ΤΗΣ
ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
Τα ταξιδιωτικά βιβλία του
Λόρενς Ντάρελ αφηγούνται ένα ταξίδι εν
εξελίξει σε εκείνα τα μέρη της Μεσογείου όπου o συγγραφέας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής
του. Έργα όπως Η Σπηλιά του Πρόσπερου, Η
Θαλάσσια Αφροδίτη, και Τα Πικρολέμονα της Κύπρου,
καταγράφουν τις εμπειρίες του στους κυριότερους σταθμούς αυτού του ταξιδιού,
που ξεκινά στην Κέρκυρα το 1935, συνεχίζεται στη Ρόδο το 1945, και καταλήγει
στην Κύπρο το 1953. Αν και ο Ντάρελ
είναι ευρέως γνωστός για Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, η «νησιωτική
τριλογία» υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία,
καθώς ήρθε να προστεθεί στη μακρά παράδοση έργων περιηγητών-συγγραφέων που εξερεύνησαν
τον ελληνικό χώρο και εμπνεύστηκαν από αυτόν.
Τα γραπτά
του Ντάρελ ανήκουν στην ταξιδιωτική κουλτούρα του 20ου αιώνα· δεν αποτελούν
προϊόν αναγκαστικής μετακίνησης ή ξεριζωμού, εμπειρίες που συνήθως συνυπάρχουν
με τη νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα· είναι προϊόν εκούσιας περιπλάνησης,
κατά την οποία το ταξίδι αναδεικνύεται ως τρόπος ζωής και
υπαρξιακής/συγγραφικής αναζήτησης. To 1935 ο Ντάρελ μετακομίζει οικογενειακώς στην Κέρκυρα, με
σκοπό να κάνει μια καινούρια αρχή και να αποδράσει από τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα
της Αγγλίας, από τον «αγγλικό θάνατο», όπως έλεγε ο ίδιος. Εντέλει όμως τα έργα
του αφηγούνται μια τρικυμιώδη πορεία, καθώς ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, και
τα επακόλουθα τραυματικά γεγονότα της Κύπρου, εμπλέκονται με τις προσωπικές
αναζητήσεις του στον ελληνικό χώρο.
Γεννημένος
το 1912, από οικογένεια βρετανών αποίκων στην Ινδία, δεν υπήρξε κοινός
περιηγητής ή τυχάρπαστος τουρίστας· αντίθετα, αφιέρωσε τη ζωή του στη συνεχή
αναζήτηση του ιδανικού τόπου (genius loci) που θα του πρόσφερε την αίσθηση του «ανήκειν». Ενώ
οικονομικοί και επαγγελματικοί παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις
μετακινήσεις του, όπως ομολoγεί ο ίδιος: «Η δική μου δυστυχία οφείλεται στο γεγονός
ότι είμαι ξεριζωμένος. Δεν έχω κάποιον αληθινό τόπο. Η προσπάθεια μου να κρίνω τόπους
μοιάζει με τα πουλιά που προσπαθούν να χτίσουν κάποιου είδους φωλιά για να
έχουν ένα σπίτι».[1]
Στο Η Σπηλιά του Πρόσπερου (1945), δηλώνει
ότι ο ίδιος και η γυναίκα του Νάνσυ είχαν προσαρμοστεί τόσο πολύ στη ζωή της
Κέρκυρας, που ήταν σαν να «προδόθηκε η καταγωγή» [2]
τους για έναν τόπο ο οποίος είχε γίνει «το σπιτικό μας... Ένας ολόκληρος
κόσμος» (ΣΠ 18). Σε ομιλία του αναφέρει ότι επέλεξε να ζήσει «σε ένα μικρό
χωριό τη ζωή του ψαρά» υπό συνθήκες «απόλυτου πρωτογονισμού»[3]·
η εγκατάλειψη κάθε πολυτέλειας τού έδινε την αίσθηση προσωπικής αναγέννησης και
επιστροφής σε αυθεντικές μορφές ανθρώπινης ύπαρξης: «Σε άλλες χώρες μπορεί ν’ ανακαλύψεις
τοπία, παραδόσεις και έθιμα· η Ελλάδα έχει κάτι σκληρότερο να σου προσφέρει - την
ανακάλυψη του εαυτού σου» (ΣΠ 16).
Με το
ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αναγκάζεται να διαφύγει στην Αίγυπτο
μέσω Κρήτης. Εκεί εργάζεται στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια ως εκπρόσωπος τύπου
της βρετανικής κυβέρνησης, αλλά βιώνει την «απώλεια της Ελλάδας» ως «ακρωτηριασμό»
(ΣΠ 210) και τη νέα του κατοικία ως «εξορία» από την Ελλάδα.[4]
Τον Μάιο του 1945, μετά την νίκη των Συμμάχων, καταφέρνει να πάρει μετάθεση στη
Ρόδο. Στο βιβλίο του για το νησί (Θαλάσσια
Αφροδίτη, 1953), ο ενθουσιασμός της επιστροφής τον οδηγεί στη «νησομανία»,
μια «απερίγραπτη μέθη» που χαρακτηρίζει όσους «βρίσκουν τα νησιά ακαταμάχητα» (ΘΑ
3). Ωστόσο, η δύσκολη πολιτική κατάσταση στο νησί δεν αργεί να επισκιάσει την
ειδυλλιακή του διαμονή. Στην αλληλογραφία εκείνης της περιόδου εμφανίζεται
καθαρά ενοχλημένος από την παρουσία των αγγλικού στρατού, που έχει «μαζευτεί
και εξουσιάζει αθώους και ειρηνικούς ανθρώπους», ενώ αγανακτισμένος δηλώνει ότι
η εμπειρία αυτής της διοίκησης «έχει σίγουρα δώσει τέλος μια για πάντα στη
σχέση μου με τους Βρετανούς».[5]
Το 1947
μετατίθεται στην Αργεντινή ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου, και στη
συνέχεια στη Γιουγκοσλαβία ως ακόλουθος τύπου της βρετανικής πρεσβείας στο
Βελιγράδι. Περιγράφει την ατμόσφαιρα εκεί με τα μελανότερα χρώματα, και
σημειώνει στην αλληλογραφία του: «Δεν ξέρω γιατί είμαστε δυσαρεστημένοι με τις
περισσότερες χώρες στις οποίες μας στέλνουν - ποτέ δεν είμαστε χαρούμενοι
μακριά από την Ελλάδα»[6]. Αποφασίζει να επιστρέψει και μετακομίζει στην Κύπρο το
1952, όπου διδάσκει ως καθηγητής αγγλικών σε τοπικό σχολείο.
Η
κατάσταση στην Κύπρο όμως αποτελεί εμπόδιο για την αναβίωση του περασμένου,
ξέγνοιαστου τρόπου ζωής. Ύστερα από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου,
και παρά την αισιοδοξία που δημιούργησε η νίκη των συμμάχων, το όνειρο για
ένωση με την Ελλάδα παραμένει απραγματοποίητο, δημιουργώντας έντονη απογοήτευση
στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό και προκαλώντας πολιτική αναταραχή στο νησί. Η
βρετανική κυβέρνηση κρατά την Κύπρο υπό την κατοχή της και η τεταμένη
ατμόσφαιρα οδηγεί τελικά σε ένοπλο αγώνα (1953-56) με στόχο την απαλλαγή του
νησιού από την αποικιακή κυριαρχία.
Ο
Ντάρελ γίνεται μάρτυρας της εξέγερσης. Η κατάσταση στο νησί θα καταστρέψει την
ειδυλλιακή εικόνα της νησιωτικής Ελλάδας που καταγράφεται στα πρώτα βιβλία του.
Στο τελευταίο βιβλίο της τριλογίας, Τα
Πικρολέμονα της Κύπρου, η ιδεατή Ελλάδα του συγγραφέα καταρρέει. Μέσα από τη θεωρία του για το «πνεύμα του
τόπου» επιχειρεί να αποδείξει ότι η Κύπρος δεν ανήκει στην «αυθεντική» Ελλάδα·
συχνά μάλιστα επικεντρώνεται στις σημαντικές διαφορές τονίζοντας την κυπριακή
«παρέκκλιση»: «Μπορούσε κανείς να ιδεί κάτι που ξεχώριζε την Κύπρο από την
υπόλοιπη Μεσόγειο... Το μάτι συναντούσε παντού ανησυχητικές ανωμαλίες... Ωστόσο
παράπλευρα σ’αυτόν τον τραχύ και άχαρον κόσμο, τα αληθινά μεσογειακά ήθη
αργοσέρνονταν- αλλ’ οι δύο όψεις ζωής έμοιαζαν ολότελα διαφορετικές και
χωρισμένες η μία απ’ την άλλη».[7]
Περιγράφει
το νησί σαν ευρωπαϊκό κακέκτυπο και τους κατοίκους σαν άβουλους μιμητές των
Βρετανών, συμπεριφορά η οποία συνδέεται με παρωχημένο επαρχιωτισμό και παρηκμασμένη
ταυτότητα: «Αλλοίμονον! οι Κύπριοι δεν έβλεπαν πόσο αστείοι ήσαν. Ήσαν απλώς τρομοκρατημένοι
από την ηλικία τους και το ξεθυμασμένο ραφινάρισμα που προσωποποιούσαν» (Π 39).
Η Κύπρος στα Πικρολέμονα εμφανίζεται
διχασμένη και αποπροσανατολισμένη, ενώ ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στη σύγχρονη
πραγματικότητα και την εντόπια παράδοση, θεωρείται ως αδυναμία συμμετοχής στον
ελληνικό κόσμο. Όπως υπογραμμίζει ο Michael Given,
«πουθενά στα Πικρολέμονα δεν
επιτρέπεται στην Κύπρο η συμμετοχή στον ελληνικό ή κλασικό πολιτισμό».[8] Εκτός από την απουσία «ελληνικού πνέυματος» (Π 23), η
ληθαργική ατμόσφαιρα της Κυρήνειας, υποστηρίζει ο Ντάρελ, κάνει την πόλη «περισσότερο
Ανατολή απ’ όσο μπορούσε να υπαινιχθεί το τοπίο της» (Π 34). Ακόμη και η
ρομαντική θεώρηση του νησιού ως εθισμού ακυρώνεται από την περιγραφή της Κύπρου
ως «ένα παράρτημα της ασιατικής ηπείρου που κάποτε είχε αποκοπεί και αφέθηκε να
αρμενίζει» (Π 3).
Οι βίαιες συγκρούσεις του κυπριακού αγώνα
καταργούν την «μυθο-ποιητική εικόνα» του βρετανού φιλέλληνα, η οποία, παρατηρεί
πικραμένος ο Ντάρελ στα Πικρολέμονα,
«γκρεμίστηκε και έγινε χίλια κομμάτια, και δεν επρόκειτο ποτέ πια ν’ ανασυγκολληθεί» (Π 283). Ο ίδιος κάνει μια ύστατη προσπάθεια επίκλησης
στο ιδεώδες, με αφορμή την επίσκεψή του στις βρετανικές φυλακές, όπου
κρατούνται κύπριοι αγωνιστές, καθώς επίσης και με αφορμή την απάντησή του στις
κατηγορίες του αθηναϊκού ραδιοφώνου περί άθλιων συνθηκών κράτησης: «Αυτό πια
πήγαινε πολύ∙ δοκίμαζα τον πειρασμό να υποβάλω στο Ελληνικό Υπουργείο
Πληροφοριών ορισμένα καίρια ερωτήματα για τις γενικές συνθήκες καθαριότητος και
υγιεινής στην Ελλάδα -που θα έπρεπε να τις γνωρίσει κανείς για να τις πιστέψει-
αλλά τον λυπήθηκα. Ο φιλελληνισμός δεν πεθαίνει εύκολα» (Π 231).
Η Φωτεινή Δημηρούλη εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο
της Οξφόρδης με θέμα: Ο Καβάφης ως Ήρωας. Λογοτεχνικές Οικειοποιήσεις και Πολιτισμικές Προβολές του Ποιητή στους Forster, Durrell, Merrill και Doty
Την επόμενη Κυριακή
Ο κατά συνθήκην
φιλελληνισμός του Λόρενς Ντάρελ, η αποικιακή του ιδεολογία, και ο κρίσιμος ρόλος
του στην Κύπρο ως «υπηρέτη του στέμματος»
[1]
Lawrence Durrell, “Everything Comes Right” στο
Earl G. Ingersoll (ed.),
Lawrence Durrell: Conversations, Cranbury , NJ :
Associated UP, 1998, σ.
168.
[2]
Λόρενς Ντάρελ, Η Σπηλιά του Πρόσπερου: Οδοιπορικό στην Κέρκυρα,
μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς,
Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006, σ. 27.
[3]
Lawrence Durrell, Blue Thirst, Santa
Barbara , CA : Capra, 1974.
[4] Λώρενς Ντάρελ, Η
Θαλάσσια Αφροδίτη: Ένας οδηγός του τοπίου της Ρόδου, μτφρ. Νίκος Σακαλίδης,
Αθήνα: Κανάκη, 2000, σ. 5.
[5]
Lawrence Durrell, “To Anne Ridler”, 15 Ιουνίου
1946, στο Alan G. Thomas (ed.), Spirit of Place: Mediterranean Essays,
London : Faber,
1969, σ. 85.
[6]
Lawrence Durrell, “To Anne Ridler”, 21 Σεπτεμβρίου
1949, στο Alan G. Thomas (ed.), σ. 101.
[7] Λώρενς Ντάρελ, Πικρολέμονα,
μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Αθήνα: Γρηγόρης, 1959, σ.36.
[8]
Michael Given, “Father of his Landscape: Lawrence Durrell’s Creation of
Landscape and Character in Cyprus ”, Deus Loci: International Lawrence Durrell
Journal, NS5 (1997), σ.
58.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου