6/4/12

Η ριζοσπαστική σκέψη απέναντι στην κρίση

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ


ΚΩΣΤΑΣ ΔΟΥΖΙΝΑΣ, Αντίσταση και Φιλοσοφία στην κρίση, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 272

Το νέο βιβλίο του Κώστα Δουζίνα έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά βιβλίων που εκδόθηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα και τα οποία, κινούμενα στον χώρο της σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης, επιχειρούν να ψηλαφήσουν τις υπό εξέλιξη τεκτονικές μετατοπίσεις που λαμβάνουν χώρα στις σύγχρονες κοινωνίες, τόσο σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών κινημάτων.
Έχουμε κατά νου εδώ το Πλήθος των Χαρντ και Νέγκρι (Αλεξάνδρεια 2011), τις Πολιτικές της ελευθερίας του Αλ. Κιουπκιολή (Εκκρεμές, 2011), όπως και το βιβλίο των Γιοβανόπουλου και Μητρόπουλου (επιμ.), Δημοκρατία under construction (Α/συνέχεια, 2011), το οποίο, με κεντρικό άξονα τους «Αγανακτισμένους» του Συντάγματος, παρέχει και το χρήσιμο πρωτογενές υλικό στο οποίο καλούνται να δοκιμασθούν τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία των παραπάνω.

Η Ελλάδα των «Αγανακτισμένων», παράλληλα με τις πλατείες της «Αραβικής Άνοιξης», την Ισπανία των «Indignados» και τις ΗΠΑ του κινήματος «Occupy», αναδεικνύεται σήμερα σε προνομιακό πεδίο έρευνας των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων. Ένα πεδίο ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών αλλά και απρόσμενων διαυγών «εκλάμψεων» νέων συλλογικών υποκειμένων, που αρθρώνουν τον λόγο και την δράση τους γύρω από τα κεντρικά αιτήματα της χειραφέτησης και της ισοελευθερίας. Από τις πιο πρόσφατες εμφανίσεις τέτοιων υποκειμένων και μορφών δράσης στην Ελλάδα («Υπατία» και «Αγανακτισμένοι») αφορμάται ο Δουζίνας για να αναπτύξει τους συλλογισμούς του. Υπό το πρίσμα του διερευνητικού του φακού τίθενται τα σύγχρονα υποκείμενα της αντίστασης και των αγώνων για τη συλλογική χειραφέτηση, το χρέος και οι διάφορες χρήσεις του, ο ρόλος και η σημασία των διανοουμένων, η δημοκρατία και η επίθεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα, καθώς και οι προοπτικές της (διόλου) ενωμένης Ευρώπης στις παρούσες συνθήκες.
Αυτό που απασχολεί ιδιαίτερα τον συγγραφέα είναι η επιμονή των εγχώριων και ευρωπαϊκών ελίτ σε μια επιχείρηση ριζικής αλλαγής της κοινωνίας. Το χρέος εδώ προκύπτει ως χρήσιμο εργαλείο, ως «μοχλός» επιβολής των μέτρων –εξ ου και η «επιθυμία του χρέους» (σ. 40)– και η Ελλάδα χρησιμοποιείται από την Ευρώπη «ως πειραματόζωο για να δοκιμάσει τις συνθήκες αναδιοργάνωσης του ύστερου καπιταλισμού» (σ. 43). Σκοπός των διαφόρων μέτρων δεν είναι απαραίτητα η βελτίωση του οικονομικού κλίματος ή των προοπτικών ανάπτυξης της χώρας (κάτι που επιβεβαιώνεται και από την παταγώδη αποτυχία του πρώτου μνημονίου, αλλά και τις διόλου ευοίωνες προβλέψεις για τα αποτελέσματα του «Μνημονίου ΙΙ»), αλλά μάλλον η εμπέδωση ενός νέου ηθικού-πολιτικού παραδείγματος.
Μια σειρά κατεπειγουσών ριζικών «μεταρρυθμίσεων» που απογυμνώνουν το κράτος από το «φορτίο» της κοινωνικο-προνοιακής μέριμνας, τα πανεπιστήμια και τα σχολεία από τον δημόσιο, δωρεάν και ουσιωδώς παιδευτικό τους χαρακτήρα, που απορρυθμίζουν τις σχέσεις εργασίας, κ.ο.κ., προσδοκάται πως θα μας βγάλουν από τον φαύλο δρόμο μιας «επάρατης» Μεταπολίτευσης της «ανευθυνότητας» και του «λαϊκισμού», αφού η νέα κανονιστική νόρμα θα πλάσει έναν πολίτη «υπεύθυνο» και πάνω απ’ όλα «φιλήσυχο». Εκείνον που θα ζει με ολιγάρκεια, θα σέβεται τους νόμους και θα συναινεί∙ θα υπομένει και δεν θα αντιδρά στο «φάρμακο» που του δίνουν οι αυτο-χριζόμενοι ιατροί της οικονομικής και κοινωνικής μας παθολογίας ακόμα κι όταν το φάρμακο έχει αφόρητες παρενέργειες. «Ευθύνη», «συναίνεση», «νομιμότητα», λοιπόν, λέξεις που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα και βρίσκουν πρόθυμους φορείς και «μεταλαμπαδευτές», από τα βουλευτικά έδρανα και τα τηλε-παράθυρα έως τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και την mainstream επιφυλλιδογραφία. Στη στάση απέναντι στην επιβολή αυτών των σημαινόντων στον πυρήνα του κοινωνικού καθήκοντος έγκειται και ο ρόλος του σύγχρονου διανοούμενου κατά τον Δουζίνα∙ θα επιλέξει τον ρόλο του «μεταπράτη» του κυρίαρχου λόγου ή θα θυμίζει περισσότερο την κριτική στάση του Φουκό και την «τέχνη του να μην κυβερνιόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο και με τέτοιο τίμημα» (σ. 96-115, 133-134); Ο Δουζίνας, είναι μάλλον εμφανές, μέσα από τις συχνές δημόσιες παρεμβάσεις του με αρθρογραφία στον Guardian, στην Αυγή, ή ομιλίες σε συνέδρια, ημερίδες και αλλού, όπως και αυτό εδώ το βιβλίο πως έχει επιλέξει τον δεύτερο δρόμο· αυτόν της άρθρωσης της διαφωνίας, του ανοίγματος στο εναλλακτικό, της άρθρωσης του λόγου των αποκλεισμένων.
Η λογική που πρεσβεύουν διάφοροι Ευρωπαίοι και εγχώριοι υπέρμαχοι της «υπευθυνότητας» και της «κοινωνικής ευταξίας» είναι εκείνη της απόλυτης αφοσίωσης στην ύψιστη αρχή της «νομιμοφροσύνης». Έτσι εννοούν τη δημοκρατία τους στην αυγή του 21ου αιώνα. Η μεγαλύτερη αλαζονεία ωστόσο αυτής της εξουσίας, όπως εύστοχα σημειώνει ο Δουζίνας, «είναι να πιστέψει ότι μπορεί να αλλάξει ριζικά την κοινωνία επειδή άλλαξε κάποιους νόμους, ενώ ταυτόχρονα καταστρέφει το υπόστρωμα που επιτρέπει την αποδοχή και εφαρμογή των νόμων» (σ. 29). Η κατηγορική προσταγή «απόλαυσε»[1] των προηγούμενων δεκαετιών, αυτός ο επιθετικός ωφελιμισμός που διαχέονταν από «τα πάνω» προς «τα κάτω» (σ. 30-31) και επιχειρούσε να γαλουχήσει τον νέο «ευδαίμονα» πολίτη[2] αυτο-διαψεύδεται πλέον πανηγυρικά και εκρήγνυται δημιουργώντας αντιφατικά αδιέξοδα. Το υποκείμενο που μέχρι χθες (προσ)καλούταν να απολαύσει, να καταναλώσει, τώρα εγκαλείται ως «αμαρτωλός» πολίτης ακριβώς επειδή υπάκουσε∙ κατανάλωσε και απόλαυσε, του λένε, «πέρα από τις δυνατότητές του», άρα τώρα οφείλει όχι μόνο να συμμορφωθεί σε νέους όρους ζωής, αλλά και να τιμωρηθεί για το «παράπτωμά» του. Η διασπορά της συλλογικής ενοχής έχει συγκεκριμένη λειτουργία εδώ. «Η δημιουργία καθολικού ενοχικού συνδρόμου αποτελεί βασική τακτική βιοπολιτικής πειθάρχησης» (σ. 84) και ο ηθικιστικός λόγος έρχεται να καλύψει το κενό της λαϊκής-δημοκρατικής νομιμοποίησης, προσδοκώντας παράλληλα να κάμψει δραστικά τις όποιες ενδεχόμενες αντιστασιακές ροπές.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό πλαίσιο, αν υπάρχει κάτι το οποίο αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για τον Δουζίνα αυτό είναι η ανάδυση νέων μορφών συλλογικής αντίστασης και ειδικά εκείνου του υποκειμένου που αναγνωρίζει, στο συμβάν που ονομάζει «Στάση Σύνταγμα»: το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Στο κίνημα αυτό, ο συγγραφέας, βλέπει την ανάδυση του βιοπολιτικού πλήθους (βλ. Χαρντ/Νέγκρι). Το Σύνταγμα, σημειώνει, «αποτελεί ελευθερία στην πράξη σε ατομικό επίπεδο και δημοκρατία εν δράσει σε συλλογικό» (σ. 159, 165). Η έλλειψη ιδεολογικο-πολιτικής γραμμής, οι αντι-ιεραρχικές οριζόντιες δομές, η απουσία ηγετών και η άμεση ενσώματη συμμετοχή στις συνελεύσεις, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του νέου υποκειμένου (σ. 154). Οι μοναδικότητες που συναντώνται στο Σύνταγμα συν-κινούνται από μια κοινή επιθυμία αλλά και την υλική συνύπαρξη των σωμάτων τους∙ συνδέονται στη βάση της κοινής δράσης και δημιουργίας (σ. 190). Και αν ο Δεκέμβρης «είναι η πολιτική στο σημείο μηδέν», τότε οι «Αγανακτισμένοι» είναι η «αναδυόμενη μορφή της νέας πολιτικής» που συνιστά και αναγέννηση της δημοκρατίας στον χώρο που γεννήθηκε (σ. 164-165). Για τον Δουζίνα ωστόσο παραμένει ζητούμενο η πολιτικοποίηση του «κεφαλαίου αγανάκτησης» των Αγανακτισμένων και η μετουσίωσή του σε «όργανο ριζικής αλλαγής».
Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται κι ένας θεωρητικοπολιτικός διάλογος, ο οποίος εντοπίζεται σε διάφορα σημεία στο φόντο του βιβλίου. Μιλάμε για τον διάλογο ανάμεσα στο λεγόμενο «ηγεμονικό» και το «μετα-ηγεμονικό» ή «αντι-ηγεμονικό» μοντέλο πολιτικής, ειδικά όπως αυτός αναπτύσσεται ανάμεσα στα δίδυμα Χαρντ/Νέγκρι και Λακλάου/Μουφ.[3] Ενώ ο συγγραφέας αναγνωρίζει αυτή τη διαλογική ένταση που διατρέχει το βιβλίο και μας υπόσχεται μια συνθετική προσέγγιση που θα αναδεικνύει περισσότερο τις συγκλίσεις παρά τις αποκλίσεις μεταξύ των δύο μοντέλων (σ. 32-33), μας αφήνει τελικά μάλλον με το αίσθημα του ανικανοποίητου.[4] Αλλού φαίνεται λοιπόν να προτάσσει τη λογική της ηγεμονικής συγκρότησης των κοινωνικο-πολιτικών αγώνων και των συλλογικών υποκειμένων (Λακλάου/Μουφ), ενώ αλλού προβάλει τις αρετές της δικτυακής αντι-ηγεμονικής συγκρότησης του πλήθους (Χαρντ/Νέγκρι), χωρίς να γίνονται σαφή τα σημεία κάποιας μορφής σύζευξης. Αυτό που φαίνεται να μας λέει τελικά, με αφορμή την πλατεία Συντάγματος, είναι ότι μπορεί στην τελευταία να βλέπουμε ένα σύνολο ατόμων το οποίο λειτουργεί δικτυακά και «αμεσοπολιτικά», αλλά στην κρίσιμη στιγμή αυτό το ετερόκλιτο δικτυακό πλήθος συγκροτεί τελικά «λαϊκό πόλο αντιπαράθεσης» σε μια ηγεμονική λογική, η οποία θυμίζει πολύ περισσότερο το πλαίσιο των Λακλάου/Μουφ. «[Η] στάση Σύνταγμα υιοθετεί ηγεμονική στρατηγική χωρίς ηγέτες και καθοδηγητές και προσκαλεί όλο τον λαό στον αντιμνημονιακό πόλο (ή δημιουργεί την κοινωνία μέσω της αντιπαράθεσης λαού/ελίτ, όπως θα έλεγε ο Λακλάου)» (σ. 236).
Δε θα ήταν νομίζουμε αυθαίρετο να υποστηρίξουμε ότι εδώ τελικά το πλήθος δείχνει να συνιστά περισσότερο μορφή συγκρότησης και οργάνωσης του λαού, μία από τις μετωνυμίες του ίσως, παρά νέο τύπο συλλογικού υποκειμένου ή νέα μορφή πολιτικού πράττειν. «Η καθολικότητα βρίσκεται από την πλευρά των αποκλεισμένων», του πλήθους, το οποίο ναι μεν συναντιέται, διαβουλεύεται και συγκροτείται «αμεσοπολιτικά», δικτυακά, αλλά τελικά δρα με όρους ηγεμονικής αντιπαράθεσης (ως λαός). Το ανταγωνιστικό δίπολο λαός/ελίτ είναι ξεκάθαρο (σ. 236, 243) και αυτό που διακυβεύεται είναι το κοινό συμφέρον (σ. 244). Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι το οποίο αναδεικνύεται ρητά στο βιβλίο. Αποτελεί περισσότερο προϊόν της δικής μας ανάγνωσης, που ελπίζουμε να μην αδικεί τον συγγραφέα. Πώς θα συμβιβαστούν/συνυπάρξουν τελικά οι οριζόντιες μοναδικές πολλαπλότητες των Χαρντ/Νέγρι, που αρνούνται την συμπερίληψη σε ένα «πρωτοπρόσωπο» υποκείμενο («εμείς ο λαός»), με τις κάθετες δομές και την ηγεμονική λογική του λαού των Λακλάου/Μουφ; Αυτό είναι ένα ερώτημα που μάλλον μένει να διερευνηθεί περαιτέρω στο μέλλον και στο οποίο είμαστε σίγουροι πως ο Δουζίνας με τις επεξεργασίες του θα έχει να συνεισφέρει στην προαγωγή του τρέχοντος δημιουργικού διαλόγου.
Ο συγγραφέας επιλέγει να κλείσει αυτό το ενδιαφέρον βιβλίο με το βλέμμα του στραμμένο στην «Ευρώπη που έρχεται» (σ. 248-264). Εντοπίζει το μεγάλο χάσμα που χωρίζει τους ηγέτες της Ευρώπης από τους λαούς της και τη διάχυση μιας μεταδημοκρατικής κουλτούρας στις ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες δείχνουν να τρέμουν τη βούληση των λαών, καθώς τον θεωρούν «αδαή», «άσχετο», τελικά ίσως και επικίνδυνο (σ. 259). Όσες φορές δόθηκε η ευκαιρία στους λαούς μέσω δημοψηφισμάτων να επηρεάσουν τις διαδικασίες (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία), αυτοί απέρριψαν τις δομές που οι ευρωπαϊκές ελίτ τους «σέρβιραν» και τελικά η συναίνεσή τους ή παρακάμφθηκε ή εκβιάστηκε. Η μεταπολιτική Ευρώπη των πεφωτισμένων τεχνοκρατών, οι οποίοι υπακούν μόνον στην φυσικοποιημένη «αστρολογία της αγοράς», στέκεται τραγικά ανεπαρκής απέναντι στο ελληνικό δράμα και φρίττει μπροστά στο ενδεχόμενο άμεσου επηρεασμού των πραγμάτων από τον ελληνικό λαό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι γνωστοί μετριοπαθείς ευρωπαϊστές διανοούμενοι (όπως ο Γιούγκεν Χάμπερμας και ο Ούρλιχ Μπεκ) αισθάνθηκαν προσφάτως την ανάγκη να παρέμβουν δημοσίως και σε ασυνήθιστα δραματικούς τόνους υπέρ μιας άλλης, δημοκρατικής και αλληλέγγυας Ευρώπης. Μια παρόμοια Ευρώπη (αν και όχι με τους ίδιους όρους) φαντάζεται και ο Δουζίνας: δημοκρατική, ανοιχτή στο άλλο, ανεκτική, γόνιμο πεδίο συλλογικής ανάπτυξης των διαφορετικοτήτων και δημιουργικής σύζευξης λαών και πολιτισμών.

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

[1] Επ’ αυτού βλ. και Γ. Σταυρακάκης, «Ἁπαγόρευση καὶ ἐπιβεβλημένη ἀπόλαυση: ἠθικὲς συμβιώσεις;», Σύναξη, τχ. 116, 2010, σ. 27-41.
[2] Βλ. σχετικά Ν. Σεβαστάκης, Κοινότοπη Χώρα (Σαββάλας, Αθήνα 2004)· του ίδιου, «Αποδιοπομπαίοι τράγοι», Red Notebook, 25.02.2012 (http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4947).
[3] Για μια συμπυκνωμένη εικόνα αυτού του διαλόγου και ορισμένες κριτικές απαντήσεις βλ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 114 (2011), θεματικός φάκελος «Ηγεμονία αντι-ηγεμονία και βιοπολιτικό πλήθος: η διαμάχη», σ. 24-70.
[4] Για μια τέτοια ενδιαφέρουσα απόπειρα «διαζευκτικής σύζευξης» των δύο λογικών βλ. και Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πολιτικές της ελευθερίας, ό.π., σ. 33-54, 65-156.

Δεν υπάρχουν σχόλια: