδεύουν, τη διεκδικούν και τη μοιράζονται, ενώ εκείνη, όπως λέει ο αθέατος αφηγητής της Χουζούρη, «αδυνατεί να ν’ αντισταθεί στη μνήμη, αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με το χρόνο, τη γυρίζει, τη στριφογυρίζει και όλα μοιάζουν ανάκατα, φύρδην μίγδην που λέμε, κουρελάκια που πάνε από ’δω και από ‘κει με το πρώτο αεράκι και εκείνη αρπάζει πότε το ένα, πότε το άλλο, προσπαθεί να τα ενώσει, να δώσει μια ενότητα στη ζωή της, να κολλήσει όλα αυτά τα κομμάτια που κάποια στιγμή, μια πολύ παλιά στιγμή, διαλύθηκαν κι εξαφανίστηκαν». Όπως είναι αναμενόμενο, σύμφωνα με τη λογική της μυθοπλασίας στο Δυο φορές αθώα, όλο αυτό το κουβάρι των ενοχών, των συμπλεγμάτων, των διά βίου δισταγμών, λύνεται με τον θάνατο του Αναστάση Κ., του πατέρα της Βερόνικα. Όχι τυχαία, τα τελευταία λόγια του πριν πεθάνει είναι η φράση που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα, ότι η κόρη του είναι «δυο φορές αθώα», με την έννοια ότι υπήρξε ένα σφάγιο όχι μόνο στα χέρια της ιστορίας αλλά και στα δικά του. Την ίδια εκείνη μέρα της κηδείας όλα τα ερωτήματα που ήταν αναπάντητα στη ζωή της Βερόνικα βρίσκουν τη λύση τους : ιδίως, η φυγή της μητέρας της και η παράδοξη σιωπή του Ιόσιφ, όταν εκείνος εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση.
Ξαφνικά, η μεσόκοπη πλέον γυναίκα αισθάνεται ελεύθερη, σαν να πήρε τέλος η μαθητεία στη ζωή που της επιβλήθηκε και τώρα είναι έτοιμη να δοκιμάσει να επιβιώσει με τις δικές της δυνάμεις. Η μόνη πατρίδα της, κατά κάποιο τρόπο, είναι ο ως τώρα εγκλωβισμένος της εαυτός, το σώμα της που έμεινε να πενθεί και που πλήρωσε χωρίς να φταίει τις ήττες και τις τραγωδίες των άλλων. Περισσότερο από τα δυο προηγούμενα μυθιστορήματά της, σ’ αυτό εδώ η Έλενα Χουζούρη, έχοντας διαλέξει ως βασικό πρόσωπο μια γυναίκα η οποία ζει μέσα της, στη φαντασία της, στις αναμνήσεις της, δημιούργησε μια παλινδρομική αφήγηση που κινείται στο μεγαλύτερο μέρος της με συνεχείς συνειρμούς, με μνημονικές αναδρομές, με άλματα στον χρόνο, με εγκιβωτισμένα επεισόδια που φτιάχνουν, σε συνάφεια με την εσωτερική ζωή της Βερόνικας, τον κυλιόμενο τάπητα της ιστορίας των ελλήνων στα πενήντα τελευταία χρόνια. Αν και σε κάποια σημεία της μυθοπλασίας, όπως στην απραγματοποίητη τελικά συνάντησή της με τον Ιόσιφ, στην Αθήνα, η εξέλιξη μοιάζει προβλεπόμενη, το βιβλίο αποδίδει αρκετά καλά ένα κρίσιμο ζήτημα που παραμένει πάντοτε ανοιχτό εδώ και πολλές δεκαετίες στην ελλαδική κοινωνία-ίσως γιατί η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως «αφηγηματικό καταγραφέα» το βλέμμα μιας γυναίκας που ανήκει και δεν ανήκει σ’ αυτό τον τόπο. Ο αναγνώστης αναρωτιέται κλείνοντας το βιβλίο αν η Ελλάδα που άφησε πίσω του ο πατέρας της Βερόνικας έπαψε όντως να υπάρχει ή μήπως, με τις μεταμφιέσεις της, εξακολουθεί να είναι η ίδια με εκείνη του ’30 ή του ’70. Μήπως με άλλα λόγια τα ιδεολογήματα, οι ιδεοληψίες και οι παραταξιακοί μύθοι, προπολεμικοί και μεταπολεμικοί, περιμένουν κάθε φορά μια άλλη ευκαιρία για να αναζωπυρωθούν. Από την πλευρά αυτή, θα έλεγα ότι πετώντας η Βερόνικα από το παράθυρο το κλειδί του γραφείου του πατέρα της, όπου είναι φυλαγμένα τόσα μυστικά και ντοκουμέντα, φαίνεται διατεθειμένη να απελευθερωθεί πολύ περισσότερο από όσο θέλουμε εμείς οι περισσότεροι.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: