11/12/10

Ένας Ευρωπαίος στην Αμερική

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

CHARLES SIMIC, Η Μουσική των Άστρων, ποιήματα, μτφρ. Στρατής Χαβιαράς, Ντίνος Σιώτης, εκδόσεις κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 97

Όταν τον Αύγουστο του 1991, σε μια συνέντευξη για το περιοδικό Pogledi, ο Σέρβος ποιητής Dejan Stojanovic ρώτησε τον σερβικής καταγωγής (γεν. Βελιγράδι, 1938) Αμερικανό ποιητή Charles Simic ποια ερωτήματα τον βασάνιζαν ως ποιητή και άνθρωπο, εκείνος είπε πως κάθε φορά που πηγαίνει στο παντοπωλείο της γειτονιάς του για ν’ αγοράσει κάποια από τις αγαπημένες του ιταλικές σάλτσες, «ο παντοπώλης τον παίρνει παράμερα και του λέει: ‘Τι είναι όλα αυτά που γίνονται στον κόσμο, κυρ-καθηγητή;’. Δεν έχω ιδέα, του απαντώ, αλλά το σκέπτομαι συνέχεια». Λοιπόν, αυτή ακριβώς η σκηνή είναι η ριζική σκηνή της ποίησης του Charles Simic.
Στέκεται πάνω σε μια βιώσιμη -προς το παρόν- πέτρα, τριγυρισμένος από το αχανές σύμπαν, απελπιστικά θνητός ανάμεσα σε απελπιστικά θνητά όντα, με τη διαρκή αίσθηση ενός κινδύνου που δεν αφορά στα σκοτεινά κοσμολογικά ερωτήματα, αλλά στην ακεραιότητα αυτού-που-είναι-καθένας-μέσα-στον-κόσμο, και ρωτάει το μόνο υποκείμενο που μπορεί να  μην τον εξαπατήσει ή τουλάχιστον να μην προδοθεί στην προσπάθειά του να τον εξαπατήσει: «Τι είναι όλα αυτά που γίνονται στον κόσμο, ποίημα;». Και το ποίημα απαντά: «Δεν έχω ιδέα, αλλά το σκέπτομαι συνέχεια».
Τα ποιήματα του Simic σκέπτονται πολύ για αμερικανικά ποιήματα, αν και όχι για ποιήματα γραμμένα στην αγγλική. Η πέραν του Ατλαντικού κριτική δίνει την εντύπωση πως δεν έχει καταλάβει το ουσιώδες αυτής της ιδιόμορφης ποίησης. Δεν κουβεντιάζουμε καν την φλυαρία της δημοσιογραφικής βιομηχανίας, που πιέζει τα βιώματα τού ποιητή, για να χωρέσουν στη συγκροτημένη υπαρξιστική σκέψη των ποιημάτων. Η αίσθηση του κινδύνου, που διατρέχει τον κόσμο του Simic δεν έχει να κάνει με την τραυματική εμπειρία του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού -ο ποιητής μετανάστευσε στις Η.Π.Α. σε ηλικία 16 ετών- αλλά με το σκοτάδι που περιβάλλει το Dasein. Κανένα φοβικό σύμπλεγμα δεν συγκαταλέγεται στα χαρακτηριστικά ενός ποιητή, του οποίου η ιδιάζουσα σκέψη θεματοποιεί τα πιο ριζικά ερωτήματα:

Το νωθρό φως των άστρων αγωνίζεται να κατευνάσει τα νεύρα μας.
Σσσς, λέει, τη στιγμή που πέφτει η νύχτα.
Στην αϋπνία μου μετρούσα Έλληνες και Αιγυπτίους θεούς
αντί για πρόβατα. Ψιτ, τους ψιθύριζα, όταν στον ουρανό
τα βήματά τους ακούγονταν δυνατά.
 (σ. 24) 
Αυτοί οι στίχοι διαθέτουν μια καλλιέργεια εμφανέστατα ευρωπαϊκή. Η αμερικανική διάστασή τους εντοπίζεται, βέβαια, σε κάτι άκρως σημαντικό: στην άνεση με την οποία το ποίημα συστεγάζει όντα και πράξεις με πολύ διαφορετική θέση στην αξιολογική κλίμακα του δυτικού πολιτισμού. Tο στοιχειωμένο από τη μεταφυσική φως των άστρων ασχολείται με τη κατάσταση των νεύρων του ανθρώπου, δίχως όμως να εγκαταλείπει την ενεργητικότητα της διάνοιξης. Η νωθρότητά του, μάταια πασχίζει να κατευνάσει την αγωνία του Dasein. Ο ποιητής, ανταποκρινόμενος στην προσαγόρευση του έναστρου σκότους, δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αφεθεί σ’ έναν κοινότοπο, σχηματοποιημένο με ανιαρές εικόνες, ύπνο. Αφουγκράζεται την ιστορία -στη μυθική πηγή της- και προσπαθεί ν’ αποκαταστήσει μιαν επικοινωνία με τα πρωταρχικά σύμβολα των θεοτήτων, στη βάση των δικών του καθημερινών, ζωτικών όρων.
Η θεσμική αμερικανική κριτική -πάσχουσα από χρόνιο μικροαστισμό- εντοπίζει σ’ αυτήν την προσπάθεια, απλά την χρήση μυθικού, ιστορικού, θρησκευτικού και φολκλορικού υλικού. Σαν να επρόκειτο για μια κατασκευή, που ακολουθεί το πρωτόκολλο των σχολών δημιουργικής γραφής. Αλλά, όταν το ποίημα δεν χρησιμοποιεί τον χώρο και τον χρόνο παρά μόνο ως στοιχειώδεις προϋποθέσεις, με τις οποίες σχηματίζεται το υπάρχον, διανοίγεται μια άλλη σχέση με την Ιστορία και το πολιτιστικό περιεχόμενό της:
Η προσωπική μου συνέντευξη με το Άπειρο Σύμπαν έφτασε ως εδώ:
Γίνεται ανιαρό το να είσαι ακατανόητο;
(και τότε το φαντάστηκα, ή στ’ αλήθεια σήκωσε τους ώμους;)
 (σ. 27)   
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αιφνίδια μεταμόρφωση των υπαρκτικών όρων. Η αβεβαιότητα που διατρέχει την εμπειρία, το βίωμα, γίνεται σιωπή. Το Άπειρο Σύμπαν, πηγή το βιαιότερου των ερωτημάτων που βασανίζουν τον άνθρωπο, αρκείται στην σιωπή μιας εικόνας, η οποία ανήκει –ακόμα και για την πιο καλπάζουσα φαντασία- στο υποκείμενο (διαβάζω Ρίτσο ή το φαντάζομαι;). Δεν πρόκειται καθόλου για Εικονισμό -όπως παρατηρεί ακάθεκτη η αμερικανική κριτική- αλλά για μινιμαλισμό, αν και όχι με την life style διάσταση των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Ο μινιμαλισμός του Simic περιορίζεται στην χρήση απλών γλωσσικών οντοτήτων, με βασικότερη τη νοηματικά αυτάρκη πρόταση:

ΤΡΕΛΟΙ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Δες το που γυρνάει σαν τροχός
και γίνε ένα με τη λάσπη.

Το φορτηγό είναι γεμάτο κλουβιά
με κοτόπουλα που κακαρίζουνε τη μοίρα τους.

Ο οδηγός έχει πάει για βοήθεια σ’ ένα
χαμαιτυπείο με μια μπάντα.

Μυρτώ, Φύλλις – ή όπως σας λένε, κορίτσια,
πάρτε κανέναν υπνάκο όσο μπορείτε.
 (σ. 33)

Όπως δείχνει το παραπάνω ποίημα, το οποίο απαστράπτει George Oppen, η ποίηση του Simic σχετίζεται μάλλον με τον αντικειμενισμό (objectivism), ή τουλάχιστον με τον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο οι αντικειμενιστές ποιητές παραθέτουν στοιχειώδεις εικόνες, ανοίγοντας χώρο στον αναγνώστη. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός πως ο Simic δεν αποστειρώνει τους δεσμούς του ποιήματος με τον κόσμο. Αντίθετα, φροντίζει πάντα να τοποθετεί σε καίριο σημείο τον μίτο του, τον μίτο που θα ακολουθήσει ο αναγνώστης, ώστε να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο έτσι κι αλλιώς δαιδαλώδη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο μίτος εμφανίζεται στους δύο πρώτους στίχους: κάτι γυρνάει σαν τροχός στο πεπρωμένο των όντων και η διάνοιξή του απαιτεί το βίωμα της λάσπης.
Φυσικά, αν και μια τέτοια ποίηση δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τους ρητορικούς εθισμούς της αμερικανικής μεταπολεμικής παράδοσης: αναπνευστικά οργανωμένος ρυθμός, καθημερινή εκφορά και πάνω απ’ όλα αφηγηματικότητα, ξεχωρίζει με την εποικοδομιστική (constructivistic) τακτική της. Οι υπερρεαλιστικές τάσεις της (η αμερικανική κριτική ονομάζει «υπερρεαλιστικό» οτιδήποτε μη συμβατικά αναπαραστατικό) δεν είναι παρά απόλυτη σύμπλευση με τις απόψεις, τις οποίες εξέθεσαν οι εικαστικοί καλλιτέχνες Naum Gabo και Antoine Pevsneri, το 1924, στο Ρεαλιστικό Μανιφέστο τους, κείμενο κλειδί για τον εποικοδομιτισμό (Constructivism): «Ο χώρος και ο χρόνος είναι οι μοναδικές μορφές με τις οποίες χτίζεται η ζωή». Όλα τα υπόλοιπα έρχονται και παρέρχονται, δηλαδή. Η τέχνη δεν αποδίδει, αλλά κατασκευάζει μιαν εικόνα του κόσμου. Και δεν υπάρχει πουθενά «εκείνο το υπέρτατο πνεύμα, που θα μας δώσει έναν μύθο ισχυρότερο από το αφήγημα που ονομάζουμε ζωή» (The Tradition of Constructivism. Ed. Steven Bann. Viking Press, New York, 1974., σσ. 3-11).
Δεν έχει σημασία αν ο Simic διάβασε ποτέ αυτό το κείμενο. Οι αρχές του ξεπέρασαν τη Ρωσική Πρωτοπορία και διείσδυσαν τόσο πολύ στη Δύση, ώστε να αποτελούν σήμερα ενδιάθετα στοιχεία της. Σημασία έχει πως μια σοβαρή περιγραφή αυτής της ποίησης μάλλον θα έπρεπε να προσανατολιστεί στην επιμονή της να αντιμετωπίζει το υπάρχον ως μια προσωπική –μη εξαιρουμένων των κοινωνικών προϋποθέσεων- κατασκευή, με τη σύνθεση βιωμάτων, αντιλήψεων, ενθυμήσεων, προβολών, που δεν έχουν καμία τάξη. Κι ακόμα πως το ποίημα, απαντά σε ένα ερώτημα, συναρμολογώντας κομμάτια από διαφορετικά στοχαστικά υλικά, για να αναδείξει κυρίως τις προϋποθέσεις της εντοπιότητας της συνείδησης. Αυτό είναι αμιγής εποικοδομητισμός και ο Simic, ένας ποιητής με ρίζες στα ευρωπαϊκά μάλλον παρά στα αμερικανικά ποιητικά δρώμενα.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: