11/12/10

Επιστροφή στον Λαβύρινθο

Ένα πολιτικό γκροτέσκο «εκτός ορίων», που δίχασε τους ρωσόφωνους αναγνώστες

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

ΒΑΣΙΛΙ ΑΞΙΟΝΟΦ, Οι ουρανοξύστες της Μόσχας, εκδόσεις Καστανιώτη, εισαγωγή-μεταφραση Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, σελ. 411

Το 2006 στη Ρωσία κυκλοφόρησε ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα του πολύ ταλαντούχου αλλά και αμφιλεγόμενου Ρώσου συγγραφέα, Βασίλι Αξιόνοφ, το Μοσκβα-Κβα-Κβα, το οποίο προκάλεσε μια ολόκληρη καταιγίδα στη ρωσόφωνη αναγνωστική κοινότητα. Ο μεταφραστής του στα ελληνικά, Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, για κάποιο λόγο αποφάσισε ν’ αλλάξει τον τίτλο του βιβλίου σε Ουρανοξύστες της Μόσχας, παρόλο που ο πρωτότυπος τίτλος είχε ένα σημασιολογικό βάρος: το «Κβα-Κβα» δεν έχει καμιά σχέση με το κράξιμο των βατράχων, αλλά με το γαλλικό «quoi; quoi;» που σημαίνει «τί; τί;» Ο συγγραφέας μ’ αυτόν τον τρόπο αναρωτιέται, τι ήταν η Μόσχα των αναμνήσεών του, η Μόσχα την παραμονή του θανάτου του Στάλιν. Η απάντηση που δίνει, με μεγάλη δόση νοσταλγίας, θέλει σκέψη και συζήτηση: η Μόσχα ήταν λίκνο δεσποτισμού και σκληρότητας, όπως και οι αρχαίοι πολιτισμοί. 
Στο σύντομο εισαγωγικό σημείωμά του ο μεταφραστής επέλεξε να αναβιώσει τη βιογραφία του Βασίλι Αξιόνοφ, που απεβίωσε τον Ιούλιο του 2009, αλλά, κατά τη γνώμη μας, αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ένα πολύπλοκο πολιτικό γκροτέσκο, απαιτούσε μια κατά πολύ ευρύτερη εισαγωγή, με πολλαπλές αποκωδικοποιήσεις των ονομάτων και των καταστάσεων εκείνης της όχι και τόσο μακρινής εποχής. Οι επεξηγήσεις αυτές είναι απαραίτητες ακόμα και για τους νέους Ρώσους αναγνώστες του Αξιόνοφ, πόσο μάλλον για τους Έλληνες, για τους οποίους η Ρωσία της δεκαετίας του ‘50 παραμένει ερμητικά κλειστή πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα.
Πέρα από αυτό, ο Βασίλι Αξιόνοφ αποτελεί συμβολική μορφή για μία μερίδα ρώσων αναγνωστών, ενώ για κάποιους άλλους είναι εξαιρετικά απεχθής: οι θαυμαστές του έργου του είναι εξ ίσου πολλοί με τους επικριτές του.
Το 2006, στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στο πλαίσιο της Έκθεσης «Βιβλία της Ρωσίας», ο Βασίλι Αξιόνοφ δήλωνε: «Όποιος θέλει, μπορεί να πλησιάσει και να χαστουκίσει τον συγγραφέα». Κανείς βέβαια δε το έκανε, αργότερα όμως, στον περιοδικό Τύπο, τα χαστούκια, όπως και επευφημίες, έπεφταν βροχή. Δεν ήταν λίγοι που αναφώνησαν: Ποιος σκέφθηκε να ξεθάψει τον Αξιόνοφ; Ο συγγραφέας ομολόγησε ότι συνέλαβε την ιδέα του μυθιστορήματος το 1991, όταν αγόρασε διαμέρισμα στον περίφημο μοσχοβίτικο ουρανοξύστη, όπου σε ένα από τα τζάμια του παραθύρου διάβασε χαραγμένο: «Χτίστηκε από τους κατάδικους».
Οι ουρανοξύστες της Μόσχας (ας αφήσουμε τον ελληνικό τίτλο για την ευκολία συνεννόησης) είναι ένας σύγχρονος μύθος, μια αλληγορία, οι αναμνήσεις του παρελθόντος αναμειγμένες με τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής και ζυμωμένες με τη αρχαία μαγιά της ελληνικής μυθολογίας και φιλοσοφίας, όπου οι κύριες αναφορές γίνονται στο μύθο του Θησέα και της Αριάδνης και στην Πολιτεία του Πλάτωνα.
Η Μόσχα -μια μεγαλούπολη της εποχής του Στάλιν με τα τρομερά της μυστικά και τους σκοτεινούς θρύλους– από μόνη της είναι ένας μύθος, ένας ζωντανός οργανισμός, ένα τέρας, που με τα ανελέητα σαγόνια του αλέθει τους ανθρώπους. Πόσο μάλλον όταν αυτή η Μόσχα παρουσιάζεται σε μορφή Λαβύρινθου, με τον αιμοβόρο Μινώταυρο στα σπλάχνα της.
Ο Στάλιν του Αξιόνοφ είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα, αφέντης και δέσμιος του τρομερού Λαβύρινθου, από όπου ούτε γι’ αυτόν υπάρχει διέξοδος. Γι’ αυτό και επιλέγει τις νυχτερινές τηλεφωνικές συζητήσεις με τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον ποιητή Κιρίλ Σμελτσακόφ, τον Θησέα, επίσης θύμα και θύτη, που η ιστορία –και ο μύθος– τον θέλουν ήρωα. «Δεν είναι εύκολο πολύ να είσαι ήρωας//όταν με τους θεούς στενά συγγενεύεις» (σελ. 89), ομολογεί ο Κιρίλ Σμελτσιακόφ στο ποίημά του «Ο μίτος της Αριάδνης», ορόσημο στη ζωή των ηρώων και στη μυθιστορία τους. Στο μυθιστόρημα δρουν φανταστικά αλλά και υπαρκτά πρόσωπα, κι εδώ παρουσιάζεται η επιτακτική ανάγκη για υποσημειώσεις, που θα λειτουργούσαν ως «μίτος του μεταφραστή», αλλιώς η αφήγηση «κρεμάει», γίνεται έως και παράλογη.
Το κουβάρι της υπόθεσης ξετυλίγεται το 1952, μέσα σε έναν από τους περίφημους ουρανοξύστες της Μόσχας, στα τέσσερα διαμερίσματα των εκπροσώπων της «νέας τάξης», της κομματικής ελίτ – του μυστικού πυρηνικού φυσικού Ξαβιέρι Ξαβιέριεβιτς Νοβοτκάνι (το όνομα και μόνο παραπέμπει στη «νέα τάξη»: «νοβοτκάνι» σημαίνει «νέας ύφανσης»), με τη γυναίκα του Αριάδνα Λουκιάνοβνα («Λουκιάνοβνα» - από το «Λουκιανός») και την κόρη τους Γλυκερία (Γλύκα), του ποιητή Κιρίλ Σμελτσιακόφ, επτάκις βραβευμένου με το Βραβείο «Στάλιν», του ήρωα του πολέμου, ελληνικής καταγωγής ναυάρχου Γεωργίου Μοκκινάκη, και του Γιούρα Ντοντερόν, συνομήλικου της Γλύκας, γιού ενός άλλου μυστικού επιστήμονα της χώρας.
Μεταξύ τους αναπτύσσονται ερωτικά τρίγωνα, τετράγωνα, πολύγωνα, στα οποία στο τέλος συμμετέχει και ο ίδιος ο Στάλιν. Όλο το μυθιστόρημα είναι ποτισμένο από έρωτα, τζαζ μουσική και ...αλκοόλ. Αυτά τα τρία είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τον οργανισμό του βιβλίου, υφαίνουν τον ιστό των αναμνήσεων του συγγραφέα για την περίοδο που ζούσε τη 19η άνοιξή του.
Στη σελίδα 108 εμφανίζεται και ο ίδιος ο Αξιόνοφ, ως Τακ Τακόφσκι. Το όνομα, που αποδίδεται                                                       στη ρωσική του εκδοχή, δεν λέει απολύτως τίποτα στον Έλληνα αναγνώστη – αντιθέτως λέει πολλά στους Ρώσους. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Κάποιος Καπόφσκι»: επαρχιώτης, γιος έγκλειστων στη φυλακή πολιτικών κρατουμένων, παραμένει ανύπαρκτος για το σύστημα και αόρατος για την πανέμορφη ηρωίδα, τη Γλύκα. Μόλις στη σελίδα 274 αποκτά όνομα, όταν έρχεται η ώρα της απίστευτης εξομολόγησης της Αριάδνης Νοβοτκάνι: στα χρόνια του πολέμου, εκείνη, ως σοβιετικός πράκτορας, ταξίδεψε στο Βερολίνο, έγινε ερωμένη του Χίτλερ και τον απήγαγε στη Μόσχα. Η Αριάδνη αναγνωρίζει στο πρόσωπο του νεαρού «Κάποιου Καπόφσκι» το γιο της Λίντια Χμέλικ, γνωστής λογοτέχνιδος και μελετήτριας της λογοτεχνίας. Σ’ αυτό το σημείο, το παιχνίδι των λέξεων παραμένει μετέωρο, χωρίς την κατάλληλη επεξήγηση: ο συγγραφέας εννοεί την Λύντια Γκίνσμπουργκ, συνονόματη της μητέρας του Αξιόνοφ, Ευγενίας Γκίνσμπουργκ. Έτσι, το κουβάρι οδηγεί τον αναγνώστη στον προσωπικό λαβύρινθο του συγγραφέα.
Γενικά, από το κουβάρι της αφήγησης ξεπροβάλλουν τόσες κλωστές, που η καθεμιά τους οδηγεί στην καινούργια διέξοδο από το λαβύρινθο του μυθιστορήματος, και είναι κρίμα ο έλληνας αναγνώστης να στερείται την ευχάριστη δυνατότητα να αντικρύσει το φως το αληθινό.
Οι ένοικοι του 18ου ορόφου της πολυκατοικίας ζουν στο δικό τους Λαβύρινθο, θύτες και θύματα, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή από άρχοντες να γίνουν βορά του πανταχού παρόντος Μινώταυρου. Η πόλη, η χώρα, παρουσιάζονται σαν ένα γιγάντιο κοχύλι, ένα σύστημα από μικρούς και μεγάλους λαβύρινθους-παγίδες. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της επίσημης προπαγάνδας και της πατριωτικής ποίησης του Κιρίλ Σμελτισακόφ, ο οποίος λατρεύεται από τη νεολαία σχεδόν εξ ίσου ειδωλολατρικά με τον Στάλιν, η λαβυρινθοπολιτεία μοιάζει περισσότερο με απέραντη φυλακή παρά με την ιδανική πλατωνική πολιτεία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Μόσχα αντιπαραβάλλεται με τις Συρακούσες, πόλη των μεγαλεπίβολων ουτοπικών σχεδίων του Πλάτωνα. Οι συγκρίσεις είναι φανερές, αλλά και κρυπτογραφημένες: οι αναγνώστες του βιβλίου, όπως τα μέλη μιας μυστικής στοάς, κατανοούν το κείμενο στο βαθμό που τους επιτρέπει το στάδιο της δικής τους μύησης. Αλλά εδώ ανοίγονται ατελείωτα επίπεδα προς συζήτηση, που αφορούν το άμεσο παρόν μας, που κάνουν ακόμα πιο σοβαρή την έλλειψη των σημειώσεων που έλεγα πριν. 
Αν ο ίδια η περσόνα του συγγραφέα –λόγω πολιτικών φρονημάτων της οικογένειάς του- δεν έχει στο μυθιστόρημα όνομα, το υπηρετικό προσωπικό των ενοίκων του ουρανοξύστη έχει μόνο τα μικρά ονόματα, όπως στα ευλογημένα χρόνια της δουλοπαροικίας στη Ρωσία. Ονόματα Ρώσων χωρικών, σε αντίθεση με τα μακρόσυρτα και κωδικοποιημένα ονόματα των βασικών ηρώων. Οι «δουλοπάροικοι» πάντως στην προκειμένη περίπτωση είναι βαθμοφόροι των ειδικών υπηρεσιών, και καθήκον τους είναι να παρακολουθούν και να κατασκοπεύουν τα «αφεντικά» τους. Νοσηρή φαντασία; Κάθε άλλο! Πικρή αλήθεια με κάποια δόση υπερβολής: ας θυμηθούν οι Έλληνες διπλωμάτες, που υπηρετούσαν στη Σοβιετική Ένωση, τους ντόπιους οδηγούς, καθαρίστριες και μαγείρισσες των πρεσβειών τους...
Πολυεπίπεδη είναι και η σχέση των δύο ηρώων του έργου –του ποιητή Κιρίλ Σμελτσιακόφ και του Στάλιν, του Θησέα και του Μινωταύρου. Η φιγούρα του ποιητή Κιρίλ Σμελτσιακόφ σίγουρα θέλει περισσότερη προσοχή. Στο πρόσωπό του εύκολα αναγνωρίζεται ο διάσημος σοβιετικός ποιητής Κωνσταντίν Σίμονοφ, έξι φορές βραβευμένος με το Βραβείο «Στάλιν» και μία με το βραβείο «Λένιν», αντιπρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ σε χαλεπούς καιρούς, όταν μία του λέξη και μόνο έκρινε την μοίρα του έργου και της ίδιας της ζωής των λογοτεχνών. Τους πολύ «μυημένους» ο Αξιόνοφ τους διασκεδάζει με άκρως πικάντικές λεπτομέρειες: στο μυθιστόρημα ο ποιητής Σμελτσακόφ κλέβει τη γυναίκα ενός πολεμικού του φίλου, στρατηγού, ενώ στην πραγματικότητα ο στρατηγός Ροκοσόφσκι έκλεψε από τον Σίμονοφ τη γυναίκα του, διάσημη ηθοποιό Βέρα Σερόβα...
Οι σχέσεις του Στάλιν με τον πραγματικό Σίμονοφ ήταν τόσο στενές και περίπλοκες, όσο και με τον μυθιστορηματικό Κιρίλ Σμελτσακόφ: ο ευνοούμενος του ηγέτη, ο Σίμονοφ, «δεν αισθανόταν τον εαυτό του προφήτη στον τόπο του, τον έβλεπε σαν ένα απλό στρατιώτη, που στέκεται σ’ ένα συγκεκριμένο σκαλοπάτι της ιεραρχικής κλίμακας. Οι σταλινικές διαταγές δεν μπορούσαν να τον ταπεινώσουν∙ μπορεί να υπέφερε βαθιά, να έψαχνε τα λάθη του, αλλά δεν είχε καμιά αμφιβολία για την αναγκαιότητα αυτών των διαταγών». Μόλις διαβάσαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο της Ναταλίας Ιβάνοβα στο περιοδικό Ζνάμια (Ν7, 1999) «Ο Κωνσταντίν Σίμονοφ με τα μάτια της γενιάς μου». Θα μπορούσε να ήταν απόσπασμα από τους Ουρανοξύστες της Μόσχας. Τα όριά των δύο ποιητών –πραγματικού και μη- διαρκώς δοκιμάζονται: η αφοσίωση εγκυμονούσε προδοσία, η φιλία έκρυβε φόβο, ο ιδανικός έρωτας μεταμορφωνόταν υπό το βλέμμα του Μινώταυρου σε απλή συνουσία. Ίσως η ιδεώδης κομμουνιστική πολιτεία, όπως φιλοσοφήθηκε στην αρχή, απέτυχε γιατί οι άνθρωποί της έχασαν τα όριά τους, τα οποία, κατά τον Πλάτωνα, καθιστούσαν τη συμπεριφορά τους απέναντι στους συνανθρώπους, στην πόλη, στους Θεούς και στην φύση ορθή (Πολιτεία, 427Β).
Στην Πολιτεία-Λαβύρινθο επιβραβεύεται το αλκοόλ και απαγορεύεται η τζαζ. Το πρώτο κοιμίζει, το δεύτερο ξυπνάει. Η μουσική δεν απουσίαζε μόνο στη δεκαετία του ‘50 αλλά και πολύ αργότερα, όταν διαφθορέας της νεολαίας ανακηρύχθηκε το ροκ. Στο μυθιστόρημα και στη ζωή όλοι πίνουν ασταμάτητα, αλλά περισσότερο από όλους οι λογοτέχνες: έτσι, την εμφάνισή τους στο βιβλίο κάνουν ο Γιούρι Ολέσα, ο Αλεξάνδρ Φαντέγεφ, ο Ίλία Έρενμπουργκ, όλοι με ένα ποτήρι στο χέρι.
Υπό την επήρεια του οίνου εκμυστηρεύεται στον Κιρίλ Σμελτσακόφ τους μύχιους φόβους του κι ο Στάλιν: ο ηγέτης όλων των λαών τρέμει τον Τίτο, τη συνομωσία κατά του ίδιου και της ιδεώδους πολιτείας του. Στο πρόσωπο του Κιρίλ, παρά το φανερά αντισοβιετικό και αντισταλινικό προγραμματικό του ποίημα «Μίτος της Αριάδνης», ο Στάλιν βλέπει τον στρατιώτη που θα τον γλιτώσει  από τους «τιτοϊστές». Παραλογισμός; Κοτζάμ Στάλιν φοβάται την απόβαση στη Μόσχα των χαϊδούκων του Τίτου; Μανιοκατάθλιψη ενός σχιζοφρενή; Κάθε άλλο! Ιστορική αλήθεια (σκληρή, στα όρια του πολέμου ή του πραξικοπήματος η σοβιετικό-γιουγκοσλάβικη αντιπαράθεση, πρόβα τζενεράλε των κατοπινών επεμβάσεων στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία), αντικατοπτριζόμενη στους αστικούς μοσχοβίτικους θρύλους (το υποβρύχιο που περιμένει το σινιάλο του Στάλιν, έτοιμου να δραπετεύσει από το Κρεμλίνο, δολοφονία και όχι θάνατος από ασθένεια του Στάλιν κ.τ.λ.) μέσα από το πρίσμα ενός γκροτέσκου (γιάφκα των πρακτόρων του Τίτου στην Κεντρική Αγορά της Μόσχας, έφοδός τους στο εξοχικό του Στάλιν και η απόδραση του Στάλιν με το υποβρύχιο, στον 18ο όροφο του ουρανοξύστη, στην αγκαλιά της Γλύκας).
Κάποιοι θεωρούν ότι το μυθιστόρημα του Αξιόνοφ έχει τις καταβολές του στο βιβλίο του Μίλοβαν Τζίλας Πρόσωπο της απολυταρχίας, με την κριτική του κομμουνισμού ως πλέον απολυταρχικού καθεστώτος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ’ αυτόν ανήκει και ο όρος νέα τάξη, τον οποίο μεταχειρίζεται ο Αξιόνοφ. Όμως τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο, ιδιαίτερα στην ιστορία. Ο Μίλοβαν Τζίλας πέθανε το 1995 και δεν πρόλαβε να ζήσει τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
«Η νεότερη ιστορία της Γιουγκοσλαβίας –βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ, διαμελισμός στα ανήμπορα μίνι-κράτη, συκοφαντική προπαγάνδα στα δυτικά ΜΜΕ και στο τέλος της «ανθρωπιστικής» βακχανάλιας– ο θάνατος του Μιλόσεβιτς στη φυλακή της Χάγης, διέψευσαν την κριτική του Τζίλας», γράφει η Ρουσλάνα Λιάσεβα στην εφημερίδα Λογοτεχνική Ρωσία (Ν13, 2006). «Η παγκοσμιοποίηση ανασήκωσε το δημοκρατικό της προσωπείο, έδειξε τα δόντια της και το πρόσωπό της, απεδείχθη πολύ πιο τρομερή από το πρόσωπο της απολυταρχίας... Κι αν η στάση του Τζίλας μπορεί να κατανοηθεί, η στάση του Αξιόνοφ, που έγραφε το κείμενό του το 2005, είναι ανεξήγητη... Με φόντο αυτά τα γεγονότα, η απεικόνιση της Μόσχας της εποχής του Στάλιν ως Κόλασης και ιστορικού Κακού φαίνεται δυσανάλογη της πραγματικότητας... Υπερβάλλετε, κύριε Αξιόνοφ! ... Στο σύγχρονο κόσμο της παγκοσμιοποίησης γλεντάνε κάτι ‘μανάρια’, που τα ‘πάθη’ του νεαρού Μινχάουζεν στη Μόσχα της δεκαετίας του ’50 φαίνονται πταίσματα».
Μήπως τελικά ο συγγραφέας βρέθηκε σ’ έναν άλλο Λαβύρινθο; Μισό αιώνα αργότερα από τα γεγονότα που περιγράφει ο Αξιόνοφ, στη Ρωσία και στη Γιουγκοσλαβία συνέβη ό,τι ακριβώς φοβούταν «λογοτεχνικά» ο Στάλιν και ο Τίτο. Δεν αλληλοεξοντώθηκαν. Τους εξόντωσε ένας άλλος Μινώταυρος, τον οποίον ο Αξιόνοφ είτε δεν πρόσεξε, είτε δεν κατάλαβε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του.


Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: