6/11/10

Άδοξοι μεγάλοι και ένδοξοι μικροί

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ: Συνεκδοχές: Τα ποιητικά μορφώματα μιας εποχής, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 242

Κατά κάποιον τρόπο, όχι μόνο η λογοτεχνία των Ελλήνων, αλλά και η κοινωνική και ιστορική συνείδησή μας εν γένει, είναι μια ασάλευτη πλέον στρατιά συνεκδοχών: ένας μεγάλος ποιητής αντί για πολλούς εξαίρετους, ένας πανίσχυρος Κυβερνήτης αντί για πολλούς εκπροσώπους τής βούλησης των πολιτών, μία Αγία Εκκλησία αντί για πολλές θρησκευτικές συνειδήσεις, ένα Αποστολικό Έθνος αντί για πολλές κοινότητες, που συναπαρτίζουν αυτόβουλα κράτος. Κι αν κάποτε οι ανάγκες ενός κρατιδίου, που προσπαθούσε να επιβιώσει σε πείσμα της ίδιας τής Ιστορίας, επέβαλλαν -ή τέλος πάντων δικαιολογούσαν- αυτές τις σωτηριολογικές συνεκδοχές, η αγκίστρωση του ελληνικού βίου στην αγκαθωτή συναισθηματικότητά τους, έφερε τα στοιχεία της κοινωνικής μας συνείδησης στην άκρη του γκρεμού. Στην κορυφή του σταυρού θα έπρεπε να πούμε, διότι η επίλεκτη Μονάδα, που στάθηκε στη θέση του πλούτου της πραγματικότητας, θα αποδεικνυόταν πολύ φτωχή, θα φορτωνόταν όλα τα κενά, τις αδυναμίες, τα λάθη των κρίσεων μεγαλομανίας της εντόπιας ολιγαρχίας, και θα ανέβαινε τον Γολγοθά της αποκαθήλωσης, χωρίς να της αξίζει. Γιατί αυτό που είχε να δώσει θάφτηκε κάτω από αυτό που της ζητήθηκε, κι αυτό που έδωσε ξεθώριασε κάτω από αυτό που δεν έδωσε.
Έτσι αποκαθηλώθηκε ο Παλαμάς. Γιατί δεν υπήρξε αρχηγός καμιάς σχολής, δεν υπήρξε καν αυτός που πρώτος χρησιμοποίησε τη δημοτική και αξιοποίησε τη λαϊκή παράδοση στην ποίησή μας. Υπήρξε αυτός που δημιούργησε το πιο βατό για τους Έλληνες ποιητικό έργο. Κι όταν, με τα χρόνια, η κριτική άρχισε να του ζητά βάθος και πλάτος ανάλογο με τη θέση που του είχε δώσει η πνευματική ολιγαρχία, ο εξαίρετος ποιητής δεν είχε να τα δώσει. Είχε άλλα βάθη και πλάτη, που όμως δεν προσέχτηκαν ποτέ, κρυμμένα πίσω από το εθνικό μεγαλείο. Αν μπορούσε να μοιραστεί την ποιητική ύπαρξή του με τον Βιζυηνό -μεταξύ άλλων- είναι απολύτως βέβαιο πως θα απέφευγε τον ποιητικό αφανισμό του στη συνείδηση του σημερινού αναγνώστη. Έτσι έρχεται αργά αλλά σταθερά και η αποκαθήλωση του Σεφέρη. Επειδή δεν υπήρξε ούτε ο εισηγητής ούτε ο πατριάρχης ούτε καν ο πρώτος του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Υπήρξε οπωσδήποτε αυτός που, μετά από μερικές μοντερνιστικά αμφίβολες προσπάθειες, δημιούργησε το πιο βατό μοντερνιστικό έργο για τους Έλληνες αναγνώστες. Καθώς η κριτική αρχίζει να του ζητά, κατά σειρά προτεραιότητας, πράγματα που μόνο από τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο μπορεί να πάρει -αν τηρηθεί το ιστορικό και θεωρητικό πρωτόκολλο του Μοντερνισμού- ο Σεφέρης δεν έχει να δώσει τίποτα ανάλογο του μοντερνιστικού μεγαλείου με το οποίο τον στόλισε η εθνική μας έπαρση. Αν μπορούσε να μοιραστεί την ποιητική του οντότητα με τον Καρυωτάκη, δεν θα έχανε συνεχώς αναγνώστες. Θυσιάσαμε τους καλύτερους ποιητές μας σ’ έναν γελοίο Γολγοθά, όπου παρέδιδαν -κάθε φορά- το πνεύμα ανάμεσα σε μερικούς κοινούς «λωποδύτες» της ποίησης. Αυτό το μοντέλο γνωρίζαμε καλά, αφού κάθε προσπάθεια γνωστικού φωτισμού της ύπαρξης προσέκρουε στην αντίδραση μιας Εκκλησίας πλήρως εκκοσμικευμένης και γι’ αυτό προσβλητικής για τον ίδιο τον χριστιανισμό.
Δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω αυτές τις σκέψεις, μετά την ανάγνωση της ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ των Συνεκδοχών του Γιάννη Δάλλα. Αλλά «...δεν γλίστρησα μόνος σ’ αυτήν την εκτροπή», που λέει ο Αρχίλοχος. Ισχυρίζομαι πως με έσπρωξε ο ίδιος ο συγγραφέας. Και μάλιστα με άδραξε για να κυλήσουμε μαζί. «Τα δοκίμια αυτού του τόμου», γράφει, «αναφέρονται (...) σε μορφώματα ποιητικά εμπειριών και ιδεών της εποχής μας. Και μορφώματα (...) είναι και έτσι πρέπει να νοούνται τα έργα της γραπτής λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα της ποίησης στην οποία η μεταφορά ανοικειώνει και μορφοποιεί την εμπειρία του κειμένου, καθιστώντας τη μορφή του ως ταυτότητα του τίτλου και των περιεχομένων του ποιήματος. Και με αυτή τη διαδικασία η μορφοποίηση λειτουργεί με δύο τρόπους, γλωσσικά και σημασιολογικά ως συνεκδοχή» (σ. 11). Το να διαβάζει κανείς σε μια τετρασέλιδη εισαγωγή μια θεωρία για την ποίηση, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει άχρηστα τα ασθενικά ερευνητικά πρωτόκολλα της φιλολογίας μας, είναι κάτι που μόνον ο Γιάννης Δάλλας νομίζω πως μπορεί να κατορθώσει. Η στοχαστική δημιουργικότητα αυτού του ανθρώπου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Ωστόσο, αν μια «συνεκδοχική» θεωρία για την ποίηση εκκολάπτεται εδώ, διαφαίνεται επίσης ο κίνδυνος μιας ακόμα «εθνικοποίησης» της ποίησής μας. Θέλω να πω: πού το πάει ο Δάλλας ρίχνοντας τη συνεκδοχή στο τραπέζι; Διότι ο ποιητής και φιλόλογος και κριτικός είναι γνωστός για την ιδεολογική ανάγνωση της λογοτεχνίας. Πάνω σε πιο γλωσσικό υλικό ασκείται το εν λόγω σχήμα λόγου; «...στα συγκείμενά του (του ποιητικού έργου)», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. «Στο καθένα χωριστά, πρωταρχικά, γιατί η συνεκδοχή εισβάλοντας εκεί δημιουργεί ανοίγματα επικοινωνίας του λεγόμενου ‘παραδειγματικού’ πεδίου των συμβόλων και του ‘συνταγματικού’ (...) πεδίου των πραγμάτων: των εμπειριών και νοημάτων της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας» (σ. 12). Κι ακόμα παρακάτω: «Και η διαλεκτική που προανέφερα και οι κανόνες της συνέχειας ή της ρήξης αναλύονται σε τέσσερεις, θα τις έλεγα δυαδικές (και των τριών κατά κανόνα μορφωμάτων τους) ενότητες» (σ. 12). Βέβαια, με τον Δάλλα έχουμε να κάνουμε. Τίποτε δεν είναι απλό, όταν πιάνει την άκρη του κουβαριού του. Η εκ του σύνεγγυς μελέτη του ποιητικού και πεζογραφικού κειμένου τον εντάσσει οπωσδήποτε στην παράδοση της Νέας Κριτικής. Αλλά νωρίς-νωρίς απέρριψε τους δύο μεγάλους φόβους του εν λόγω θεωρητικού ρεύματος: τον φόβο για την εξομοίωση του νοήματος του κειμένου με τις προθέσεις του συγγραφέα και τον φόβο για την ταύτιση των σημασιακών μονάδων του κειμένου με τις συναισθηματικές αντιδράσεις του αναγνώστη. Ο Δάλλας πλησιάζει τα κείμενα δίχως να παρακάμπτει τον δημιουργό και τον αναγνώστη. Εξάλλου, αν αφαιρέσουμε αυτούς τους δύο παράγοντες «απροσδιοριστίας», δεν υπάρχει κανένας δημόσιος χώρος, για να συμβεί το ποίημα.
Η επάρατη λατρεία της παράδοσης, λοιπόν, που φάνηκε για μια στιγμή να σαλεύει πίσω από το «συνεκδοχικό» -ας το ονομάσουμε- αναγνωστικό σχήμα, διαλύθηκε μετά από δύο παραγράφους, στον πλούτο της κοινωνικής και ιστορικής διαλεκτικής. Όμως, αυτή η διαλεκτική των συγκειμένων, που απλώνουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα της εμπειρίας, δημιουργώντας ένα αχανές δίκτυο σημασιών, δεν είναι παρά το κοινωνικό-ιστορικό φαντασιακό, η μόνη πραγματική παράδοση, η μόνη πατρίδα των Ελλήνων: η γλώσσα τους και τα σημασιακά ενεργήματά της. Και εδώ αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο η ποίηση αποτέλεσε το κύριο όπλο εκπαιδευτικής αναπαραγωγής της σωτηριολογικής εθνικής μας συνείδησης. Η ποίηση συμπυκνώνει και αντικαθιστά. Τι καλύτερο για την κατασκευή μιας παραίσθησης μεγαλείου; Την παραίσθηση αυτή, όμως, ο Δάλλας την εισέπραττε πάντα -κατά πρώτο λόγο στην ποίησή του- ως τυραννία του ψεύδους επί της φαντασίας, ως ψεύδος που υποδύεται την ενσαρκωμένη δημιουργικότητα, ως σφετερισμό και αλλοίωση της ρομαντικής ανεξαρτησίας του υποκειμένου. Έτσι, στις επόμενες 250 σελίδες, θα ψηλαφίσει τους δρόμους των ριζών, που έριξαν ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης, ο Φιλύρας, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, οι ποιητές του Μεταπολέμου, μέχρι τις μέρες μας. Αυτή η ψηλάφηση θα προσκρούσει στον μύκητα της ψευδούς αντίθεσης ανάμεσα στον «διαλογισμό» της Ανατολής και την «τεχνοκρατία» της Δύσης. Εκεί, εξετάζοντας το έργο του Ζήση Οικονόμου -ενός ποιητή κραυγαλέα παραγνωρισμένου- θα αποδώσει στον ελληνικό ποιητικό μοντερνισμό την πολυπρισματικότητα που του αφαίρεσε η θεσμική κριτική (σ. 111 κ.ε.).
Οι Συνεκδοχές απαρτίζονται από τα πιο εργαστηριακά κείμενα του Γιάννη Δάλλα. Από τα πιο ενδιαφέροντα για τον ποιητή που αναστοχάζεται τις ποιητικές πρακτικές του, εννοώ. Και σαν τέτοιο προχωρά πέρα από τη «δημοσιονομική» λειτουργία της κριτικής.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: