4/12/10

Ο ελληνικός 20ός αιώνας και τα γραπτά τεκμήριά του

Το περιοδικό Μαρτυρίες και ο κύκλος του

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Στο προηγούμενο, πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, επιχειρήθηκε μια περιγραφή της ιδεολογικής ταυτότητας και των ειδικών χαρακτηριστικών του περιοδικού Μαρτυρίες (1962-1966) ενός σχετικά αφανούς εντύπου κριτικής και λογοτεχνίας που εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ανήκε στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς. Οι Μαρτυρίες, υπό την καθοδήγηση του Μανόλη Λαμπρίδη, ήταν επίσης φορέας έκφρασης μιας ομάδας φίλων, ποιητών και κριτικών (ανάμεσά τους ο Βύρων Λεοντάρης, η Ζέφη Δαράκη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Τάσος Πορφύρης, ο Μάρκος Μέσκος, κ.ά.), ενώ από το 1971 και έπειτα μετεξελίχθηκαν στο περιοδικό Σημειώσεις.
                                                                        
Η πρωτοκαθεδρία του Μανόλη Λαμπρίδη

Ωστόσο, η άσκηση του κριτικού ελέγχου στις Μαρτυρίες γινόταν με τρόπο αρκετά επιμερισμένο, καθώς το βάρος στον τομέα της υλιστικής μελέτης φαινομένων τα οποία σχετίζονται με τις τέχνες, έπεφτε στον Λαμπρίδη.  Ιδίως εκείνος διέθετε πολύχρονη οργανωτική πείρα και ήταν σε ικανό βαθμό ενημερωμένος για το τι συνέβαινε στον τομέα της μαρξικής θεωρίας διεθνώς˙ αυτός έπαιζε το ρόλο του «καθοδηγητή» της ολιγάριθμης συντροφιάς και είναι εύλογο ότι εκείνος επέλεγε τα θέματα των συζητήσεων οι οποίες ήταν συχνές και συνήθως με βάση αυτές μεταφράζονταν άρθρα, επιλέγονταν βιβλία προς παρουσίαση, γράφονταν σχόλια. Η οδηγητική του πρωτοκαθεδρία φαίνεται αμέσως σε όποιον διατρέξει, έστω και βιαστικά, τα περιεχόμενα των δέκα τευχών της πρώτης και των δυο τευχών της δεύτερης εκδοτικής περιόδου του περιοδικού. Πρώτα τον σταματούν, λόγω της συχνότητας, των θεμάτων αλλά και της έκτασής τους, οι δικές του μελέτες, και κατά δεύτερο λόγο οι πιο σύντομες αν και ανάλογης προβληματικής προσεγγίσεις, του Βύρωνα Λεοντάρη («Η λυρική αίσθηση και η σύγχρονη ποίηση», τχ. 9), του Στέφανου Ροζάνη («Ο νατουραλισμός στη σύγχρονη ποίηση», τχ. 2), του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου («Η δυνατότητα μιας σύγχρονης ποιητικής», τχ. 7). Σε μια τρίτη ματιά ξεχωρίζει τα κριτικά που παρακολουθούν την εκδοτική επικαιρότητα, τη θεατρική δράση και τις κινηματογραφικές προβολές, τα σχετικά σχόλια του Γιώργου Ζαλμά, του Χριστόφορου Αργυρόπουλου, του Γιάννη Καλιόρη, του Παύλου Μάτεσι, τα οποία προστίθενται στις βιβλιοκρισίες του Β. Λεοντάρη, του Γ. Λυκιαρδόπουλου, του Μ. Αφεντόπουλου, του Στ. Ροζάνη, του Τ. Πορφύρη και του αφανούς αν και διαρκώς παρόντος Α. Χρήστου (= Ανδρέα Μυλωνά). Οι καθαυτό λογοτεχνικές συνεργασίες εκτός από τους ήδη αναφερόμενους, όλους συνομίληκους ποιητές, περιέχουν  και ποιήματα του Μάρκου Μέσκου, της Ζέφης Δαράκη, του Ιάσονα Ιωαννίδη. Ας σημειωθεί εδώ ότι στο διάστημα 1962-1964 που ήταν η πιο σκληροπυρηνική περίοδος των Μαρτυριών, από την άποψη των θεωρητικών τους κειμένων, τα οποία λίγο ως πολύ διέτρεχε μια μονότροπη «άτεγκτη μεθοδολογία [..] μονογραμμική και ισοπεδωτική αντίληψη για την πραγματικότητα του αιώνα μας», όπως έγραφε στην Κριτική (τχ. 4-5, 1959) ο Πάνος Θασίτης (Β. Νησιώτης) αναφερόμενος αρνητικά σε παρεμφερές δοκίμιο του Λαμπρίδη («Το πρόβλημα των μορφών και η έννοια του συγχρόνου στην τέχνη» (Κριτική, τχ. 1, 1959, κ.ε.)[1], τα ποιήματα που δημοσιεύονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν η ζώσα τεκμηρίωση ενός μεταφορικού λόγου που δεν απεικονίζει με πιστότητα, δεν περιγράφει με σαφήνεια, δεν είναι ομόλογος προς την άποψη ότι στην τέχνη υπάρχουν μονότροπες σημασίες. Εμμέσως, αυτό δείχνει ότι ο Λαμπρίδης  παρ’ όλο που προσπαθούσε να πείσει το νεανικό ποιητικό apparatus της ομάδας ότι χρειάζεται το έργο να έχει προοπτική (και δη σοσιαλιστική) δεν είχε τις δυνάμεις  να αντιπαλέψει τη μορφοπλασία του μοντέρνου[2], απέναντι στην έννοια του οποίου στεκόταν εξαρχής και συλλήβδην αρνητικά. Τέλος, άλλες συνεργασίες, όπως του Κώστα Θεοφάνους, του Κώστα Κοβάνη, του Ιάσονα Ιωαννίδη ο οποίος ήταν και ο σύνδεσμος με την παρέα του Μάριου Χάκκα, της Ρίτας Μπούμη-Παπά, του Τάσου Κόρφη, ποιητών δηλαδή που δεν ανήκαν οργανικά στην ευρύτερη περιμετρική της ομάδας, είναι μάλλον βέβαιο ότι οφείλονταν σε συστάσεις τρίτων ή, ακόμα, και σε συνυπάρξεις επιβεβλημένες από μια τακτική:  π.χ., από τον φόβο ότι η μη αποδοχή άλλων συνεργατών θα συντελούσε στην ενίσχυση της «φραξιονιστικής»/αποσχιστικής φήμης του περιοδικού[3]. Αλλά, όπως εξάλλου έχει κατατεθεί από όλους σχεδόν τους νεαρούς συστασιώτες των Μαρτυριών, τα περισσότερα δημοσιεύματα, ειδικά τα θεωρητικά, περνούσαν απαραίτητα πρώτα από το άγρυπνο βλέμμα του Λαμπρίδη[4]!
Στην ύλη του περιοδικού, ιδίως σ’ αυτά τα πρώτα δυο χρόνια της κυκλοφορίας του, υπάρχουν, όπως είπαμε, μερικά μελετήματα και άρθρα που διαπνέονται από έναν δογματισμό κάπως πεπαλαιωμένο. Λόγου χάριν, το άρθρο του μόλις εικοσαετούς Ροζάνη για τον νατουραλισμό (τχ. 1, 1962) έχει την αυστηρότητα και την απολυτότητα ενός σχεδιάσματος λενινιστικής σύλληψης, που εκπλήσσει αν το συγκρίνουμε με άλλα μεταγενέστερα γραπτά του, όπως λόγου χάριν το δοκίμιό του για τον Μίλτο Σαχτούρη, στο τεύχος του Απριλίου 1966, όπου πλέον φάνηκε ότι η νεανική παρέα έτεινε να «απογαλακτιστεί» από την καθοδηγητική φροντίδα του Λαμπρίδη. Επίσης, στο ίδιο πρώτο τεύχος, η άκρως διθυραμβική υποδοχή της Ελληνικής ποίησης ανθολογημένης, των Μ. Αυγέρη, Β. Ρώτα, Θρ. Σταύρου, Μ. Μ. Παπαϊωάννου από τον Κώστα Κοβάνη, αν και ήδη της είχαν επισημανθεί λάθη και εσκεμμένες παραλείψεις από τον Μανόλη  Αναγνωστάκη[5]. Ακόμα, ο εκτενής σχολιασμός (τχ. 9, 1964) από τον Μανόλη Λαμπρίδη της «Αμερικής» του Άλλεν Γκίνζμπεργκ (Ginsberg), όπου μπαίνει στο περιθώριο η ριζοσπαστική έκφραση και κρίνεται το ποίημα ως αποτέλεσμα της αντίφασης μεταξύ αστικής ιδεολογίας και αστικού καθεστώτος, ενώ η αιχμηρή του γλώσσα θεωρείται ως «αφηρημένη επιθετικότητα και [καλυμμένη] μορφή προσαρμογής στον καταγγελλόμενο κόσμο». Κυρίως όμως είναι τα μελετήματα του ίδιου του Λαμπρίδη και οι από αυτόν επιλεγμένες μεταφράσεις εκτενών αποσπασμάτων από γαλλόφωνα θεωρητικά βιβλία, όπως, π.χ., αυτό του Αύγουστου Κορνύ (Cornu) «Τα θέματα της λογοτεχνίας της παρακμής» (τχ. 1), ή από αγγλόφωνα, όπως η «Μαρξιστική προσέγγιση στην τέχνη» του M. Harrington (τχ. 3) που δίνουν τον τόνο και το ιδεολογικό στίγμα της πρώτης εκδοτικής περιόδου. Στο κείμενο του Κορνύ, ιδιαίτερα, απηχούνται οι σχεδόν παραπλήσιες με του Ζντάνοφ, μεσοπολεμικές θέσεις του Γκ. Λούκατς, όταν ζούσε στη Μόσχα κάτω από την προστασία της Κομιντέρν, προς τις οποίες, αν και πιο επεξαργασμένα, ήταν συντεταγμένες και οι αμέσως μεταπολεμικές του. Ο Λαμπρίδης συναινεί στην πεποίθηση του Λούκατς ότι η μοναδική τεχνική που αναπαράγει πιστά την πραγματικότητα είναι ο ρεαλισμός. Με την πεποίθηση αυτή άλλωστε φαίνεται ότι αποφάσισε να συνοδοιπορήσει μετά το 1960 και ο ίδιος ο Λαμπρίδης. Και τούτο διότι, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γιάννης Καλιόρης σε οξύτατο ως προς τον έλεγχό του αλλά δίκαιο επιμνημόσυνο κείμενο, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 και σε όλη σχεδόν τη δεκαετία του ‘50, ο Λαμπρίδης δείχνει  διαλλακτικότερος, λιγότερο απόλυτος, μεταστρέφεται ή προάγεται προς το απολυτότερο μετά το 1960 [6]

Η μητέρα εκκλησία και το ποικιλόμορφο «εκκλησίασμα» του Τρότσκι 

Η «υποχώρηση» αυτή του Λαμπρίδη μετά το ’60 συμπίπτει με την κύηση και την έκδοση των Μαρτυριών. Παραταύτα δεν μπορώ να πω ότι είμαι βέβαιος πως ο Λαμπρίδης, ηγετική φυσιογνωμία στον χώρο της μη θεσμικής αριστεράς και διανοούμενος με ευρύτατη μόρφωση, σκλήρυνε τη στάση του ξαφνικά. Τις απόψεις του τις επεξεργαζόταν προσεκτικά, επί χρόνια, και δεν τις εγκατέλειπε καθόλου εύκολα. Το αντίθετο μάλιστα, η όψιμη επίθεσή του εναντίον της ταινίας Μεγαλέξανδρος του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 1981[7] είναι απλώς η συνέχεια της επίθεσής του στις απόψεις της Νόρας Αναγνωστάκη για την ποίηση της Ελένης Βακαλό (Κριτική, τχ. 7-8, 1960), την οποία έκρινε ως μη-ποίηση, τις εικόνες της ως «προϊόντα της αφηρημένης σκέψης [στα οποία] η αποκάλυψη του κόσμου είναι τάξεως νηπιακής, μπουσουλήματα και ψηλαφήματα» (Κριτική, τχ. 9, 1960), και η συνέχεια της επίθεσής του εναντίον του Μπαλκονιού του Ζαν Ζενέ (Μαρτυρίες, 4, 1962, σ. 17-22) τον οποίο είχε το θάρρος να τον εγκαλέσει ως ανέτοιμο να επεξεργαστεί θέματα για τα οποία χρειάζεται «γερός επιστημονικός οπλισμός»! Η προσέγγισή του, όμως, που επηρέαζε και τις προσεγγίσεις των υπολοίπων μελών της άτυπης συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ομονοούσε με τις θέσεις του Τρότσκι: το ότι τα πρόσωπα των βιβλίων έπρεπε να ανταποκρίνονται σε ευκρινή και όχι ρευστά ιδεολογικά σχήματα, το ότι οι δράσεις σε ένα έργο πρέπει να έχουν αρνητικό ή θετικό πρόσημο, έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη η ηθική ή η παρακμιακή του διάσταση, το ότι πρέπει να φαίνεται με κάποιο τρόπο η  φαντασιακή «νοσταλγία» του επικείμενου μεγαλειώδους μέλλοντος του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να εικάσουμε  εδώ ότι η παρέα μικρών και μεγάλων στις Μαρτυρίες, είχε κάτω από το μαξιλάρι της το Λογοτεχνία και Επανάσταση του Τρότσκι, αρκετές απόψεις του οποίου για την τέχνη δεν ήταν και πολύ μακριά από τις λενινιστικές, όμως είναι κάτι περισσότερο από εύλογο ότι η εικόνα του διωγμένου και δολοφονημένου ηγέτη λειτουργούσε στη νεανική ομήγυρη των Μαρτυριών, όπως και στη δική μας γενιά, με όλο το μυθολογικό της φορτίο. Συντελώντας πολλές φορές στο να κερδίζουν οι πιο σύγχρονοί μας τροτσκιστές, όπως ο Παντ. Πουλιόπουλος και ο Αλέξ. Στίνας/Πρίφτης, κατά τεκμήριο πιο ανήσυχοι, διαβασμένοι και ανοιχτόμυαλοι από τους σταλινικούς, ένα μέρος της αύρας που συνόδευε και εξακολουθεί να συνοδεύει τον θρύλο του «περιπλανόμενου προφήτη». Άλλωστε, όπως ήταν προσωποποιημένη η εικόνα των ιδεολογικών στάσεων της περιόδου εκείνης (που κράτησε και έως το 1980), ισχύει μάλλον αυτό που υποστήριζε σε συζητήσεις ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ότι πολλές φορές οι διαφορές στους κόλπους της αριστεράς, προπολεμικής και μεταπολεμικής, ταυτίζονταν με τα πρόσωπα που ήταν αντίπαλα, με το πώς εκπροσωπούσαν ό,τι εκπροσωπούσαν, με τις ρήξεις και τα φοβικά σύνδρομα που προέρχονταν από την απειλή των διασπάσεων, όσο και από βιώματα αποκλεισμού και διώξεων. Και όχι τόσο από τις ιδέες οι οποίες υποτίθεται συγκροτούσαν τις πολιτικές και τις αισθητικές τους αρχές. Ο Μάριος Μαρκίδης, αναφερόμενος σ’ αυτού του είδους τις ουσιώδεις διαφορές, γράφει σε τόνο εξομολογητικό στο επιμνημόσυνο κείμενό του για τον Παναγιώτη Κονδύλη, μνημονεύοντας τις σχέσεις της νεανικής παρέας με τον Λαμπρίδη: «για μας, η επαναστατική μεταμόρφωση του κόσμου είχε δύο απυρόβλητους καθοδηγητές, τον Λένιν και τον Τρότσκυ. Όλα τα άλλα ήταν εγκλήματα του σταλινισμού. Το γεγονός ότι και ο Τρότσκυ επίσης υπήρξε ‘αλλιώς Στάλιν’, το γεγονός ότι πνευματικός πατέρας τού Στάλιν ήταν ο ίδιος ο Λένιν, δεν το προσέχαμε, παρασυρμένοι απ' τη ρομαντική πολιτική περιπέτεια τού ενός και την διαπεραστική οξύτητα των πολεμικών γραπτών τού άλλου. Δεν ήμασταν κομμουνιστές, όσο ήμασταν Ενζολωράδες[8]. Ο Λαμπρίδης μάς συνέφερνε όταν τα πράγματα αγρίευαν από την ανυπομονησία μας να μεταστοιχειώσουμε ‘προλεταριακά’ τον πολιτισμό μαζί με τον κόσμο, συνιστώντας μας να διαβάζουμε πότε πότε, εκτός απ' το Αλφάβητο του Κομμουνισμού, και λίγο Παλαμά, και λίγο Τσάτσο»[9]
Μα, από την άλλη μεριά υπάρχουν στις σελίδες του περιοδικού και αρκετές πολύ ενδιαφέρουσες πολιτικές αναλύσεις πιο ανοιχτές, όπως αρκετά ριζοσπαστικές στις αντιλήψεις τους, που ασφαλώς δεν θα εύρισκαν εύκολα φιλοξενία σε άλλα έντυπα της αριστεράς, ακριβώς λόγω του ότι οι συντάκτες τους απέκλιναν του κανόνα. Πέρα από τα άρθρα του Λαμπρίδη υπάρχουν μερικά εκτενή μελετήματα άλλων, όπως αυτό του Αφεντόπουλου για τη μεταφορά της καφκικής Δίκης από τον Όρσον Ουέλς (τχ. 5-6, 1963), όπως ο σχολιασμός της δίκης Ντάνιελ και Σινιάφσκι στη Μόσχα και των αντιδράσεων των λογίων της αριστεράς, από τον Γιάννη Καλιόρη (τχ. 2-3, 1966), καθώς και αρκετές κριτικές βιβλίου, γραμμένες κυρίως από τους νεαρούς της συντακτικής ομάδας, αλλά ενός επιπέδου που λίγο διαφέρει από εκείνο της Επιθεώρησης Τέχνης. Και επίσης υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του Βύρωνα Λεοντάρη «Η λυρική αίσθηση και η σύγχρονη ποίηση» (τχ. 9, σ. 1-6), που διαβάζοντάς το σήμερα κανείς μπορεί να ξεχωρίσει στο πνεύμα που το διέπει την υπόγεια αντίθεση προς τον αδελφό του, αφού θεωρεί, συγκλίνοντας ουσιαστικά προς το βασικό αίτημα του μοντέρνου, πως «Η βαθμιαία απελευθέρωση του ποιητή από την λυρική αίσθηση [άρα και τη σχέση με την παράδοση], όσο οδυνηρή κι αν φαίνεται, είναι εκείνη που έδωσε και δίνει στη σημερινή ποίηση τη δυνατότητα να συλλάβει το ανθρώπινο γεγονός και να εκφράσει, όχι πια μόνο το συναίσθημα στην ακραία του ένταση, αλλά την ένταση ολόκληρου του ψυχικού κόσμου του σημερινού ανθρώπου» (σ. 6). Από τους άλλους, έκτακτους συνεργάτες, τους προερχόμενους από τα σχήματα της ελληνικής 4ης Διεθνούς στις Μαρτυρίες εμφανίζεται ένας από τους φίλους του Στίνα και του Λαμπρίδη, ο Δημήτρης Λιβιεράτος, ο οποίος δημοσιεύει (τχ. 7) ένα εισαγωγικό σχόλιο για το βιβλίο του Φραντς Φανόν (Fanon), Της γης οι κολασμένοι[10], προαναγγέλοντας την έκδοση ενός βιβλίου του για το πείραμα του αλγερινού σοσιαλισμού του Μπεν Μπελλά[11]. Προπάντων όμως αυτός που πρέπει να προσέξουμε, μολονότι η έντυπη συνεργασία του με τις Μαρτυρίες είναι μια και μοναδική, είναι ο Αντώνης Λαυραντώνης, ίσως ένας από τους αφανέστερους αλλά και πιο ουσιαστικούς ανεξάρτητους λόγιους της μεταπολεμικής αριστεράς, ο οποίος γράφει (τχ. 10, σ.4-9) για την «Επαναστατική ιδεολογία και τις περιπέτειές της». Για τον κάπως φασματικό Α. Λαυραντώνη, νεανικό πρότυπο του Παναγιώτη Κονδύλη, που οι ζητήσεις του ξεπερνούσαν πολύ ακόμα και τα όρια ανοχής των αναλύσεων του Λαμπρίδη για την έννοια του κράτους, τον φασισμό και την ιδεολογική ενσωμάτωσή του στις κοινωνικές πρακτικές, η έννοια της επανάστασης δεν έχει νόημα πέρα από την ιστορική στιγμή που προκαλεί τη διάρρηξη των ορίων του κοινωνικού συστήματος[12], αξίζει να μνημονευθεί ένα ακόμα απόσπασμα που αναφέρεται απευθείας σ’ αυτόν, από το αυτοαναφορικό, μοναδικό ως μαρτυρία κείμενο του Μ. Μαρκίδη: ένα άλλο βράδυ, στο ίδιο σπίτι, [του Λαμπρίδη] που πολλοί θα το έλεγαν πρόθυμα γιάφκα, γνωριστήκαμε με μίαν εντελώς αιρετική (με γνώμονα  τα απομεινάρια τής πολιτικής μας ένταξης) φυσιογνωμία, τον Αντώνη Λαυραντώνη. Ο Λαυραντώνης δεν έγραφε, έλεγε. Κι αυτά που έλεγε μεταμόρφωσαν ριζοσπαστικά στους περισσότερους από μας το σύμπαν των ιδεών μας. Δεν ήταν μόνο ότι κατατρόπωσε τους απατηλούς θαυμασμούς μας, είτε ότι προσγείωσε τις διάφορες διαφωτιστικές πτήσεις μας ανώμαλα. Το κυριότερο ήταν ότι έβαζε εντός αγκυλών τα αξιώματα του ίδιου του ουμανισμού, αποκαλύπτοντάς τον σαν ανθρωποκεντρισμό που για να υλοποιήσει τα ιδεώδη του πρέπει να υποτάξει τη φύση — δηλαδή εγωιστικά να την καταβροχθίσει, να την καταστρέψει. Ο τρόπος με τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αυτής της καταστροφής προσφέρθηκε σε πιάτο από το Μανιφέστο του Μαρξ, υπογράφτηκε από στρατιές μπροστάρηδων  διανοουμένων, αλλά και βάφτηκε με το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων της πίστεως (η οποία δεν υπήρξε στ' αλήθεια παρά ένα φριχτά αποτυχημένο πείραμα). Ο Λαυραντώνης έβλεπε την ιστορία σαν έκφραση μιας μοίρας που  ξεκινούσε πριν από κάθε πολιτική οικονομία, πριν απ' τον μαρξισμό, ίσως απ' τον Δαρβίνο και τον Φρόυντ. Πίστευε ότι το ανθρωποφάγο πείραμα μακροπρόθεσμα θα πετύχει, παρά τις πρόσκαιρες λιποθυμίες του, κι αυτό το πιστεύει ακόμη και σήμερα χωρίς να το εύχεται. Μ' αυτή την έννοια ο  Λαυραντώνης δεν είχε διάθεση για αντικομμουνισμό. Αλλά δεν αισθανόταν και υποχρεωμένος να δηλώνει αντιφασίστας. Δεν ήταν άνθρωπος που ασπάζεται διεξόδους, ήταν άνθρωπος που περιέγραφε τα δίκια από εδώ, τα αδιέξοδα από εκεί των τάχα διεξόδων[13].

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας


[1]Σημειωτέον ότι και ο Πάνος Θασίτης μεταγενέστερα, ιδίως μετά το 1967 και την έλευση της χούντας, μετατοπίστηκε σε πιο δογματικές αντιλήψεις, υποστηρίζοντας, όπως και ο Στρατής Τσίρκας (βλ. Συνέχεια, συζήτηση για την πεζογραφία), μια λογοτεχνία που είναι απόλυτα σχετικιστική με την πραγματικότητα, μια ρεαλιστική τεχνική που χωρίς κρυπτικότητες και ασάφειες αποκλείει, σε συνθήκες ιστορικής αναγκαιότητας, τις πολλαπλές υποκειμενικές ερμηνείες
[2] Ο Π. Θασίτης, πάλι, στο αντιρητικό του προς τον Λαμπρίδη άρθρο, «Ο ερμητισμός στην ποίηση» (Κριτική, τχ. 2, 1959)  ήδη υπογράμμιζε ότι «εδώ και εκατό χρόνια όλοι οι ποιητές [..] προσχωρούν αδιάκριτα στους καινούριους τρόπους».
[3]Σε μικρό άρθρο που κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στον Μ. Λαμπρίδη (τχ. 4, 1962, σ.  30-31) γίνεται μνεία ενός αρνητικού σχολίου της Αυγής (8 Νοεμ. 1962) για ένα άρθρο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (Μαρτυρίες, τχ. 3, 1962) όπου υπερασπίστηκε την προοπτική συνδικαλισμού των διανοουμένων. Η ανοιχτή ειρωνεία του Λαμπρίδη προς την «ιντελιγκέντσια της δεύτερης σελίδας της Αυγής» συνεχίζεται ως το τέλος του μικρού του άρθρου, ενισχυμένη από την αγανάκτησή του για την μη καταχώρηση στη σχετική σελίδα της κυκλοφορίας των Μαρτυριών. «Η διαφωνία -έστω και σοβαρή- προς μια άποψη που είναι εκτεθειμένη στις σελίδες ενός περιοδικού, επιτρέπεται ν’ αποτελέσει λόγο μη αναγγελίας της έκδοσης του φύλλου από την Αυγή, εκεί, στην ακρούλα, όπου η δημοσιογραφική δεοντολογία καταχωρίζει τα έντυπα που στέλνονται σε μια εφημερίδα;» .
[4] Το πόσο επέδρασε στη διάπλαση της παρέας των Μαρτυριών (και μετέπειτα των Σημειώσεων), το ομολογεί ο Στέφανος Ροζάνης στο επιμνημόσυνο άρθρο του «Μια σημαίνουσα απουσία», Αυγή, 8 Δεκ. 2002, σ. 31: «Δεχτήκαμε την ευεργετική του επίδραση όταν εκδίδαμε το περιοδικό Μαρτυρίες (1962-1966). Οι κριτικές του ενασχολήσεις διαμόρφωναν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπτυχθήκαμε. Μια ατμόσφαιρα κριτικού ελέγχου και εγρήγορσης σ’ έναν κόσμο πνευματικής αγκύλωσης και ανελευθερίας », σ. 31.
[5] Μ.Α., «Η νεοελληνική ποίηση ‘από τ’ αριστερά’. Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να περάσει  απαρατήρητο» (=Τα συμπληρωματικά. Σημειώσεις κριτικής. Στιγμή 1985), 21-41.
[6] Γ. Κ., «Μανόλης Λαμπρίδης. Σταθμοί μιας πορείας». Σημειώσεις, τχ. 64, Ιαν. 2007: Αφιέρωμα στον Μανόλη Λαμπρίδη, 1920-2002. Είναι το μοναδικό κείμενο μέσα στο αφιέρωμα που στέκεται κριτικά και αμφισβητεί, θαρραλέα και ανοιχτά, τις παλινωδίες και τις εμμονές, και εν τέλει την ιδεολογική σκλήρυνση  του Λαμπρίδη.
[7] Σημειώσεις, τχ.  20  (=Στρογγυλές κουβέντες. Γαβριηλίδης 2000,  σ. 17-42)
[8] Πρόσωπο των Αθλίων, του Βίκτωρος Ουγκώ, αυθόρμητος μαχητής της παρισινής κομμούνας.
[9] Μάριος Μαρκίδης, Σημειώσεις, ό.π.
[10] «Ο Φανόν και οι Φανονιστές», απόσπασμα από το βιβλίο Η αλγερινή επανάσταση, μαζί με τη μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο του Φανόν, σε απόδοση του Μάριου Αφεντόπουλου (=Μαρκίδη).
[11] Το βιβλίο του Δ. Λιβιεράτου, Η αλγερινή επανάσταση, βγήκε μερικά δυο χρόνια αργότερα από τον Δίφρο. Με τον Λαμπρίδη όμως ο Λιβιεράτος συνεργάστηκε επίσης στα περισσότερα τεύχη του Μαρξιστικού Δελτίου (1959-1967), ενός περισσότερο πολιτικού περιοδικού που απηχούσε τις διεθνιστικές θέσεις. Το Της γης οι κολασμένοι του Φράντς Φανόν μεταφράστηκε στο σύνολό του και βγήκε έπειτα από αρκετά χρόνια, στη διάρκεια της δικτατορίας από τις εκδόσεις Κάλβος. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι η απήχηση της αλγερινής επανάστασης στην Ελλάδα ήταν μεγάλη, σε σημείο που προκάλεσε αυτόκλητες στρατεύσεις για την υπόθεσή της, όπως του Βασίλη Ραφαηλίδη, αλλά και άλλων. Για την ιστορία του θέματος, σύμβουλος του Μπεν Μπέλλα ήταν ο Μιχάλης Ράπτης/Πάμπλο, τότε γραμματέας της 4ης Διεθνούς. 
[12] Για να φανεί πόσο βαθιά  ρηξικέλευθη ήταν η σκέψη του Λαυραντώνη, μοναχική μέσα στα συμφραζόμενα του παραδοσιακού τρόπου με τον οποίο υποστήριζε τη διαχείριση της εργασίας ο σοβιετικός μαρξισμός, αρκεί να αναφέρουμε μια παράγραφο από το άρθρο  «Η επαναστατική ιδεολογία» και οι περιπέτειές της” (τχ. 10, σ. 4 -9), όπου ανέπτυσσε το ελάχιστα τότε γνωστό θέμα της ψευδούς συνείδησης : «Βλέπει λοιπόν κανείς ότι όλες οι λεγόμενες κοινωνικές κατακτήσεις των  καταπιεζομένων δεν αποτελούν βαθμιαία αναίρεση του κυρίαρχου συστήματος συστήματος, αλλ’ αντίθετα συντελούν στην ισχυροποίηση και στην ασφαλέστερη εδραίωσή του. Δεν λειτουργούν σαν άρνηση του συστήματος αλλά σαν κατάφασή του».
[13] Μ. Μαρκίδης, Σημειώσεις, ό.π. Ας προστεθεί όμως εδώ και μια άλλη συναφής όψη του ρηξικέλευθου και ελεύθερου τρόπου σκέψης του Λαυραντώνη, ότι όταν ήταν κατά τη διάρκεια της χούντας φυλακισμένος, έστειλε μια επιστολή όπου προσπαθούσε να εξηγήσει προς τους εκτός Ελλάδας ενδιαφερόμενους γιατί αντί της οργανωμένης  λαϊκής αντίδρασης προς τη χούντα, αντιθέτως υπήρχε  παθητική αποδοχή του καθεστώτος. «Η έλλειψη αντιδράσεων κατά του πραξικοπήματος [..] θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στο γεγονός ότι οι λαϊκές μάζες δεν είχαν κανένα βαθύτερο σύνδεσμο μ’ αυτή τη ‘δημοκρατία’  που κατέρρεε, και δεν αισθάνονταν μια πραγματική ανάγκη να την υπερασπίσουν [..] Όσον αφορά την κατάργηση των ελεύθερων δημοκρατικών θεσμών κλπ., όλα αυτά δεν θίγουν άμεσα και κατά κύριο λόγο την ίδια την εργατική τάξη, αλλά τη γραφειοκρατία της, και, ακόμη, τους αστούς διανοουμένους, επαγγελματίες πολιτικούς και δημοσιογράφους. Η ίδια η τάξη ενδιαφέρεται περισσότερο για τα προβλήματα της ύπαρξής της».

Δεν υπάρχουν σχόλια: