11/6/11

Η συνωμοσία αντί της πολιτικής

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΓΓΕΛΗ

PIERREANDRE TAGUIEFF, Θεωρίες Συνωμοσίας / Εσωτερισμός, Εξτρεμισμός, Μετάφραση: Αναστασία Καραστάθη, εκδόσεις Πόλις, σελ. 691

«Τυχαίο; Δε νομίζω…». Η εύστοχη αυτή φράση, μιας διαφημιστικής καμπάνιας, έρχεται να συμπυκνώσει το νόημα ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης.  Η ευκολία με την οποία αφομοίωσε το τηλεοπτικό κοινό το μήνυμα, δείχνει και την εξοικείωσή του με το φαινόμενο. Η αριθμολογία (η μελέτη του απόκρυφου νοήματος των αριθμών) μας είναι πια οικεία, μέσω της χρήσης της από γραφικές φιγούρες σε ένα–δυο μικρά κανάλια και αποτελεί μέρος αυτών που αποκαλούμε Θεωρίες Συνωμοσίας. Σε αυτές, η τυχαιότητα δεν έχει θέση. Όλα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Αυτό το ξέρουμε καλά πια, μετά την απήχηση που είχαν και οι εκπομπές του δάσκαλου του είδους στην Ελλάδα, Δημοσθένη Λιακόπουλου. Για τον Λιακόπουλο, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η οικονομική κρίση μπορεί να οφείλεται σε μια εβραϊκή συνωμοσία, το κύρος του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μάλλον εξηγείται εύκολα, με βάση την καταγωγή των Ελλήνων από μια φυλή εξωγήινων, και πάει λέγοντας.

Η μελέτη του ζητήματος θα μπορούσε να εξαντληθεί με όρους οικονομικούς, με αυτό που ο Taguieff ονομάζει «αγορά του ανορθολογικού» ή, στην καλύτερη περίπτωση, με όρους μιας κωμικοτραγικής ανάγνωσής του. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορούμε να το αποδώσουμε σε ατομικές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Και πραγματικά, είναι εύλογη η υιοθέτηση μιας τέτοιας θέσης, όταν διαβάζεις πως κάποιοι πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι φυλές ερπετοειδών εξωγήινων έχουν καταλάβει τη Γη. Όμως, οι διαστάσεις που έχει αποκτήσει το φαινόμενο μάλλον απαιτούν μία πιο συστηματική μελέτη του, σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Καθόλου τυχαία δεν είναι η πρόσφατη έκδοση σοβαρών μελετών πάνω στο ζήτημα, από διανοούμενους όπως o Taguieff, ή η κυκλοφορία στην Ελλάδα του βιβλίου της Frances Yates, Ροδοσταυρικός Διαφωτισμός που εξετάζει μεταξύ άλλων την αποκρυφιστική παράδοση της επιστήμης, ξεκινώντας από τεκμήρια του 17ου αιώνα, που επέδρασαν όμως και μεταγενέστερα.
Η κορυφή του παγόβουνου ήταν η κυκλοφορία του Κώδικα Da Vinci από τον Dan Brown, ενός βιβλίου που γνώρισε τεράστια επιτυχία και άλλαξε την οπτική χιλιάδων αναγνωστών σε σχέση με τον τρόπο που βλέπουν την ιστορία και την πολιτική. Η πιο σημαντική διάσταση αυτών των αναγνωσμάτων, τελικά, είναι μια άποψη που καταργεί στην ουσία της την Πολιτική, προτάσσοντας το δόγμα πως  «ένα κρυμμένο χέρι» κινεί τα νήματα της Ιστορίας. Η διαπίστωση αποκτά μία σοβαρότητα εάν σκεφτούμε ότι η αποδοχή της (η αποδοχή δηλαδή της υπόθεσης πως τα παγκόσμια νήματα τα κινεί π.χ. η μυστική σέκτα των Illuminati ή οι εξωγήινοι), στρέφει την πολιτική δράση ενάντια σε έναν ανύπαρκτο εχθρό ή, συχνότερα, την καταργεί πλήρως. Ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού είναι σαφής: οι αιτίες των προβλημάτων παύουν να είναι η περίπλοκη οικονομική δομή (π.χ. καπιταλισμός) και οι όποιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος, και ανάγονται σε ένα (τελικά) ακίνδυνο φαντασιακό πεπρωμένο. Δεν είναι μια άλλη εξήγηση της Ιστορίας, «είναι η έξοδος από την Ιστορία», που καταλήγει «σε μη πολιτικές επιλογές» (σελ. 301). Ας δούμε το παράδειγμα του ναζισμού. Αν υιοθετήσουμε τη συνωμοσιολογική εκδοχή, ότι ο Χίτλερ ήταν μέλος μιας από τις 99 Μαύρες Στοές του πλανήτη, και ότι προσπάθησε να αποσπάσει από κάποιον ονόματι Bardon τη διεύθυνση των υπόλοιπων 98 στοών, τότε θα υποβαθμίσουμε το φασισμό, τον ολοκληρωτισμό και την πολιτική διαμάχη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, σε ένα παιχνίδι μεταξύ απολιτικών κέντρων εξουσίας. Στο ίδιο πλαίσιο, θα υποβιβάζαμε τόσο τη μαρξιστική θεωρία, όσο και τους πολιτικούς αγώνες που την ακολούθησαν, εάν ασπαζόμασταν τη θεωρία ότι ο Marx στηρίχθηκε σε γραπτά του ιδρυτή της εβραιομασονικής σέκτας των Illuminati, Adam Weishaupt.
Υπάρχουν όμως λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν όλ’ αυτά. Μια εξήγηση μπορεί να είναι η επιβίωση ανορθολογικών στοιχείων μέσα στο νεωτερικό μας κόσμο. Ίσως, μέσα στον περίπλοκο κόσμο που έχουν δημιουργήσει κάποιες υπερβολικές όψεις του ορθολογισμού, αισθανόμενοι κάποιοι ότι έχουν αποκοπεί από το νόημα που προσέφεραν οι «ρίζες» τους και η κοινοτική ζωή,  να βρίσκουν καταφύγιο σε απλοϊκές και μονοαιτιακές απαντήσεις, που εμπεριέχουν μεγάλες δόσεις ανορθολογισμού. Για τον Taguieff όμως δεν αρκεί αυτή η γενική ερμηνεία. Δε μπορεί να ερμηνευθεί το φαινόμενο με μια απλή εξήγηση περί «επιστροφής του ανορθολογικού»: «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ‘επιστροφή του’ ή κάποια ‘επιστροφή σε’, η διαπίστωση περί επιστροφής δεν εξηγεί το παραμικρό, όπως υποδεικνύει ο Jean Luc Nancy: «στα φαινόμενα επανάληψης, επανόδου, ανάκαμψης ή αναβίωσης, ό,τι μετράει δεν είναι ποτέ το ταυτόσημο αλλά το διαφορετικό» εφόσον το «ταυτόσημο χάνει εκ προοιμίου την ταυτότητά του καθόσον ακριβώς επιστρέφει» (σελ. 442). Και λίγο παρακάτω μας λέει: «…ορισμένοι βιαστικοί παρατηρητές πίστεψαν ότι βρίσκονται μπροστά στην  ‘επιστροφή του ανορθολογικού’ (λες και η ανθρωπότητα είχε φτάσει σε προηγούμενη φάση της εξέλιξής της σε ‘ορθολογικό’ στάδιο!)» (σελ. 447). Ο Taguieff επικεντρώνει κυρίως στην αναδίπλωση των θρησκευτικών βεβαιοτήτων, αλλά και των κοσμικών θρησκειών (όπως ο ίδιος θεωρεί τις μεγάλες ιδεολογίες), για να ερμηνεύσει τις θεωρίες συνωμοσίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η απομάγευση και η σταδιακή αποθρησκειοποίηση των δυτικών κοινωνιών δεν εξάλειψε τον αποκρυφισμό και την τάση για μια μυστικιστική ερμηνεία των γεγονότων. Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε με διάφορες μορφές εσωτερισμού και με τη διοχέτευση «στην αγορά εσωτεριστικο–συνομωσιολογικού νοήματος» (σελ. 477). Και είναι γεγονός ότι σε πολλές από τις θεωρίες συνωμοσίας υπεισέρχεται αυθαίρετα και ένα αποκρυφιστικό στοιχείο που αγγίζει τη μεταφυσική. Στις πιο παρανοϊκές εκδοχές αυτών των θεωριών, συναντάμε τον ίδιο το Σατανά που εξουσιάζει την τάδε ή τη δείνα ομάδα εξουσίας και την καθοδηγεί στην κυριαρχία του κόσμου. Αλλά ο Taguieff κάνει μάλλον ένα λογικό άλμα όταν ανάγει στη νέα «εξωθεσμική θρησκευτικότητα» και στις νέες «παράλληλες πίστεις» (σελ. 218), από τις οποίες προκύπτει και η συνωμοσιολογία, φαινόμενα όπως είναι η εναλλακτική ιατρική, ενώ σχολιάζοντας τις συνωμοσιολογικές αφέλειες του Dan Brown μας λέει πως τον «επικίνδυνο δρόμο» τον άνοιξε ο Umberto Eco «με τα δικά του λόγια θρίλερ: Το Όνομα του Ρόδου (1980), αλλά κυρίως, Το εκκρεμές του Φουκώ (1988)» (σελ. 269). Το ίδιο υπερβολικός φαίνεται να είναι όταν πάει να συνδέσει το ρεκόρ εισιτηρίων του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τη λατρεία του Χάρι Πότερ, με τη γοητεία που ασκούν διάφορες θεωρίες συνομωσίας (σελ. 264-5), δείχνοντάς μας έτσι πως βάζει αυθαίρετα στο ίδιο τσουβάλι μάλλον ανόμοια μεταξύ τους φαινόμενα.
Ο Taguieff δείχνει να υποτιμά το γεγονός ότι η τέχνη είναι ένα καταφύγιο του ανορθολογικού, μέσα σε έναν κόσμο που φαίνεται να κυριαρχείται όχι από έναν εύλογο ορθολογισμό αλλά από κάποιες εργαλειακές όψεις και από στρεβλώσεις του, οι οποίες εξωθούν τον σύγχρονο άνθρωπο σε αδιέξοδα. Σε μια ανασκόπηση της σκέψης του Adorno, ένας μελετητής μάς υπενθυμίζει[1]: «σ' ένα εργαλειοποιημένο, ένσκοπο, εκμεταλλευόμενο τη φύση κόσμο, η τέχνη είναι το τελευταίο άσυλο (…) Εκπροσωπεί αυτό τον άλλο κόσμο, στον οποίο η καταπιεστική εξαναγκαστική ταυτότητα του εαυτού θα μπορούσε να λυθεί πάλι. Η τέχνη θυμίζει και υπόσχεται. Είναι το καταφύγιο της μνήμης μέσα σ' ένα κόσμο που μας κρατά σε απόσταση από το πεπρωμένο μας. Θα μπορούσε να εξαφανισθεί ευθύς ώς θα μπορούσαμε να εκπληρώσουμε το πεπρωμένο μας». Ο Taguieff, από την άλλη, βλέπει με δυσπιστία ακόμα και κάποιες από αυτές τις εκδηλώσεις της τέχνης, όπως ορισμένες όψεις του  υπερρεαλισμού, θέτοντάς τες σε «μια ευρύτερη κίνηση αντίδρασης στο νεότερο ‘εξορθολογισμό’» και τις συνδέει με μια «μυστικοοικολογιστική θέαση του κόσμου» (σελ. 435). Η στάση του δεν είναι ανεξήγητη. Ας μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως «καταστασιακός» τη δεκαετία του ’60, ενώ σήμερα χρειάζεται να απολογείται για την κατηγορία του «νεο-αντιδραστικού» και του «νεο-συντηρητικού». Ο ίδιος λέει: «βρίσκομαι σήμερα στις θέσεις του Κλοντ Λεβί-Στρος, οι οποίες κινούνται μεταξύ ενός θεμελιώδους πεσιμισμού, του αισθήματος μιας παρακμής της Δύσης και ενός απελπισμένου συντηρητισμού»[2].
Παρά τις κατηγορίες αυτές, πάντως, ο Taguieff στέκεται κριτικά κυρίως απέναντι στη Δεξιά. Η τελευταία, υποστηρίζει, είναι πιο επιρρεπής σε προκαταλήψεις που μπορεί να καταλήξουν στον ‘συνωμοσιολογικό άνθρωπο’. Και είναι λογικό. Οι θεωρίες συνωμοσίας ανθίζουν ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλων αλλαγών (ή ακόμα και μεγάλων φυσικών καταστροφών). Η αδυναμία να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε σε αυτές τις περιστάσεις, οδηγεί τη σκέψη σε μια ‘εύκολη’ ανορθολογική εξήγηση. Καθόλου τυχαίο δεν μου φαίνεται το γεγονός ότι μια από τις μεγαλύτερες συνωμοσιολογικές θεωρίες όλων των εποχών, ο μύθος των Illuminati, βγήκε στο προσκήνιο για να εξηγήσει μία από τις πιο μεγάλες κοινωνικές αλλαγές της ιστορίας: τη Γαλλική επανάσταση (υποτίθεται ότι αυτή η βραχύβια σέχτα οργάνωσε τα γεγονότα του 1789 και συνεχίζει να υφίσταται έως σήμερα). Η αντιδραστική ή και η συντηρητική Δεξιά είναι εκείνη που συνήθως στέκεται απέναντι σε τέτοιου τύπου αλλαγές, και συνεπώς είναι πιο επιρρεπής σε αυτού του είδους τις αντιλήψεις. Από τους κόλπους της βγήκαν θεωρήσεις που ερμήνευαν την Οκτωβριανή Επανάσταση ή τα σοσιαλιστικά κινήματα με όρους εβραϊκής ή μασονικής συνωμοσίας κτλ. Ας μην είμαστε μονόπλευροι, όμως. Μήπως στη σταλινική Σοβιετική Ένωση δεν αναπτύχθηκε κατά κόρον η συνωμοσιολογία; Ας θυμηθούμε τις Δίκες της Μόσχας, για να φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα. Ο Taguieff, μας θυμίζει και την περίπτωση πολλών, Γάλλων κυρίως, σοσιαλιστών του 19ου αιώνα, που είχαν αναπτύξει τις δικές τους αντι-σημιτικές συνωμοσιολογικές θεωρίες (σελ. 274).

Η στιγμή είναι κατάλληλη για να αναρωτηθούμε για τη φύση της κατασκευής των συνωμοσιολογικών θεωριών. Η συνωμοσιολογία δεν είναι απαραίτητα προϊόν της ψυχοσύνθεσης ενός νέου τύπου ανθρώπου, που προέκυψε από την υποχώρηση του θρησκευτικού στοιχείου ή από την επιβίωση κάποιου καταπιεσμένου ανορθολογισμού. Είναι και ένα όπλο εσκεμμένης  προπαγάνδας και χειραγώγησης. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, ας πούμε, και η απόδοσή του στους κομμουνιστές, ήταν μία θεωρία συνωμοσίας  κατασκευασμένη από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Και ούτε θα λέγαμε ότι η ανάμειξη του «συνωμοτικού», ως ιδεολογικού όπλου, είναι πάντα τόσο προφανής σε αυτόν που τη χρησιμοποιεί. Συνωμοσιολογικά στοιχεία μπορεί να εντοπιστούν σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ένα αυστηρά καθορισμένο σχέδιο από πίσω. Με αφετηρία την ιδεολογία και την κοσμοθεωρία τους, δεν είναι λίγοι αυτοί που απλά γεμίζουν τα «κενά» όσων δεν μπορούν να εξηγήσουν (αρκετές φορές ασυνείδητα), με εικασίες που μπορούν να συμπληρώσουν το παζλ τους και να φτιάξουν μια συνεκτική εικόνα για τον κόσμο. Ο ίδιος ο Taguieff κατηγορήθηκε για κάτι παρόμοιο, όταν παρουσίασε σε συνέντευξή του τις ισλαμοφοβικές του θέσεις: «υπάρχει ένα ισλαμιστικό σχέδιο κυριαρχίας του κόσμου, το οποίο παρουσιάζει καθαρές συνωμοτικές όψεις». Η απορία τού συνεντευξιαστή ήταν: «Δεν υποκύπτετε έτσι σε ό,τι καταγγέλλετε, τον συνωμοτισμό;», για να πάρει την απάντηση: «Καταγγέλλω τις πλασματικές συνωμοσίες (…)»[3]. Αλλά τελικά ποιος κρίνει ποιες είναι οι πραγματικές και ποιες οι πλασματικές συνωμοσίες στο χαοτικό μας κόσμο; Χωρίς να θέλει κανείς να υποκύψει σε έναν αφελή σχετικισμό, τελικά δε μπορεί παρά να αναγνωρίσει, ότι σε πολλές περιπτώσεις η φύση της συνωμοσιολογικής θεώρησης είναι ενταγμένη σε ένα πλαίσιο ιδεολογικών και φιλοσοφικών αναφορών, σκόπιμων ή μη. Για κάποιους διανοητές, όχι μόνο μια ιδεολογία αλλά η φύση των σύγχρονων κοινωνιών συνολικά είναι επιρρεπής στο να παγιδεύεται μέσα στα συμφραζόμενά της και απαρνείται ως παράλογο ή ως ανορθολογικό οτιδήποτε βγαίνει εκτός από ένα θεσπισμένο λειτουργικό πλαίσιο: «Η ορθολογικότητα δεν είναι ένας απόλυτος, αμετάλλακτος παράγων, αλλά είναι πάντα σχετική με τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Η ιστορική ανάπτυξη και η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα εκθέτουν την ορθολογικότητα ως εξεχόντως ανορθολογική: ο λόγος γίνεται χωρίς νόημα. Η σύγχρονη ορθολογικότητα γίνεται αντικείμενο απάρνησης από το γεγονός ότι θέλει να διαιωνίσει το status quo. Αποκαλεί θεωρίες ό,τι αντιφάσκει με το υπάρχον ανορθολογικό σύμπαν, ενώ αυτές είναι ορθολογικές ακριβώς επειδή αρνούνται να συνεργασθούν με την τρέλα. Είναι πάντοτε μια λειτουργία της φιλοσοφίας το να αναγνωρίζει το ανορθολογικό στην υπάρχουσα πραγματικότητα και να σχεδιάζει τη «συγκεκριμένη άρνησή» του. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, αυτή η λειτουργία σήμερα έχει παραχωρηθεί στην αποκαλούμενη μετα-τεχνική ορθολογικότητα. Αυτή μπορεί να προτείνει μια εναλλακτική λύση μόνο αν δεν εγκαταλείψει το καθήκον της αξιολογικής απόφανσης για το υπάρχον σύστημα και της κριτικής του υπέρβασης»[4]. Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε κι ένα άλλο σχετικό σχόλιο, του Adorno αυτή τη φορά: «Ο επιστημονισμός, που περιόρισε την επιστήμη στον καθορισμό γεγονότων και στη μαθηματικοποίηση, αντικαθιστά την έννοια με τη φόρμουλα, την αιτία με τον κανόνα και την πιθανότητα. Μεταφράζει τις ποιότητες σε λειτουργίες και ο θετικιστής λογοκριτής αρνείται ως μυθοπλασία, αυταπάτη ή έλλειψη νοήματος κάθε τι που πηγαίνει πέρα από το τελετουργικό αυτών των μορφοποιήσεων».
Τελικά, ίσως το ζητούμενο να είναι η ισορροπία ανάμεσα σε δύο άτοπους τρόπους σκέψης: σε έναν σχετικισμό, από τη μια, που συναντάται συχνά και σε μεταμοντέρνες προσεγγίσεις («όλες οι θεωρίες– ακραία συνωμοσιολογικές ή μη-  είναι ενταγμένες σε ένα ιστορικό πλαίσιο και άρα, πάνω-κάτω, είναι όλες παγιδευμένες σε ένα συγκεκριμένο είδος λόγου, συνιστώντας ισάξια είδη αφηγηματικής σκέψης»), και σε έναν ορθολογικό δογματισμό από την άλλη, που ευνοεί την απόρριψη (σε βαθμό ποινικοποίησης μερικές φορές) των θεωριών εκείνων που κρίνονται ανορθολογικές και ενίοτε επικίνδυνες.
Θα τελειώσουμε από εκεί που αρχίσαμε. Στην Ελλάδα το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Η έξαρση του φαινομένου, με κεντρικό το παράδειγμα του Λιακόπουλου, δε σημαίνει ότι μιλάμε ξαφνικά για μια νέα κατάσταση. Η συνωμοσιολογία μπορεί να άρχισε από τον καιρό του λεγόμενου Αγαθάγγελου ή του Παπουλάκου, ήδη από το 18ο αιώνα, και ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει ως τρόπος σκέψης. Ερχόμενοι στη δική μας εποχή, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο νεοέλληνας αρέσκεται να δίνει εύκολες πολιτικές ερμηνείες, σχετικές με κρυφά κέντρα εξουσίας, με σχέδια ομάδων και ξένων δυνάμεων κτλ. Αυτή η τάση μπορεί να έχει να κάνει με το γεγονός ότι πράγματι, για ένα μεγάλο διάστημα, στην Ελλάδα κυριαρχούσε η συνωμοσία, η διαπλοκή του παρακράτους και οι παρασκηνιακές παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, και μια κάποια καχυποψία, με δόσεις συνωμοσιολογικής θεωρίας, μπορεί να είναι και λογική στη σύγχρονη πολιτική μας σκέψη. Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε την παγκοσμιότητα του φαινομένου και τις εξηγήσεις που μας προσέφερε ο Taguieff. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τη φράση που δανείστηκε ο τελευταίος από τον Julien Gracq: μερικές φορές, «δεν διψάμε τόσο για αλήθεια, όσο για αποκάλυψη».  

Ο Βαγγέλης Αγγελής είναι ιστορικός


[1] Michael Landmann, «Κριτικές του Λόγου από το Μαξ Βέμπερ ως τον Ερνστ Μπλοχ», στο περ. Λεβιάθαν, τ. 1/1988.
[2] Ελευθεροτυπία 5/9/2008, επιμέλεια αφιερώματος  Ανδρέας Πανταζόπουλος
[3] Στο ίδιο
[4] Michael Landmann, «Κριτικές του Λόγου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: