20/11/10

Η γενιά του «Κατώτατου Διεπαγγελματικού Κατοχυρωμένου Μισθού με έκπτωση»

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

DAVID FOENKINOS, Αυτόνομες καρδιές, εκδόσεις Κασταλία, σελ. 143

Ζουμ σ’ εκείνη, που στέκεται βουβή και ασάλευτη δίπλα στο σώμα του νεκρού συντρόφου της, με τις κάννες των αστυνομικών στραμμένες πάνω της. Μια σκοτεινή ιέρεια στον τόπο του θυσιαστηρίου. Ένας ολέθριος έρωτας και δυο νέοι άνθρωποι, θύτες και θύματα, τιμωροί και τιμωρημένοι, τρομοκράτες και τρομοκρατημένοι, αποκυήματα μιας σκληρής εποχής, φωτίζονται ανελέητα στη σκηνή. Πίσω τους πέντε νεκροί, πέντε φόνοι χωρίς προμελέτη, χωρίς νόημα, από απόγνωση. Ένα παραλήρημα βίας, ένας παροξυσμός αυτοκαταστροφής και θανάτου, θα οδηγήσει στη δολοφονία ανύποπτων αθώων και οργάνων του νόμου. Οι φόνοι που θα διαπράξουν έχουν δρομολογηθεί από τις περιστάσεις. Μια αποτρόπαιη ακολουθία σφαλμάτων θα γεννήσει το μακελειό που θα ακολουθήσει και θα τους μετατρέψει σε εμβλήματα της εποχής τους. Καταραμένους ήρωες.
Οι κοινωνικές συνθήκες έχουν στήσει το σκηνικό του δράματος. Τα γαλλικά προάστια βράζουν από την ανεργία, το ρατσισμό, την ξενοφοβία. Τα πανεπιστήμια κλονίζονται και αιμορραγούν από την απαξίωση και την ανυποληψία, πτυχίων και ιδεών. Οι κοινότητες των νέων μπολιασμένες οργή και απογοήτευση εξεγείρονται. Αναζητούν τα ιδεολογικά ερείσματα που θα πυροδοτήσουν την εξέγερση, που θα αλλάξει τον κόσμο. Ψάχνουν τον τρόπο να κλονίσουν ριζικά το πολιτικό σύστημα που τους αλέθει στα γρανάζια του χωρίς οίκτο. Η σπίθα λέγεται «Κ.Δ.Κ.Μ.-Κατώτατος Διεπαγγελματικός Κατοχυρωμένος Μισθός με έκπτωση». Ο νόμος περί Επαγγελματικού Συμβολαίου Ένταξης, που επιτρέπει στους εργοδότες να δίνουν χαμηλότερο μισθό στους νέους, θα βγάλει τους φοιτητές μαζικά στους δρόμους. Η γενιά του ‘90 διαβάζει ιστορία και επαναλαμβάνει φιλότιμα το εγχείρημα του Μάη του ‘68.
Ο συγγραφέας ακολουθεί ένα ζευγάρι νεαρών ερωτευμένων στη σύντομη πορεία τους από την επαναστατική έξαψη και δράση, την ερωτική έκσταση και αποθέωση, στην πτώση και τον θάνατο. Ένα ζευγάρι εραστών, σαν όλα τ’ άλλα, θα σπείρει τον τρόμο στην πόλη. Δεν είναι τα αζήτητα παιδιά του περιθωρίου. Οι οικογένειές τους είναι ευυπόληπτες, σχεδόν φυσιολογικές. Το αγόρι είναι αθλητής της αναρρίχησης, ηγέτης, μαχητικός, ανυποχώρητος. Φαντάζει άνθρωπος του προσκηνίου, της ενεργού δράσης, παρά τις αντιφάσεις του. Το κορίτσι ζει στη σιωπή, σε μια διαρκή απόσυρση. Θεωρεί τον εαυτό της άχρωμο, κοινό και ασήμαντο. Ο έρωτας τους είναι το αποτέλεσμα της σαγήνης που ασκούν στις ψυχές τα αντιθετικά ζεύγματα. Όπως συμβαίνει πάντα. Εκείνη διαχειρίζεται φιλότιμα το οικογενειακό μυστικό ενός διαταραγμένου πατέρα. Κατοικεί σ’ ένα καταθλιπτικό περιβάλλον σιωπής και αταραξίας. Οι εφηβικές της εξάρσεις «γεννιούνται νεκρές». Εκείνος προέρχεται από ένα εύθυμο λειτουργικό σπίτι, αντίδοτο στο δικό της. Ο έρωτας θα τους μεταμορφώσει και τους δυο. Όπως συμβαίνει πάντα. Οι επαναστατικές δράσεις θα γεμίσουν την καρδιά τους με ελπίδα και πίστη, ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο για όλους, αρκεί να το θελήσουν. Είναι ωραίοι και τολμηροί. Είναι ακόμα άνοιξη.
Οι καλοκαιρινές διακοπές θα συντηρήσουν την ελπίδα, θα αμβλύνουν τα αδιέξοδα, θα μαλακώσουν την οδύνη των στερήσεων. Όταν η παλίρροια των εξεγέρσεων κοπάσει και η ρουτίνα της καθημερινότητας δώσει τον συνήθη ρυθμό στη ζωή της πόλης, η δική τους αυτόνομη πορεία θα τους ξεβράσει στο περιθώριο των εξελίξεων. Μόνους. Χωρίς στέγη, χωρίς χρήματα, χωρίς υποστήριξη, χωρίς συντροφική αλληλεγγύη, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στην κοινωνία που απεχθάνονται και μισούν. Τότε θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον έρωτά τους, για τη σχέση τους, για τη ζωή τους την ίδια. Παγιδεύονται στην εικόνα εαυτού που διαβάζουν στα μάτια του συντρόφου τους. Κοιτάζονται στον παραμορφωτικό καθρέφτη των παρανοήσεών τους. Αυτός δεν μπορεί να είναι παρά αγέρωχος, αντικομφορμιστής, ριζοσπάστης, πολέμιος κάθε συμβιβασμού. Αυτή γενναία, ατρόμητη, αποφασισμένη. Για να μην την απογοητεύσει. Για να μην τον πληγώσει. Όπως συμβαίνει πάντα.
Όταν φθάσει το φθινόπωρο θα αναδυθούν μέσα τους όλοι οι αρχέγονοι φόβοι της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αγάπη τους γίνεται ένα σαρκοβόρο τέρας. Δεν μπορούν να επιστρέψουν στο κοινωνικό κατεστημένο που έχουν αποκηρύξει και καταδικάσει. Όταν τα αδιέξοδα και οι προσωπικές επιλογές τους εγκλωβίσουν «ανεπαισθήτως», μέσα σε μια ψευδαισθησιακή φυσαλίδα αυτονομίας, μέσα στα τείχη ενός παγερού και έρημου κατειλημμένου σπιτιού, θα σκηνοθετήσουν μια ηρωική και απέλπιδα έξοδο. Η απόγνωση που παρασιτεί μέσα τους, θα μετατραπεί σ’ ένα τυφλό ξέσπασμα βίας. Θα οργανώσουν μια ένοπλη ληστεία-παρωδία. Το σενάριο προβλέπει την ασφαλή και αναίμακτη διαφυγή τους. Αφού θα έχουν εξουδετερώσει τους ένοπλους φρουρούς με τις ίδιες τους τις χειροπέδες. «Όμως, αυτοί οι δυο δεν είχαν» και ο πανικός θα εκτροχιάσει τελείως τη σκέψη τους. Η μικρή αναποδιά μετατρέπεται σε εφιάλτη και αυτοί σε στυγερούς δολοφόνους. «Το τέλος της ιστορίας εκτυλισσόταν μέσα σε είκοσι λεπτά φονικής τρέλας». Μετά μια σκοτεινή άβυσσος και το απόλυτο κενό θα τους σκεπάσει. Όπως συμβαίνει πάντα.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση τους από μια διακριτική απόσταση. Καταγράφει τον ίλιγγο της αγάπης τους, τις έκκεντρες διαδρομές των συναισθημάτων τους, τις ψυχικές τους διακυμάνσεις με ακρίβεια. Με μια σταράτη γλώσσα, γλυκόπικρη και διεισδυτική. Δεν γίνεται απολογητής των πράξεών τους. Δεν μυθοποιεί τις ακραίες επιλογές τους. Διακρίνει όμως και κατονομάζει τις γερασμένες πολιτικές πρακτικές που θα σαρώσουν τις ζωές τους. Το τέλμα των ιδεών, τον κυνισμό του κοινωνικού συστήματος, τη διαφθορά της εξουσίας, την πολιτική αδιαλλαξία και ανικανότητα, που απομυζά τους χυμούς της νεότητας και υποθηκεύει το μέλλον της.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90: «Η νεότητα ήταν ένα ζώο υπό απειλή εξαφάνισης».

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: