Οι προσβλητικές (για όλους μας) σιωπές
του
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
Πέντε μέρες αφού άρχισαν τα γεγονότα στην Πόλη και η αστυνομία
είχε εξαντλήσει την βαναυσότητά της χωρίς να καταφέρει να κάμψει τον κόσμο, ο
μοναδικός τούρκος νομπελίστας εδέησε να μιλήσει. Πέντε μέρες μετά. Όταν πια
είχε γίνει σαφές ότι το πείσμα των πολιτών, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις
της Τουρκίας, είχε κερδίσει την πρώτη μάχη. Πέντε μέρες μετά, θα περίμενε
κανείς ότι η δήλωσή του δεν θα ήταν κάτι βιαστικό, θα είχε ο άνθρωπος τον χρόνο
να σκεφτεί και να αποφασίσει, όχι μόνο για το τι θα πει αλλά και για το τι δεν
θα πει.
Η δήλωση του Παμούκ αρχίζει με μια
προσωπική του ιστορία, που ο ίδιος θεωρεί ως απαραίτητη για να καταλάβουμε πώς
άρχισαν τα γεγονότα και πώς “οι γενναίοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα πνιγηρά
δηλητηριώδη δακρυγόνα.” Μας μιλάει, λοιπόν, για το βιβλίο που γράφει με
αναμνήσεις από την Πόλη, για την καστανιά που ευτυχώς υπάρχει ακόμη έξω από το
σπίτι που μεγάλωσε, αφού, όταν ήταν μικρός, ο δήμαρχος ήθελε να την κόψει αλλά
την προστάτεψε η οικογένεια του Παμούκ. Μας μιλάει για το Ταξίμ που είναι σαν
την καστανιά, που είχε παλιά έναν στρατώνα και αργότερα ήταν το κέντρο
συναυλιών και συνεστιάσεων∙ είχε, επίσης, ένα μίνι-γήπεδο ποδοσφαίρου και μία
γκαλερί. Μας θυμίζει ότι εκεί γίνονταν τη δεκαετία του 1970 διαδηλώσεις, πως το
1977 σκοτώθηκαν 42 άτομα και πως ο ίδιος παρακολουθούσε με “περιέργεια
διαδηλώσεις από αριστερά, δεξιά, εθνικιστικά, συντηρητικά, σοσιαλιστικά,
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όλων των ειδών.” Ευτυχώς η περιέργεια μάλλον σε καλό
του βγήκε, μιας και τον έκανε έναν αντικειμενικό παρατηρητή των πραγμάτων που
συμβαίνουν γύρω του, και όχι έναν εμπαθή τύπο που πιστεύει σε αρχές και μάχεται
για αυτές.
Για να μην θεωρηθεί ότι αλλοιώνεται το νόημα όσων γράφει στη
συνέχεια, παραθέτω το υπόλοιπο της δήλωσής του:
«Όπως γνωρίζετε όλοι έχει προγραμματιστεί, στον μόνο χώρο
πρασίνου στο κέντρο, να ανεγερθεί ένα συνηθισμένο εμπορικό κέντρο. Εκατομμύρια
άνθρωποι θυμούνται το πάρκο. Θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τομέα αυτό και
κοπή δέντρων. Όλες αυτές οι αλλαγές γίνονται χωρίς να ερωτηθούν οι κάτοικοι της
Ισταμπούλ, κι αυτό είναι τεράστιο λάθος. Αυτή η απερίσκεπτη πολιτική οφείλεται
στον αυταρχικό και καταπιεστικό χαρακτήρα της διακυβέρνησης Ερντογάν. Το να
βλέπω τους ανθρώπους να μην παραιτούνται εύκολα από τις αναμνήσεις τους αλλά
και από το δικαίωμά τους να προβαίνουν σε εκδηλώσεις πολιτικής διαμαρτυρίας μου
δίνει ελπίδα.»
Όλη η ιστορία, λοιπόν,
οφείλεται στο ότι δεν ρωτήθηκαν οι κάτοικοι για το κόψιμο των δένδρων. Τα
παιδιά του δημοτικού, πέντε μέρες μετά την έναρξη των διαδηλώσεων, θα έγραφαν
κάτι πιο ουσιώδες. Τόσες εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στις άλλες πόλεις και
σε κυριολεκτικά χιλιάδες συνοικίες, για τα δένδρα του Ταξίμ πνίγονται στα
δακρυγόνα και τραυματίζονται χωρίς έλεος από τους εκτοξευτήρες νερού; Μα
ακριβώς το ίδιο λέει και ο Ερντογάν. “Λίγα
δέντρα κόπηκαν, αλλά φυτεύτηκαν σε όλην την Τουρκία 2.5 δισεκατομμύρια ρίζες,
ποιος είναι ο πιο μεγάλος λάτρης του πρασίνου αυτοί ή εγώ;”, ρωτάει το
πλήθος σε κάθε του ομιλία ο πρωθυπουργός. Μήπως θα έπρεπε να το σκεφτεί ξανά ο
Παμούκ και να μην κατηγορεί για απερισκεψία τον Ερντογάν; Υπουργοί, ο πρόεδρος
της Δημοκρατίας και διάφοροι άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες που ζητάνε συγγνώμη
από τους διαδηλωτές για τον τρόπο που έδρασε η αστυνομία, έναν και μόνο στόχο
έχουν: να μην ξεφύγει η δημόσια συζήτηση από τα δέντρα. Αυτό δεν μας λέει και ο
Παμούκ;
Από το σύνολο της δήλωσης
του Παμούκ απουσιάζει η λέξη αστυνομία. Τα πνιγηρά αέρια που αναφέρει η δήλωσή
του, οι τραυματισμοί που δεν αναφέρει, οι εγκληματικοί εκτοξευτήρες νερού που,
επίσης, δεν αναφέρει δεν τον προβλημάτισαν; Μάλλον όχι, μιας και για τους
καθεστωτικούς η αστυνομία είναι το κράτος, και το κράτος είναι κάτι ιερό.
Παλαιότερα, στις μέρες της απόλυτης κεμαλικής ηγεμονίας, έβλεπε κανείς παντού
πινακίδες που έγραφαν “είμαστε ταγμένοι στον θεό και στο κράτος.” Αυτός ήταν
ένας από τους πολλούς τρόπους που χρησιμοποιούσαν οι κεμαλιστές, για να
εμπεδώσουν την σχεδόν μεταφυσική ισχύ τού κράτους. Δεν είχες το δικαίωμα να
βρεις τίποτα μεμπτό στον στρατιωτικό, στον αστυνόμο, στον χωροφύλακα. Και,
κυρίως, δεν είχες το δικαίωμα να βρεις ποτέ λάθη στη συμπεριφορά του κράτους.
Με αυτά μεγάλωσε ο Παμούκ, σε αυτά πιστεύει.
Γιατί, όμως,
ασχολούμαστε με τον Παμούκ; Για έναν και σημαντικό λόγο: τους ανθρώπους σαν τον
νομπελίστα Παμούκ τους χρεωνόμαστε όλες και όλοι∙ αποτελούν, στη συνείδηση ενός
τεράστιου κομματιού της κοινωνίας, τη δημόσια εικόνα και έκφραση όσων διαβάζουν
λογοτεχνία και σέβονται τον πολιτισμό. Οι όποιες σιωπές και ξεσπάσματα των
λογής “Παμούκ”, είναι στη συνείδηση του κόσμου και δικές μας σιωπές και
ξεσπάσματα.
Αναρωτιέται κανείς τι
είχε να φοβηθεί ο αυτοεξόριστος Παμούκ και δεν έγραψε κάτι με ραχοκοκαλιά, κάτι
με κάποια σοβαρή ανάλυση των γεγονότων, κάτι αιχμηρό, και ας διαφωνούσε κανείς
μαζί του. Το χλιαρό και άνευρο κείμενό του είναι που εξοργίζει. Γιατί, όμως, το
έκανε; Είναι δυνατόν να μην μπορεί να καταλάβει έστω και ορισμένες επιφανειακές
πτυχές των γεγονότων;
Μήπως δεν ήθελε να τις καταλάβει; Μήπως εκπροσωπεί, και αυτός,
εκείνον τον τύπο που συναντάμε όλο και πιο συχνά; Τον καθεστωτικό διανοούμενο;
Αυτόν που φαίνεται ολίγον θυμωμένος, ολίγον οργισμένος, ο οποίος αντί να
μιλήσει για κάτι συγκεκριμένο, με έναν τρόπο που να μην θίγει την αξιοπρέπεια
του αναγνώστη, προσπαθεί πάντοτε να “πρωτοτυπήσει” με ιστοριούλες, «αισθητικές»
αναλύσεις, «ευαισθησίες» και άλλα πολλά; Αντί να πει αυτό που ο κόσμος όλος
βλέπει, συγκροτεί έναν δήθεν περίτεχνο λόγο, που θεωρείται ότι τα λέει όλα
χωρίς να λέει τίποτα.
Αυτά κάνει ο Παμούκ και ευτυχώς δεν μας αφορούν.
Εμείς εδώ δεν είμαστε σαν τους Τούρκους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου