8/9/12

Εμείς, μάνα, Εσωτερικό

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΚΡΙΒΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Κατάδικος
Παραγγείλαμε ντόπιες πιπεριές Φλωρίνης ψητές και μπριζόλες. Ο πατέρας, μοσχαρίσια∙ δεν είχε βάλει στο στόμα του ποτέ στη ζωή κρέας χοιρινό. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που με τα αδέρφια μου τον κρυφοκοροϊδεύαμε Εβραίο. Έπεσα με τα μούτρα στο φαΐ. Με κοίταζαν σαστισμένοι, κάπως στενοχωρημένοι. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβουν πώς περνούσα και τι μας τάιζαν στη μονάδα. Κάποια στιγμή ξερόβηξε, άφησε κάτω το μαχαίρι και ρώτησε: “Περνάς καλά εδώ;” Πώς, πώς, πατέρα! Εγερτήριο στις πεντέμισι, όλη μέρα στον ουλαμό να γρασάρω τζιπ και ρέο, το απόγευμα αγγαρείες στα μαγειρεία και αποψίλωση, το βράδυ σκοπιά φουλ τετράωρο γερμανικό – σκέτο όνειρο! Κατάπια την μπουκιά και κάρφωσα τα μάτια πάνω του: “Ε, λίγο πολύ όπως και οι άλλοι... Τα ξέρεις, δεν τα ξέρεις;”. Εννοούσα πως τα είχε ζήσει κι αυτός στη δική του θητεία, είκοσι πέντε χρόνια πριν, στη Ροδόπολη Σερρών, ασυρματιστής.
Η μάνα τσιμπολογούσε, έβλεπε τη λίμα μου∙ με τρόπο έκοψε και έριξε στο πιάτο και τη δική της μισή μπριζόλα. Άφαντη μέσα σε δυο λεπτά. “Κοίταξε”, σκούπισε τα χείλη του και άφησε ξανά το πιρούνι. “Ο Ζούρλας λέει πως αν ξαναβγεί, θα σε φέρει κοντά...”. Θα ξανάβγαινε, αυτό ήταν σίγουρο. Με τέτοιες υποσχέσεις ξεγέλαγε τους χωρικούς, τους αθώους, καληώρα σαν τον πατέρα, και τους έπαιρνε τις ψήφους. Ήθελα να του πω ότι τζάμπα ξημεροβραδιαζόταν στο περίμενε στο γραφείο του, αρνιά σαν κι ελόγου του ο πολιτικάντης είχε χιλιάδες στρατολογημένα. Ξεροκατάπια τη σιωπή και γέμισα τα ποτήρια. “Άντε, στην υγειά μας!”. Δεν φάνηκε να τον ξεγελάει η ντρίπλα μου. “Χρειάζεται ψήφους...”. Εννοούσε πως όλοι μας, ακόμα κι εγώ, μην τυχόν ξεγελαστούμε και ψηφίσουμε άλλο κόμμα! Δεν ψήφιζε δεξιά από πεποίθηση∙ πιο πολύ ήταν εγκλωβισμένος στο φόβο μήπως τον κακοχαρακτηρίσουν που ένας αδερφός της γυναίκας του ήταν στην Τασκένδη. Αυτό και μόνο αυτό. Σηκώθηκε να πάει προς νερού του – είχε αρχίσει να δείχνει σιγά σιγά μα άγρια τα δόντια του ο προστάτης, που λίγα χρόνια αργότερα θα τον ξαπόστελνε. Βρήκε την ευκαιρία η μάνα και έβγαλε το τρυφερό της παράπονο: “Να μας γράφεις πιο συχνά”. Της έπιασα το χέρι και με το άλλο άναψα τσιγάρο. “Κι αυτό το καταραμένο... Δε λες να το κόψεις...”. Γύρισε από την τουαλέτα με κομπάκια ιδρώτα στο μέτωπο. “Μήπως είναι ώρα να πηγαίνουμε;”. Μας είχε καλεσμένους για καφέ ο Χοΐδης, ο φωτογράφος του στρατοπέδου, έκανα στο γιο του ιδιαίτερα μαθήματα. Είχα δεχτεί και είπα το ναι, πιο πολύ για να βγαίνω έξω, να ξεσκάω από τη μούχλα του χακί. Έτσι, κάθε απόγευμα στις εφτά έπαιρνα υπό μάλης ένα μαύρο τσαντικό, χαμήλωνα τον μπερέ, και για ένα δίωρο, με τα συντακτικά και τις γραμματικές, ξανάνιωθα άνθρωπος. Λίγο προτού μπω στο σπίτι τους, στεκόμουν και έριχνα ένα βλέφαρο γύρω. Στέγες πασπαλισμένες με χιόνι, απ’ τις καμινάδες καπνός από σβουνιές αγελαδίσιες, στους δρόμους κουβέντες στα ντόπια, τα μακεδονίτικα - Αμύνταιο, φθινόπωρο προς χειμώνα του 1981. “Μια στιγμή!”. Δεν θα ‘χαμε κάνει δέκα βήματα από το μαγερειό και ο πατέρας κίνησε πίσω. “Μωρέ, ξέχασα ν' αφήσω κάτι στο παιδί που μας σερβίρισε!”. Ξανά εγώ με τη μητέρα ώμο με ώμο. “Την Κυριακή τι;...”. Άφησε μισή την ερώτηση, να δει τι θα πω εγώ, τι θα παραγγείλει ο κανακάρης της. “Εμείς, μάνα, Εσωτερικό! Εντάξει;”
Ο Χοΐδης μάς έβγαλε ξινόμαυρο, απ' το καλό. Κουβεντιάσαμε για τους ανέμους και τα ύδατα, η γυναίκα του έδωσε συνταγές στη μάνα μου και εγώ με τον Περικλή είδαμε το ΠΑΟΚ-Απόλλων Καλαμαριά στην ΥΕΝΕΔ. Πέρασε η ώρα, χαιρετηθήκαμε, είπανε να μας ξανάρθετε, και εσείς όποτε θέλετε στα δικά μας τα μέρη, φύγαμε. Στο σπίτι του αντιδημάρχου δεν πήγαμε. Προφασίστηκα πως έπρεπε να πάμε στο ξενοδοχείο, να πλυθώ, είχα δέκα μέρες άλουστος, να γυρίσω έγκαιρα στο στρατόπεδο. Σχέδιο πονηρό που το δούλευα μέρες, για να μη βρεθώ με το Ελπιδάκι μπροστά στους γονείς μου και στους γονείς της. Κι αυτηνής της έκανα ιδιαίτερα μαθήματα, κάθε σαββατόβραδο. Μόνο που εδώ δεν είχα μείνει στην Κάθοδο του Ξενοφώντα και στον Αρριανό, αλλά την είχα βοηθήσει να γνωρίσει τι μπορεί να κάνει με το φιδίσιο το κορμάκι της. Φοβόμουν λοιπόν μη και κάτι απ’ αυτά τα πολύ πολύ ιδιαίτερα μαθήματα πιάσει στον αέρα ο πατέρας, η μητέρα. Φοβόμουν την ντροπή.
Έφυγαν την επομένη με το πρωινό τρένο. Σάββατο ήταν, και ο λόχος μας είχε οριστεί να πάει στο πιο απομακρυσμένο φυλάκιο, τη Λακιά. Εκεί, στο διπλανό χωριό, θα ρίχναμε και εμείς την ψήφο μας – πρώτη φορά στα χρονικά που δεν θα στήνονταν κάλπες στα στρατόπεδα. Αγόρασα από το ΚΨΜ ακόμα ένα πακέτο μάλμπορο, έβαλα στον γυλιό δυο κονσέρβες μοσχάρι με φασόλια, καθαρό σώβρακο για καμιά νυχτερινή ρεύση και ανέβηκα στο ΡΕΟ.
Όσο και να ‘θελα να το παίξω επαναστάτης, το χέρι μου έτρεμε σαν έβαζα στο φάκελο το ψηφοδέλτιο. Κρυφές κάμερες δεν υπήρχαν τότε∙ καλού κακού, όμως, κοίταξα με προσοχή τον τοίχο, μπας και υπήρχε καμιά χαραμάδα κι από πίσω κάνα ρουφιάνικο μάτι. Το βράδυ ζήτησα και πήγα στην πιο μακρινή σκοπιά. Κάτω στο βάθος ο κάμπος βουβός, θεοσκότεινος. Γύρω στις εννιά φάνηκε η ταχεία για Θεσσαλονίκη και ο ήχος της γαργάλησε παραπονιάρικα τη νοσταλγία μου. Γρήγορα όμως την ξέχασα, όπου να ‘ναι άρχιζε η μετάδοση των αποτελεσμάτων.
Το μάλμπορο το κάπνισα όλο. Κάθε φορά που άκουγα στο τρανζιστοράκι πως η διαφορά ήταν πάνω από εκατό ψήφους, άναβα κι από ένα. “Τέρμα πια η δεξιά! Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας οι γκοτζαμάνηδες και οι χίτες!”, και δώσ’ του καινούργιο άναμμα. Πικραινόμουν βέβαια που το δικό μου το κόμμα είχε καταποντιστεί, αλλά δε βαριέσαι, τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει για τα καλά, θα ερχόταν και η δική μας η σειρά.
Τρεις μέρες μετά τηλεφώνησα στο σπίτι. Εγώ χαρούμενος, ο πατέρας κουμπωμένος, η μάνα σκιαγμένη. “Τι έγινε, ρε μάνα; Γιατί σ’ ακούω έτσι;”. Πρώτα μου ‘πε το φόβο της. Στο χωριό που ψήφισα, η εφημερίδα έγραφε πως μονάχα μία ψήφος πήγε στο Εσωτερικό - “κι αν καταλάβουν πως είσαι εσύ;”. Της είπα να μη φοβάται, τέρμα πια οι φόβοι τώρα με την Αλλαγή. “Αυτού, στο χωριό μας; Πόσες ψήφους πήραμε;”. Περίμενα αριθμό διψήφιο, ίσως και πάνω από είκοσι. “Να, εμείς εδώ...”. Μισόλογα. Μάλλον για να μη στενοχωρηθώ αν άκουγα καμιά δεκαριά ή εφτά, οχτώ. “Τίποτα, παιδάκι μου, μηδέν. Είπαμε αυτή τη φορά κι εγώ και ο πατέρας σου να το ρίξουμε στο ΠΑΣΟΚ μπας και δούμε κανένα χαΐρι”.

Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Βόλου, 1958) είναι πεζογράφος και φιλόλογος. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα Πανδαιμόνιο (Μεταίχμιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: