O ασκητής περιδιάβαινε την Εγνατία. Έβλεπε χιλιάδες
κόσμο, ένα πολύχρωμο πλήθος έτοιμο για τη μεγάλη διαδήλωση. Άκουγε κουβέντες
για τον δραπέτη πρωθυπουργό και τις ειδήσεις για την έκτακτη δημοκρατία. Μα ο κόσμος
της διαδήλωσης όλο και αύξαινε, κι κείνος έβλεπε πρόσωπα που συνταίριαζαν την
οργή με τη χαρά. Έσφιξε στο χέρι του το κομποσχίνι και προχώρησε μέσα στο
πλήθος, προσπαθώντας να καταλάβει, να νοιώσει αυτό το μεγάλο ποτάμι. Τα κόκκινα
πανώ είχαν υψωθεί, τα πανώ που έκαναν λόγο για λευτεριά και αξιοπρέπεια.
Μέσα σε τούτο το πλήθος, κοντά στην Παναγιά των
Χαλκέων, είδε μια γνώριμη φιγούρα. Η αγαπημένη του φίλη ήταν εκεί και του
έγνεφε. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κείνη του είπε: πάλι θα φύγεις... Μέρες περίεργες
ήταν τούτες οι μέρες του Σεπτέμβρη. Πέρα η θάλασσα λες και αγκάλιαζε το πλήθος.
Ο ασκητής χάιδεψε τα μαλλιά τής φίλης του και της είπε βουρκωμένος: ακόμα και
να φύγω, θα είμαι εδώ. Το πλήθος τούς παρέσερνε σ' έναν χορό διαφορετικό.
Έσφιξαν τα χέρια για να μην χαθούν και ο ασκητής είδε τους μπάτσους έτοιμους
για όλα... Καμιά λύπη, καμία προσευχή γι' αυτόν που δεν καταλαβαίνει, ψιθύρισε.
Βασιλική Τζούτη- Χωρίς τίτλο |
Ήταν ακόμη κάτω στην Εγνατία και η κορυφή της
πορείας είχε φτάσει στο Υπουργείο. Ποτέ άλλοτες δεν θυμόταν, από κείνα τα
χρόνια τα παλιά, τέτοιο σύναγμα ανθρώπων στην πόλη. Σαν να ήταν μια συντακτική
συνέλευση του λαού και όχι κάποιων εκπροσώπων. Η φίλη του, λες και κατάλαβε τις
σκέψεις του, πάντα είχε τον τρόπο να καταλαβαίνει, είπε πως θα ‘ρθουν κι άλλες
μεγαλύτερες συντακτικές συνελεύσεις. Σαν να ένοιωσε να υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο
μπλοκ σε τούτη την πορεία, εκείνο των ανθρώπων που αυτοκτόνησαν εξαιτίας των
άθλιων πολιτικών των μνημονίων, αλλά και των καπνεργατών του ’36. Σαν να είδε
ακόμη και τον Μπεναρόγια να κόβει βόλτες σε τούτη την πορεία και να κρατά από
το χέρι τους συντρόφους της Fenderation, αλλά και τον Λαμπράκη και τον Τσαρουχά
να κατεβαίνουν ευθυτενείς να πάρουν τη θέση τους. Είδε και τον παλιό του
αγαπημένο, τον ωραίο Σαλονικιό που χρόνους πριν είχε "φύγει", τον
Κωστή Μοσκώφ, και σαν να τον άκουσε να μιλά για το επαναστημένο σώμα που είναι
ο λαός, και για τον άλλο, τον Μετανάστη, τον άλλο που γίνεται ο δικός σου.
Μπροστά του περνούσε το μπλοκ των Αφρικανών γυναικών.
Δεν μπορώ να φύγω ποτέ από σένα, το ξέρεις, είπε
στην αγαπημένη του φίλη. Εκείνη χαμογέλασε και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο
στην κίνηση του πλήθους. Τράβηξαν κατά την Ροτόντα και είδαν και ‘κει μέγα
πλήθος εργάτες και φοιτητές, κατά πως θέλει η μυθολογία των αγώνων. Αλλά τούτη
την φορά η μυθολογία γινόταν σαρκωμένη ιστορία. Ακόμα κι ο κόσμος στα μπαλκόνια
έμοιαζε λες και ήταν προέκταση του κόσμου στο δρόμο, σαν ένα μεγάλο αμφιθέατρο
έμοιαζε η Εγνατία. Σκεφτόταν πόσα χρόνια είχε να νοιώσει αυτό το πετάρισμα στην
ψυχή. Πόσο καιρό είχε να νοιώσει αυτήν τη χαρμολύπη την αναστάσιμη. Μπροστά
τους νέα παιδιά έπαιζαν μουσική και χόρευαν. Δεν είναι διαδήλωση, του είπε η
αγαπημένη του φίλη. Ξανασμίξιμο όλων με όλους είναι. Όντως έτσι ήταν. Σαν
χιλιάδες άνθρωποι να είχαν βγει από έναν απόμακρο ύπνο και ξαναβρέθηκαν στους
γνώριμους δρόμους της πόλης. Μπροστά στο Βελλίδειο, η ειρωνεία σάρωνε. Για τον
απόντα πρωθυπουργό, για τον άνθρωπο που νόμισε ότι θα γινόταν βασιλιάς.
Σαν φρικτός αχός ακούγονταν πέρα και πάνω από την
πορεία τα μαύρα σκυλιά που αλυχτούσαν και διψούσαν για αίμα. Αλλά αυτές οι
χιλιάδες του κόσμου έκαναν γύρω από τους μετανάστες ασπίδα. Γεννιούνται τα
όμορφα και πρέπει να τα προστατέψουμε, είπε ο ασκητής. Η αγαπημένη του φίλη τον
παρέσυρε σ' ένα παλιό καφέ, το De Facto. Ήταν καιρός να ξαποστάσουν, να
ξανακοιταχτούν στα μάτια, γιατί πάντα έτσι ήταν, δεν μιλούσαν πολύ αλλά πολλές
φορές αρκούσε να κοιταχτούν και τότε πάντα καταλάβαιναν. Είχαν πάρει μέσα τους
την εικόνα της πόλης, τους ανθρώπους, και τώρα μιλούσαν για τον θαυμαστό Ιούνιο
που γέννησε πράγματα. Κάπου στο βάθος από ένα γραμμόφωνο ακουγόταν το τραγούδι
"Πόσο πολύ σ' αγάπησα ποτέ δεν θα το μάθεις". Η φίλη έγειρε στον ώμο
του και χάζευε τα φώτα της πόλης. Η Σαλονίκη δεν κοιμόταν σήμερα, ποιητή.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου