6/11/10

Ο συγγραφέας ως θεράπων πασχόντων ανθρώπων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Σ. ΑΡΔΑΒΑΝΗΣ, Θραύσματα και θροΐσματα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 235

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα κείμενα των Θραυσμάτων και Θροϊσμάτων αποτελούν ιδιότυπες ημερολογιακές εγγραφές, έστω χωρίς ημερολογιακές ενδείξεις, χωρίς διακριτές ημερομηνίες. Ότι συνθέτουν το ημερολόγιο ενός δοσμένου στο λειτούργημά του γιατρού∙ ενός γιατρού-ογκολόγου. Αλλά δεν είναι έτσι ή, καλύτερα να πω, δεν είναι μόνον έτσι. Κι αυτό επειδή ο γράφων, στη συγκε-κριμένη περίπτωση ο Αλέξανδρος Αρδαβάνης, δεν περιορίζεται σε μια προσωποκεντρική κατάθεση ή εκμυστήρευση των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αγωνιών, των διλημμάτων και των παλινδρομήσεων που βίωσε κατά την άσκηση του ψυχοφθόρου και, συνάμα, τονωτικού και υπερυψωτικού της ψυχής επαγγέλματός του σε κεντρικό αντικαρκινικό νοσοκομείο της Αθήνας. Σε καμία περίπτωση δεν δείχνει να αρκείται σε μία εσώστροφη εκμυστήρευση γεγονότων και καταστάσεων που τον απασχόλησαν ή τον ταλάνισαν. Αναμφίβολα είναι και ο ίδιος παρών στα όσα καταθέτει, συχνά είναι ευδιάκριτες η ανάσα της αγωνίας του, η καύχηση ή η απογοήτευση για κάποιες επιτυχίες, αποτυχίες ή δια-ψεύσεις του, αναμφίβολα ο λόγος είναι δικός του, αναγνωρίσιμος, ο πρωταγωνιστικός ρόλος, ωστόσο, ανήκει στους άλλους και, πρωτίστως, στους ασθενείς του.
Τα κείμενα που απαρτίζουν τα Θραύσματα και θροΐσματα συνθέτουν, στο σύνολό τους, ένα ευρύχωρο πεδίο, στην έκταση του οποίου φιλοξενούνται δεκάδες ανθρώπινες πάσχουσες υπάρξεις, η καθεμία από τις οποίες διατηρεί την ατομικότητα και την ιδιαιτερότητά της και αποτελεί το κορυφαίο πρόσωπο μιας περιπέτειας που, τις περισσότερες φορές, έχει προδιαγεγραμμένο τέλος. Δοκιμασμένος στην περιπέτεια της γραφής ο Αλέξανδρος Αρδαβάνης, με τέσσερις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, αισθάνεται ότι έχει το προνόμιο αλλά και την υποχρέωση να μιλήσει για τις εμπειρίες και τα βιώματά του∙ να γράψει για τις νίκες και για τις ήττες του, για ό,τι τον συγκλονίζει, διακατεχόμενος από την αίσθηση ότι, νικητής ή νικημένος, γράφοντας, «υψώνει ένα πύκνωμα ζωής ενάντια στο φόβο του θανάτου». Να μιλήσει άμεσα και απλά, χωρίς καμία διάθεση για ωραϊσμούς, χωρίς μασημένα λόγια και συγκαλύψεις, μιλώντας εις εαυτόν, εξομολογούμενος και, συνάμα, εκπροσωπώντας όλους όσοι, όπως αυτός, περιβάλλονται από ανθρώπους που έχουν αισθανθεί το έδαφος της ζωής να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους.
Η πετριά της γραφής, το μεράκι του αφηγητή, δεν εγκαταλείπει τον Αρδαβάνη, ούτε κατά την άσκηση του λειτουργήματος του γιατρού. Γι’ αυτό και δεν αρκείται στην επισήμανση των συμπτωμάτων των ασθενών του, αλλά επιχειρεί, με τη μέθοδο ενός ιδιότυπου εξομολογητή, να τους αποσπάσει μύχιες σκέψεις και μυστικά του πρότερου και του παρόντος βίου τους∙ να διαπιστώσει τι ενδομύχως μηχανεύονται για το δικό τους, άδηλο και ωστόσο, τις περισσότερες φορές, προ-διαγεγραμμένο μέλλον. Εξάλλου δεν διστάζει να ομολογήσει ότι «συλλέγει το απόσταγμα των αφηγήσεών τους και το αποθηκεύει»∙ όχι για συλλέξει το υλικό των μελλοντικών του βιβλίων, αλλά, όπως προκύπτει, για να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό εικο-νοστάσι μορφών ανθρώπων που του ήσαν άγνωστοι, ως τη στιγμή που η μοίρα το ’φερε και δέθηκαν μαζί του, επενδύοντας στις γνώσεις και στην ευαισθησία του το παρόν και το μέλλον τους. Ένα εικονοστάσι, στο οποίο ανατρέχοντας, κατά καιρούς, θα μπορεί να συναρμολογεί κομμάτια της σκόρπιας, αλλά όχι άσκοπα δαπανημένης ζωής του, εντοπίζοντας σ’ αυτό στοιχεία και μνήμες ενισχυτικές της δηλωμένης και της τεκμαιρόμενης πρόθεσής του να είναι και να παραμείνει άνθρωπος.
Θα έλεγα ότι ανάμεσα στον ασθενή και τον γιατρό είναι πάντα διακριτικά παρών ο συγγραφέας, ο οποίος παρακολουθεί και επεξεργάζεται τη σχέση τους σε όλες τις φανερές και κρυφές πτυχές της, λειτουργώντας ως αφανής συλλέκτης του υλικού που τον αφορά. Παρακολουθώντας τον κανείς σ’ αυτήν του τη λειτουργία, εύκολα διαπιστώνει πόσο διαλλακτικός, συγχωρητικός, τρυφερός και προσηνής είναι με τον ασθενή και πόσο αυστηρός, συχνά αδιάλλακτος και απαιτητικός είναι με τον γιατρό. Διαπιστώνει όμως και κάτι άλλο∙ ότι πέρα από τη διαφορά της στάσης του απέναντι στον ένα και στον άλλο, κατά βάθος αντιμετωπίζει και τους δύο σαν δραματικά υποχείρια μιας σκοτεινής δύναμης που διέπει τα ανθρώπινα, σαν ανυπεράσπιστα όντα μπροστά στα γρανάζια μιας ανελέητης εξουσίας και ενός μηχανισμού που, αργά ή γρήγορα, όλα τα αλέθει. Κι ακόμα, διαπιστώνει μια συναισθηματική εμπλοκή ανάμεσα στον συγγραφέα και τον γιατρό, τη συχνή διασάλευση των ορίων ανάμεσα στις δύο αυτές ιδιότητες και έναν σχεδόν μόνιμο μετεωρισμό ανάμεσά τους. Εν πάση περιπτώσει, τόσο ο γιατρός όσο και ο συγγραφέας, διδαγμένοι και οι δύο από την εμπειρία και τα βιώματά τους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υγεία δεν είναι προσόν, όπως και ότι η αρρώστια δεν είναι ελάττωμα. Ότι τόσο η μία όσο και η άλλη αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου ανεξαγόρα-στου νομίσματος, που είναι η ζωή, στα σπλάχνα της ο-ποίας κυοφορείται ο θάνατος. Ότι η αρρώστια δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά η συγκεκριμενοποίηση της μονίμως υπό αίρεση τελούσας αιτίας του αναπόφευκτου τέλους∙ και ότι, εντέλει, η μόνη αληθινή, απρόσβλητη και ακατανίκητη υγεία είναι αυτή που μόνο διά του θανάτου κατακτάται.
Ο συγγραφέας μοιάζει να κρύβεται στον ίσκιο του περιφερόμενου στους διαδρόμους και στους θαλάμους της οδύνης γιατρού. Αόρατος για τους τρίτους, τον ακολουθεί, επιβάλλοντάς του δράσεις και συμπεριφορές∙ υποδεικνύοντάς του τους απαιτούμενους κάθε φορά τρόπους, σχετικά με το πώς θα υποκλέψει λόγια, φράσεις, χειρονομίες κι αισθήματα, καθιστώντας τον πειθήνιο όργανο και εκτελεστή της αχόρταγης επιθυμίας του να μαζέψει ό,τι απομένει από τον έμβιο δρόμο του καθενός, εξασφαλίζοντας έτσι το υλικό της δημιουργίας. Κάπως έτσι προέκυψαν τα κείμενα του βιβλίου. Κείμενα γραμμένα εν θερμώ, με εμφανή, στους αφηγηματικούς αρμούς τους, τα σημάδια της προσωπικής εμπλοκής του γράφοντος σε αλλότριες ζωές. Κείμενα, στην έκταση των οποίων ο αναγνώστης αισθάνεται να αντιπαρατίθενται, χωρίς όμως και να συγκρούονται, η ταπεινοσύνη του πάσχοντος αλτρουιστή γιατρού και η, ως ένα σημείο ελεγχόμενη, έπαρση του δημιουργού∙ έπαρση που οφείλεται σε μιαν απροσδιόριστη, φευγαλέα και συγκεχυμένη αίσθηση υπεροχής∙ στη δυνατότητα που έχει να συγκεκριμενοποιεί, να ακινητοποιεί, να ψαύει και να δείχνει το συμπτωματικό και προσωρινό σύμπτωμα της ζωής, που είναι η αρρώστια, στο πεδίο της γραφής.
Μάλιστα, δεν παραλείπει να καταθέσει την αμηχανία, ίσως και την υποβόσκουσα ενοχή του, γι’ αυτό που κάνει. Γι’ αυτό και, ξεκινώντας το εγχείρημά του, αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί, κατά κάποιο τρόπο, προβάλλοντας επιχειρήματα κοινοκτημοσύνης στην οδύνη, στην αρρώστια, αλλά και στην ίαση∙ σε ό,τι, τελοσπάντων, συντελείται ανάμεσα στους δύο αντιτιθέμενους και ωστόσο άρρηκτα συνδεδεμένους πόλους: τη ζωή και τον θάνατο. Παράλληλα, διακατέχεται από τη βεβαιότητα ότι το ημιτελές και το αποσπασματικό είναι δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μοίρα του ανθρώπου∙ ότι το όλο δεν υπάρχει αφεαυτού του, αλλά συντίθεται από τις επιμέρους εκδοχές του. Απ’ αυτήν την άποψη, οι μεμονωμένοι ήρωες των ιστοριών του βιβλίου, οι κλειστού, κάποτε ασφυκτικά κλειστού, χώρου περιπέτειές τους, συνθέτουν μια τεράστια τοιχογραφία της αληθινής πραγματικότητας που υπάρχει, αναπτύσσεται και εξελίσσεται πίσω από τη στίλβουσα επιφάνεια της καθημερινότητας των πραγματικά ή ψευδαισθητικά, αλλά, σε κάθε περίπτωση, προσώρας υγιών. Αρχική πρόθεση του Αλέξανδρου Αρδαβάνη ήταν, πρώτα να αποδείξει ότι καμιά ιστορία δεν είναι ατομική ή μεμονωμένη και, ύστερα, ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να κοιτάς τις κρυφές λεπτομέρειες της ζωής που ζαρώνουν σιωπηλές στο σκοτάδι. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μπορεί να πει κανείς ότι κατόρθωσε και το ένα και το άλλο.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: