ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΤΣΙΜΗΣ, Διαφυγή, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 53
Ο Σπύρος Κατσίμης είναι ποιητής κλίματος.
Ενός κλίματος που είναι συνέχεια των χαμηλόφωνων, ελεγειακών του μεσοπολέμου,
των φανταιζίστ, όπως τους προσδιόρισε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στη γνωστή του
ανθολογία Η χαμηλή φωνή (1990), αλλά
με πολύ σαφέστερη κοινωνική χροιά. Με δεκαεπτά ως τώρα βιβλία, προπάντων
ποίησης αλλά και ενός με διηγήματα, Ο
νεωκόρος και το φέρετρο (2005), θα έλεγα ότι αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο
έναν κόσμο αποτραβηγμένο από τον έντονο σφυγμό της πόλης, έναν κόσμο
κατοικημένο από φασματικά και σκιερά πρόσωπα, κλεισμένα ενοχικά σ’ ένα
περιβάλλον μοναξιάς - της αγριότερης και πιο άνυδρης μοναξιάς που μπορεί να
φανταστεί κάποιος. Επηρεασμένος απευθείας από το έργο του Γιάννη Ρίτσου, ιδίως
το δραματουργικό της Τέταρτης Διάστασης,
και περισσότερο από το έργο του Τάσου Λειβαδίτη, ιδίως εκείνο της άρνησης που
δημοσίευσε μετά το 1965, όταν τα θέματά του εστιάστηκαν στην αναδίπλωση του
πολλαπλά ηττημένου ανθρώπου του μεταπολέμου. Με αυτές τις ρίζες, ο Κατσίμης δεν
χρησιμοποιεί τεχνικές που δυσχεραίνουν ή συσκοτίζουν με υπόρρητες έννοιες το
νόημα των θεμάτων του. Ακολουθώντας τη λιτή γραμμή της δραματικής αφήγησης, η
οποία μιλώντας για το μοναχικό άτομο προβάλλει διευρύνοντας την προοπτική της
στα μεγάλα σύνολα των μοναχικών ανθρώπων, στους «φυγάδες» των πόλεων, στην
ουσία αναφέρεται στα ελλείποντα σημεία της σύγχρονης ζωής. Και με αυτή την
έννοια στα ελλείποντα σημεία του ήθους της. Το διακύβευμα δεν είναι πολιτικό
είναι πολιτικά ηθικό, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε. Γιʼ αυτό και οι μομφές που
απευθύνει σχετίζονται με τη συνείδηση και την ευθύνη, με τις επιλογές μας: «Ήσουν
ο εκμεταλλευτής των ευκαιριών/ που τίποτα δεν μπόρεσες να εξαγοράσεις/ απ’ όσα
οι άλλοι κέρδιζαν/ με τα βάσανα και τους θανάτους» (σ. 43).
Ποιές είναι οι έννοιες που είναι μόνιμες
στα ποιήματα και στα πεζά του Κατσίμη; Μοναχικός, μοναχικό μέρος, απομόνωση,
μοναξιά, εγώ και οι άλλοι, αυτός ο βίαιος, ο ανυπόφορος και ο άλλος που δεν
υπάρχει πια, ο συντροφικός κόσμος, σε μια διαρκή αντιθετική ζεύξη: «Δε θυμόσουν
τι άφησες πίσω,/τόσο φώτιζε το μέλλον η μοναξιά σου» (σ.33). Τα ποιήματα της Διαφυγής, όπως και των άλλων
προηγούμενων συλλογών, αναπτύσσονται πάντοτε με την ίδια διαδικασία: από ένα
ακίνητο ψυχικά κέντρο ξεκινά μια στοχαστική (και ελεγειακή) περιπλάνηση του
βλέμματος ενός ανθρώπου που απομονώνεται και αποδρά, προσπαθώντας μάταια να
ξεφύγει από την κατάσταση που τον εξωθεί σε φυγή. Έτσι, το πρόσωπο που εμφανίζεται
ξανά και ξανά είναι η παραλλαγή ή η πολλαπλή εκδοχή της μιας και μόνης περσόνας
του φυγόκοσμου, ο οποίος ανακαλύπτει διαρκώς στο έξω περιβάλλον, στα
ετοιμόρροπα σπίτια, στα κακοφωτισμένα στενά, στις ρυπαρές γωνίες, την προέκταση
του ερημικού μέσα του: «Ανάμεσα στα σπίτια τα κλειστά/ ο μόνος που βάδιζε/ στον
έρημο δρόμο/[...] ο μόνος που έφυγε να ξαναβρεί/ τον δικό του χρόνο» (σ.13) Με
αυτή μάλιστα τη μνημείωση της φθοράς, αν σε ορισμένες στιγμές σπιθίζει η χαρά,
αυτό γίνεται ως ειρωνική μορφή της σκοτεινής καθημερινότητας: «Και τα πράγματα
έγιναν τραγικά/ όταν το δυνατό γέλιο των θεατών/ της σατιρικής εκμπομπής/ ακούστηκε
σα θρήνος» (σ.15).
Με μια έννοια, ο φυγόκοσμος του Κατσίμη, ο
φυγάς εν γένει, ο αταίριαστος, είναι ένα πρόσωπο διαχρονικό που αλλάζει συνεχώς
χαρακτηριστικά, μολονότι μένει το ίδιο. Σε μια παλαιότερη συλλογή, Ο Τρελός (1983), μη μπορώντας να αντέξει
τον παραλογισμό των συμβάσεων αποκόβεται από το περιβάλλον του και έτσι
υπερασπίζεται μια τρέλα πιο γνωστική από των «γνωστικών». Στη Διαφυγή τη θέση των «τρελών» παίρνει
ένας ολόκληρος κόσμος του περιθωρίου: πλάνητες, ζητιάνοι, μετανάστες, πόρνες,
απόκληροι, ερωτικά στερημένοι, απόμαχοι, αυτοί που δεν κατάφεραν να αντέξουν ή
αυτοί που σπρώχτηκαν από τον ανταγωνισμό και τους διάφορους «κανόνες» του
συλλογικού πανικού μας στην περιμετρική της κοινωνίας. Εξάλλου, το εναρκτήριο
ποίημα της συλλογής είναι, με απόλυτα ρεαλιστική σαφήνεια χωρίς όμως υποψία
ρητορείας, ένα απολύτως πολιτικό ποίημα: «Ήταν ένας σωρός άχρηστα πράγματα/ τρύπια
και λερωμένα ρούχα/ σίδερα σκουριασμένα/ παλιά παπούτσια και καπέλα.// Μετά
άρχισε να σαλεύει κάτω από τα σκουπίδια, ένα/ πλάσμα ζωντανό. Μια υποψία» (σ.
9) Ένας κόσμος που αν και υπήρχε επί δεκαετίες, δεν φαινόταν τόσο πολύ. Και
απότομα διογκώθηκε σαν εξωθημένος από ένα τεράστιο μαζικό κύμα, αποτέλεσμα της
παλίρροιας των αλλεπάλληλων παγκόσμιων κρίσεων.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου