11/6/11

Μια ποίηση που δεν υπέγραψε καμιά «Βάρκιζα»

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ[1]

Για την ποίηση του Γιάννη Δάλλα

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Η γενιά του Δάλλα, η πρώτη δηλαδή μεταπολεμική ποιητική γενιά που αναδύεται μέσα από τη φωτιά της Αντίστασης και τις στάχτες του Εμφυλίου, μοιάζει μια γενιά «ορφανή» ή, σωστότερα, μια γενιά που αναζητάει τους χαμένους πατέρες της ψηλαφώντας τις λαβωματιές της ρημαγμένης της ιστορίας, Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά του ’30, φαίνεται να ’ναι μια γενιά χωρίς καμιά μυθολογία ή με μια ερειπωμένη μυθολογία, η οποία θα πρέπει να οικοδομήσει το ποιητικό της ρήμα συναιρώντας βασανιστικά την εμπράγματη αγωνία του προσώπου και της πραγματικότητας.

Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Δάλλας, οι κύριες τάσεις στο πλαίσιο αυτής της γενιάς είναι τρεις, τάσεις που σιγά-σιγά θα συγκλίνουν για να συναντηθούν αργότερα –διατηρώντας η καθεμιά την καταστατική της ιδιοπροσωπία– σε μια «ποιητική κοινή»[2]. Η πρώτη, η υπαρξιακή, θα αναζητήσει τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, την αγωνία του μεμονωμένου ανθρώπου σε μιαν το ίδιο αγωνιώδη κι ανταγωνιστική προς αυτόν πραγματικότητα. Η δεύτερη, η πολιτική, με «ελεγείες μαρτυρίων», καταγραφές αγώνων και αγωνιών και με μια παραμυθιακή, παρηγορητική ρητορική, θα πασχίσει σε ξερονήσια, φυλακές ή στην αποπνικτική, γκρίζα ατμόσφαιρα του μεταπολέμου να περισώσει μνήμες αγώνων και αγωνίες της μνήμης, μαζί με επικλήσεις ενός απελευθερωτικού και απελευθερωμένου μέλλοντος. Και η τρίτη, τέλος, τάση, η μεταϋπερεαλιστική, θα αφήσει πίσω της (πέρα από λιγοστές εξαιρέσεις) τον άκριτο, αρυτίδωτο, εφηβικό μεσοπολεμικό υπερρεαλισμό για μια παραγωγή στο πλαίσιο της οποίας πια «δεν “ονειροποιείται” η πραγματικότητα, αλλά “αγριεύει”, εφιαλτικοποιείται το όνειρο»[3].
Η ποίηση του Δάλλα μοιάζει να συμμετέχει και στις τρεις αυτές τάσεις. Μόνον που το κάνει με έναν τρόπο εξαιρετικά ιδιόμορφο, εξαιρετικά επιλεκτικό. Από τον υπερρεαλισμό ή μεταϋπερρεαλισμό ο Δάλλας θα δανειστεί την αποδιαρθρωτική τής συμβατικής λογικής εικονοποιία του, το «παραλογικό» του στοιχείο (όπως ο ίδιος το ορίζει μιλώντας για την ποιητική του Σαχτούρη) και την «αντιεξουσιαστική» (ως προς τη γλώσσα, τη σύνταξη και την καθεστωτική και κατεστημένη λογική) άρθρωση της ποιητικής του, έτσι που η ίδια η ποίηση να συλλαμβάνεται ως μια «μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων»[4].
Σε σχέση με τις δυο άλλες τάσεις, είναι μάλλον δύσκολο να οριστεί ο βαθμός «συμμετοχής» τους στην ποίηση του Δάλλα, γιατί σε αυτήν οι δυο τάσεις ποτέ δεν υπάρχουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη.[5] Η ύπαρξη και η συνύπαρξη (γιατί αυτός είναι ακριβώς ο ορισμός του πολιτικού), για να δανειστώ τον τίτλο μιας ιδιόμορφης και δύσκολα να ταξινομηθεί ειδολογικά συλλογής του, κυριολεκτικά συνυπάρχουν σε μιαν απόλυτα διαλεκτική ισορροπία. Η ποίησή του μοιάζει να επιβεβαιώνει εκείνον το κλασικό ορισμό τής συνείδησης από τον Λεβ Βυγκότσκι, ότι δηλαδή η ίδια δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινωνική σχέση με τον εαυτό μας, υπενθυμίζοντας έτσι, με τον δικό της τρόπο, πως το υπαρξιακό είναι βαθιά πολιτικό και το πολιτικό εναγώνια υπαρξιακό. Στην ουσία, πρόκειται για μια ποίηση διαρκούς μετεωρισμού, ακροβασίας ανάμεσα στο πρώτο ενικό και στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ή αλλιώς μια ποίηση που, σαν τον Ιανό, προσπαθεί να συνδέσει την πληθυντική πληθωρικότητα του Μαγιακόφσκι και την πυκνή εσωτερικότητα του Έλιοτ[6], συναιρώντας ενικότητα και πληθυντικότητα, ενδοσκόπηση και εξωστρέφεια, υπέρβαση του παρόντος (για να κρατηθεί απ’ το παρελθόν αυτό που το συγκεκριμένο παρόν σκοτώνει και απωθεί για να γεννηθεί το ίδιο) και υπέρβαση, επίσης, του παρόντος από τη σκοπιά του «εισέτι μη είναι», από τη μεριά des Prinzips Hoffnung, (δηλαδή της «αρχής της ελπίδας», καταπώς το ’λεγε ο Ernst Bloch).
Όσο για την πολιτική διάσταση στην ποίηση του Δάλλα θα συμφωνήσω απόλυτα με τις παρακάτω παρατηρήσεις του Παναγιώτη Νούτσου:
«Η πολιτική διάσταση του ποιητικού έργου του Γιάννη Δάλλα ενυπάρχει στο σύνολο σχεδόν των εκφάνσεών της, εκτιθέμενη με έναν πλούτο συνυποδηλώσεων. Ακόμη και εκεί που επιχωριάζει, για να σταθώ σε ορισμένους τόπους της πληθωρικής αυτής ποίησης, η «φυσική» και η «μεταφυσική» της ανθρώπινης ύπαρξης, ο βιωμένος χρόνος και η καθημερινότητα, ο έρωτας και ο θάνατος, η αποκαλυπτική αίσθηση του κόσμου με τη μεταφυσική φωτός και σκότους, η φυγόκεντρος αγορά και η εσωτερική «εξορία», οι καταθέσεις των ποιημάτων ποιητικής (συχνά σε αντίστιξη με τους ομοτέχνους του ποιητή) και η «ονειροδικία» ή η αποτύπωση της λειτουργίας του «ονειροθραύστη», η αρχαία μυθολογική και η νεώτερη δημοτική παράδοση, η παρουσία του Καβάφη και των προσλήψεών του, εύκολα διακρίνεται η πολιτική υποστάτωση του ποιητικού υποκειμένου».[7]
Αυτή η πολιτική διάσταση της ποίησης του Δάλλα επιτονίζεται και ενισχύεται από τα παρακάτω στοιχεία:
–Μια βαθιά αίσθηση του ασυμβίβαστου, του μη εξαγοράσιμου, της μη σύμπραξης (του nicht mitzumachen, όπως θα έλεγε η Κριτική Θεωρία), του «απροσκύνητου» και του ασυνθηκολόγητου:

σαν όρθια άρνηση
ανάμεσα στα σπαθιά αδεκάτιστος
σε τόσα ασήμια ανεξαγόραστος[8]

Δεν πρόκειται για ποίηση της ήττας ούτε και ποίηση της αντίστασης, αλλά για την ποίηση ως αντίσταση και ως αξιοπρέπεια, για την ποίηση ως μια ηθική των λέξεων και του λόγου. Η ποίηση του Δάλλα και πολλών άλλων που «δεν παραδέχτηκαν την ήττα», νιώθοντας όμως στο ίδιο το πετσί τους το τι σημαίνει το Vae victis των ποικιλώνυμων Βρέννων, είναι μια ποίηση που δεν υπέγραψε ποτέ (μαζί με εκείνον τον «μαύρο των ψυχών μας τον κουρσάρο, τον ασώματο καπετάνιο»[9]) καμιά Βάρκιζα. Ο ίδιος θα το δηλώσει με σαφήνεια και στην Ανατομία[10] και στους Χρονοδείκτες:
«Και πίσω από το δάσος των χαμένων η φωνή δεν λύγισε. Γύρισε προς τα μέσα κι έγινε περιπλοκή και ρίζα. Έγινε γρίφος κι εφιάλτης των αστών. Κι ύστερα βγήκε η Επιθεώρηση Τέχνης και μίλησε για ποίηση της ήττας.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει...» [11]

-Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι αυτή η πολιτική διάσταση της δαλλικής ποίησης δεν είναι ούτε πανηγυρική δοξολόγηση ενός μεσσιανικά προσδοκώμενου μέλλοντος ούτε αδιαμαρτύρητη αγιοποίηση του συντελεσμένου («γλώσσα συντροφική πώς κομματιάστηκες;» γράφει στην Ανατομία ενώ στους «Ιδεοπράχτες» θα βάλει σε τάξη τους «λογαριασμούς» του με το πρόσφατο ιστορικό και πολιτικό παρελθόν) και ούτε, φυσικά, ακατάσχετη λαθολογία και μεθεόρτια αλαζονεία του υστερόχρονου και των Nachgeborenen (των επιγόνων, στους οποίους ο Μπρεχτ αφιερώνει ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, αιτούμενος την επιείκειά τους μέσα από την κατανόηση των δυσκολιών με τις οποίες θα έπρεπε οι παλαιότεροι να αναμετρηθούν). Το πολιτικό έρχεται ως καρπός μιας γρηγορούσας «ολόπικρης νόησης», μιας ασυμβίβαστης ηθικής στάσης και μιας βαθιάς συνείδησης της ιστορικότητας, όπως ακριβώς αναδεικνύεται στο επόμενο κομμάτι από τους Χρονοδείκτες:

«Η ιστορία χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας –τη σωματική μας- παρέμβαση, δεν θα υπήρχε. Θα έμενε κοίτη ξερή χωρίς καταρράχτες και ξαφνικά τους στημένους απέναντι υδατοφράχτες της. Χωρίς την οργιώδη της βλάστηση και απ’ την αντίπαλη όχθη τους φανατικούς υλοτόμους της. Και τότε, ακαριαία, αποχτά παρουσία και κατατρώγει τους δράστες της. Γίνεται εκείνη ο δράστης κι εμείς τ’ άβουλα ή φανατισμένα φερέφωνά της: ο βιαστής, και νομέας ακόμη, του προσωπικού μας πεδίου. Και τέλος, το σώμα της και το σώμα μας ασύμπτωτα μεταξύ τους σαν δύο ξένα εν ψυχρώ ενεργούμενα».[12]
Εδώ θα πρέπει να σταθούμε για να μιλήσουμε λίγο παραπάνω για κάτι που προηγουμένως υπαινιχθήκαμε. Είπαμε, λοιπόν, στην αρχή ότι το 1944 είναι μια χρονιά κλειδί στη φιλοσοφία της ιστορίας που υποθεμελιώνει την ποιητική του Δάλλα. Ήδη εμφανίζεται στις Πόρτες Εξόδου (1962), στο ποίημα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Νοών νοείτω», για να ξαναπεράσει αργότερα και στους Χρονοδείκτες:

 Η ιστορία για σένα τελειώνει και ξαναρχίζει από κει:
Ο ημεροδείκτης δείχνει Δεκέμβρης
Το ρολόι σταμάτησε στο ’44.

Δεν πρόκειται φυσικά για έναν φετιχισμό των χρονολογιών κι ούτε για μοιρολόγημα της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε ή της αδύνατης επανάστασης που ποτέ δεν επαγγέλθηκε. Πέρα από ανέξοδες (αν και εμπορευματικά «επωφελείς») επαναστατικολογικές φλυαρίες και τρωϊκά θρηνολογήματα για το μάταιον των αντιστάσεων και την «βεβαίαν πτώσιν», ο Δάλλας μοιάζει να ξέρει καλά, μαζί με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ πως ο λαός έχει μόνο λίγα λεπτά κάθε εκατό περίπου χρόνια για να γίνει κύριος της μοίρας του. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένει πιθανόν άλλα τόσα. Και επίσης ο Δάλλας μοιάζει επίσης να ξέρει, μαζί με τον Μπένγιαμιν, ότι υπάρχουν ημερομηνίες που στην ουσία είναι «ιστορικοί συμπυκνωτές του φιλμ του χρόνου», σπάζοντας τον κενό και ομοιογενή χρόνο και αφήνοντας την κάθε στιγμή του ανοιχτή σαν μια «μικρή πύλη, μέσα από την οποία θα μπορούσε να προβάλει ο Μεσσίας»[13]. Είναι ακριβώς αυτή η γνώση που του επιτρέπει να επιμένει στο συλλογικό όραμα  ακόμη και «ύστερα από τη διάψευση ή από την ουτοπική μετάθεσή [του]»[14] και να γράφει στο τέλος των Ισολογισμών:

       Αμβρακικέ ήρθε ο καιρός οι δυο να σμίξομε
γεροκροκόδειλε που αφρίζει το μουσούδι σου
κι ύστερα σέρνεσαι με ιριδισμούς στα ελιόδεντρα
τι ήθελε αυτός ο μισθωτός που χτες ξεβράστηκε
πρωί-πρωί τι θέλει ο υποχόνδριος;
εγώ κρατώ γι’ αλλού τις σφαίρες της φωνής μου
και ξέρω πού να τις φυτέψω

Δεν είμαι ο ναυαγός της ναυμαχίας σου

Εγώ κατηφορίζω μ’ όλα τα ψηλώματα
με λόγια αγριοκάτσικα – κι η μέρα μου
δεν είναι το κοτσάνι του ηλιοτρόπιου
η μέρα μου χαράζει κατακόκκινη
και με υψωμένη τη γροθιά της[15]


Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΠΤΔΕ του ΑΠΘ


[1] Αποσπάσματα από μια μεγαλύτερη μελέτη με τον τίτλο «Συμβολή σε μια “πολιτική οικονομία” της δαλλικής ποιητικής» που θα δημοσιευτεί στο προσεχές αφιέρωμα του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας στον Γιάννη Δάλλα.
[2] Γιάννης Δάλλας, Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίηση και ιδεολογία, Αθήνα 2007, εκδ. Κέδρος, σ. 128 κ.ε.
[3] Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,, «Ο Ελληνικός σουρρεαλισμός και ο Μίλτος Σαχτούρης» στο Αναφορές, Αθήνα (2η έκδοση) 2007, εκδ. Έρασμος, σ. 47-48.
[4] Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, Αθήνα 2004, εκδ. Γαβριηλίδη, σ.31.
[5] Ήδη από τη δεκαετία του 1960 ο Τάκης Σινόπουλος προσδιόριζε, με αφορμή τις Πόρτες Εξόδου, αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά της δαλλικής ποιητικής: «Βασικά κοινωνική η ποίηση του Δάλλα, με πολλαπλές προβολές και διαθλάσεις στον εσωτερικό χώρο, ποίηση που γεννιέται από τη συνάρτηση ή τη διαμάχη κοινωνικών και ατομικών βιωμάτων, γίνεται σε τελευταία ανάλυση μια ποίηση συνείδησης και ‘ηθικού’ προβληματισμού», «Βεβαιότητα και επάρκεια του ποιητικού λόγου. Γιάννη Δάλλα Πόρτες Εξόδου, εκδ. Ενδοχώρας, Αθήνα 1962», περιοδικό Εποχές, τχ. 7, Νοεμ. 1965, σ. 70.
[6] «Ο Ιανός της ποίησής μου από τότε με δύο πρόσωπα, τον Μαγιακόφσκι και τον Έλιοτ», Χρονοδείκτες, ό. π., σ. 55.
[7] «Για την πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιάννη Δάλλα», Κυριακάτικη Αυγή (ένθετο «Αναγνώσεις»), 15 Αυγούστου 2010.
[8] Από το ποίημα «Πρόπλασμα», Ποιήματα 1948-1988, Αθήνα 1989, εκδ. Νεφέλη, σ. 231.
[9] Ποιήματα, ό. π., σ. 290:
[10] Ποιήματα, ό. π., σ. 200.
[11] Χρονοδείκτες, ό. π., σ. 33.
[12] Χρονοδείκτες, ό. π., σ. 13-14.
[13] Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Μ. Παράσχη, Αθήνα 1983, εκδ. Ουτοπία, σ. 16.
[14] Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Αθήνα 2010, εκδ. Ίκαρος, σ. 50.
[15] Ποιήματα, ό. π., σ. 254.

Δεν υπάρχουν σχόλια: