6/11/10

Τα ποιήματα είναι αγνά, αθώα Εμείς είμαστε οι ένοχοι σ’ αυτή τη ζωή (1)

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ


Δεν αποζητώ τίποτα, μ’ ακούτε, τίποτα, τίποτα
τίποτα από μια ζωή που βολεύτηκε
τίποτα από μια ζωή που Δε λαχτάρησε τίποτα
δεν πάσχισε για τίποτα
και που έμεινε τίποτα
Γιώργος Παπαδόπουλος


«Η βαρβαρότητα συνεχίζεται», θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος αυτής της παρέμβασής μου, δανεισμένος από μια συνέντευξη του ποιητή Μάρκου Μέσκου (2), που σπεύδει να συμπληρώσει με φαινομενική τουλάχιστον ηττοπάθεια: ο ποιητής είναι ηττημένος από τη γέννα του. Μια συντεχνία, επομένως, ηττημένων που απευθύνεται σε αδίστακτους image makers εκπαιδευτές «νικητών», είναι φυσικό να έχει χάσει ήδη από τα αποδυτήρια το παιχνίδι. Ο πραγματιστής και προσγειωμένος εκμεταλλεύεται κάθε αδυναμία του αεροβατούντος δημιουργού, που αν δεν έχει λόγο να τον εξοντώσει, τουλάχιστον τον αγνοεί, τον χλευάζει, τον αποδυναμώνει, διατηρώντας τον στη γυάλα, ως άλλοθι και νομιμοποίηση του συστήματος που υπηρετεί. Άλλωστε κάθε εποχή έχει τους πολιτικούς και τους ποιητές που τις αναλογούν (ποιοτικά και ποσοτικά).
Αυτό που ’γραφε κάποτε ο Μπλάνας στην Αυγή, με αφορμή τη γενιά του ’80, θα μπορούσε να ισχύει για κάθε γενιά και κάθε τέχνη: Η ποιητική γενιά του 1980 θα μπορούσε να σημάνει μια πραγματική αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων, αν η ελληνική κοινωνία δεν είχε αποδιαρθρωθεί σε κομμάτια καταναλωτών. Η ποίηση του 1980 και όραμα έχει και συγκρότηση. Η ελληνική κοινωνία όχι. Άρα δεν τη χρειάζεται. Σημειώνω πως αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος ενός πολιτισμού. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη ή άλλη ποιητική γενιά και στο βαθμό παρέμβασής της, αλλά αφορά την κυρίαρχη αντίληψη ενός σύγχρονου πολιτιστικού προτύπου που διαμορφώνεται και επιβάλλεται με κριτήρια αγοράς. Όπως προβάλλονται τα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ, έτσι διαφημίζεται και ο αρεστός στο χώρο του πολιτισμού. Από κει και πέρα, ακολουθούν η διορισμένη ανακύκλωση προσώπων σε λογοτεχνικές επιτροπές και κυβερνητικά/κρατικά συμβούλια καλλιτεχνικών οργανισμών, η διαμόρφωση και προώθηση, μέσω κυβερνητικών κέντρων και εκδοτικών μηχανισμών, ενός συγκεκριμένου ποιητικού δυναμικού, ο τρόπος εκπροσώπησης και προβολής ανθρώπων των γραμμάτων από παντοδύναμα μιντιακά και εκδοτικά συγκροτήματα (που διαμορφώνουν και την κυβερνητική πολιτιστική πολιτική), η σκοπιμότητα στις βραβεύσεις, η μονομερής οικονομική ενίσχυση φορέων και προσώπων. Είτε ως «προοδευτική» πρόταση, είτε ως εκσυγχρονιστική –με ιδιωτικοοικονομικά, αλλά και μεταμοντέρνα (λογοτεχνικά) κριτήρια– εξέλιξη, οι προβαλλόμενοι στον πολιτισμό/εμπόρευμα εξασφαλίζουν μεν ατομικά προνόμια σίτισης στο Πρυτανείο (δημοσιότητας, προβολής, θέσεων σε Πανεπιστήμια και Ακαδημίες), όμως ως τελικό αποτέλεσμα η πολιτιστική πρόταση, της οποίας αποτελούν έκφραση, δεν έχει συνέχεια, συνοχή και στόχευση. Είναι προορισμένη να συμπεριληφθεί απλώς στον ετήσιο απολογισμό του οργανισμού, να τυπωθεί σε πολυδάπανα (κατ’ ουσία διαφημιστικά και άχρηστα) φυλλάδια, ικανά μόνο να εξασφαλίσουν την επανεκλογή του προέδρου και να δικαιολογήσουν το ύψος των πελατειακών χρηματοδοτήσεων. Εν τέλει (η «πολιτιστική» τους πρόταση) παραμένει ξεκομμένη από την ίδια την πραγματικότητα, που εξακολουθεί να αδιαφορεί, αν όχι να χλευάζει, και πάντως να πείθεται πως η κουλτούρα είναι κάτι βαρετό, άχρηστο, σχεδόν συνώνυμο του αλλούτερου και φευγάτου ανθρώπου, ή, στη χειρότερη περίπτωση, του διαπλεκόμενου με κέντρα εξουσίας. Η ανάληψη μιας θέσης, ακόμα κι από έναν άξιο δημιουργό, η διατύπωση (και όχι εφαρμογή) ενός ολοκληρωμένου προγράμματος, οι αγαθές προθέσεις, ή η καλή μαρτυρία τρίτων, δεν αρκούν για να μεταμορφώσουν τις Ολυμπιακές δοσοληψίες σε Πολιτιστικά ιδεώδη, όπως δεν κατάφεραν τα δισεκατομμύρια της «πολιτιστικής Ολυμπιάδας», της Πολιτιστικής Θεσσαλονίκης και της αντίστοιχης Πάτρας να συγκροτήσουν πολιτιστική πολιτική. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να στοιχειοθετήσουν ποινικές ευθύνες για πολλούς εμπλεκόμενους. Ατομικές είναι οι διευκολύνσεις, προσωπικές οι επιδιώξεις, εναρμονισμένες στο κλίμα της ιδιωτικής πλεύσης, αλλά αυτό δε συνιστά μήτε πολιτισμό μήτε χάραξη στρατηγικής και όραμα κοινωνικό.
H πλειοψηφία των διανοουμένων, δημιουργών, καλλιτεχνών, ποιητών, έμειναν στο περιθώριο των κοινωνικών συγκρούσεων και των πολιτικών ανακατατάξεων, ως φυτά εσωτερικού χώρου, ικανοί μόνο να διακοσμούν ψηφοδέλτια και να συνυπογράφουν κείμενα χωρίς βαρύτητα, δίχως αποτέλεσμα, δίχως ουσία. Οι πιο ευέλικτοι κατάφεραν απλώς να (αυτο)πλασαριστούν καταλλήλως και για περιορισμένη χρήση.
Ήταν επομένως φυσικό η κοινωνία, η όποια παιδεία, ο πολιτισμός, να προχωρήσουν ερήμην των φυσικών εκφραστών τους. Αντί της αντιεξουσιαστικής και αιρετικής φύσης, αντί του πρωτοποριακού λόγου, αντί των νέων ρευμάτων και ιδεών, εισπράττουμε τη λογική της συνδιαχείρισης ενός επαρχιακού μπακάλικου, που μόνο μέλημά του τείνει να είναι η εξασφάλιση της σύνταξης του ΙΚΑ, η ατέλεια στο Μέγαρο Μουσικής και η φωτογραφική αποτύπωση στα κοκτέιλ πάρτι με τον Γραμματέα Ζαχόπουλο, τον υπουργό πολιτισμού Βουλγαράκη (γιατί και αυτά τα είδαμε μετά τον αλησμόνητο Κούβελα). Μια κατεστημένη αντίληψη που διαπερνά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας «συνενόχους» και στενεύοντας ασφυκτικά τα όρια, τις εμπνεύσεις και τις προοπτικές της.
Μια αντίληψη που δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί, ως αμηχανία ή ως πιστή απεικόνιση μιας ανοραματικής συγχυσμένης εποχής, ως πληκτική επανάληψη και αδιέξοδη πορεία ενός παθητικού λαού που δεν έχει πίστη στις ικανότητές του, ατομικά και συλλογικά. Ανύπαρκτο το αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό της ποίησης, αδιάφοροι οι εκδότες για ένα ασύμφορο είδος βιβλίου σε μια εποχή εμπορευματοποίησης του πολιτισμικού αγαθού, αδαείς οι φαινομενικά αρμόδιοι των υπουργείων. Όσο για μας, αγωνιούμε να εξασφαλίσουμε πρόσβαση και κριτικές για το δικό μας βιβλίο, να πείσουμε, να πιέσουμε, να παρακαλέσουμε, ή να επιφυλαχθούμε για ανταπόδοση (αλλαξοκωλιές στην καθομιλουμένη). Πού και πώς να δημοσιεύσουμε τα κείμενα και τα ποιήματά μας, φροντίζοντας –στην καλύτερη περίπτωση– να προμηθευτούμε μόνο το συγκεκριμένο τεύχος, και στη χειρότερη να καταφέρουμε να μας το χαρίσει ο άμοιρος εκδότης. Δεν παρακολουθούμε τη λογοτεχνική ζωή, δεν διαλεγόμαστε, δεν διαφωνούμε, δεν μας αφορά μια καλή έκδοση, δεν αξιολογούμε ένα περιοδικό ή ένα βιβλίο. Για μας είναι άξιο λόγου ό,τι εμπεριέχει εμάς και τον φιλικό μας κύκλο. (Πάντως, να θυμάστε πως όσο περισσότερα τα δωρισμένα τεύχη, τόσο κοντύτερα βρισκόμαστε στο κλείσιμο ενός περιοδικού που δεν αναζητά σε πάτρωνες και εκδοτικά κέντρα την ύπαρξή του).
Από την άλλη, έχουμε τη μάχη των εκδοτών για τις βιβλιοθήκες, τη διαχείριση των πανεπιστημιακών προγραμμάτων, την παντοκρατορία του συμβατικού Δελτίου Τύπου, που αξιοποιείται επιμελώς στις δήθεν στήλες «βιβλιοκρισίας», τις πληρωμένες καταχωρήσεις των δήθεν «προτάσεων ανάγνωσης» σε περιόδους γιορτών και διακοπών, την απουσία κριτικής και τη μετατροπή της σε κοσμικό πάνελ ανάγνωσης, την προκλητική και χυδαία απαξίωση νέων ποιητικών από διαπλεκόμενους τιμητές, που ελέω των συγκροτημάτων του Τύπου μοιράζονται τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τα ταξίδια, τις μεταφράσεις τα προνόμια του ΥΠΠΟ και του ΕΚΕΒΙ (που μάλλον Ιδιωτικό παρά Εθνικό Κέντρο Βιβλίου αποδεικνύεται). Η διεύθυνσή του μάλιστα τα δυο τελευταία χρόνια είχε τη φαεινή ιδέα να μας ζητά να στείλουμε 50-60 τεύχη (του περιοδικού Μανδραγόρας) δωρεάν, προκειμένου να τα μοιράσουν στην Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη! Νέα επαναστατική παρέμβαση υπέρ του βιβλίου-φεϊγβολάν! Άλλωστε τα περιοδικά τα τυπώνουμε από κρατικά μυστικά κονδύλια, γιατί να μην τα χαρίζουμε; Αλλά αν ήταν να τα προσφέρουμε ως free press, γιατί να χρειαζόμαστε διαμεσολαβητή; Μπορούμε και μόνοι μας την ανακύκλωση.
Στο ποίημά του Εις Κωνσταντίνον Μπακέαν, ο Νίκος Εγγονόπουλος σκιαγραφεί την εποχή του αλλά και τη δική μας: πράγματι/ η «ποιητική» παραγωγή μου/ τώρα τελευταία/ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη// όχι βέβαια πως έχω πια πάψει/ και ποιήματα/ και στίχους/ και παραμύθια/ ν’ αραδιάζω/ και να κρυφολέω στον εαυτό μου// όμως ως παραλείπω/ ναν τα σημειώσω στο χαρτί/ τα λησμονώ/ και φυσικά δεν/ έχω πια τίποτα να παρουσιάσω// άλλωστε και κανείς δεν μου τα ζητά:/ είδα τι λίγη σημασία/ γύρω μου/ δώσαν/ και δίνουνε στα ποιήματα// για έναν μελλοντικό σχολιαστή/ θαν’ υπεραρκετά/ τα ποιήματά μου τα παλιά/ και πόσον εύγλωττη/ θα είναι/ η σιωπή η τωρινή μου. Είναι ένα από τα επιχειρήματα των νηφάλιων «αυτά συμβαίνουν πάντα…» με τα οποία ξεμπερδεύουμε τις ενοχές μας, διαιωνίζουμε τις αυταπάτες μας περί του βαρύνοντος ρόλου της ποίησης και των ποιητών και δικαιολογούμε τα λάθη/πάθη μας.
Θεωρώ πως οι ευθύνες χρεώνονται σε όλους. Η υπανάπτυκτη Ελλάδα έδρεψε μεν τις δάφνες του νεοπλουτισμού της, δεν μπόρεσε ωστόσο, για την ώρα, να διεκδικήσει την πολιτισμική της αναβάθμιση, ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει δομές ανάλογες με αυτές της υπόλοιπης Δύσης. Ευθύνεται η δικτατορία, η μεταπολιτευτική πολιτική συγκυρία, η ανεπαρκής ακόμα χειραφέτηση του τέως «μη προνομιούχου» και νυν χρεοκοπημένου Έλληνα, η παρατεταμένη μεταβατική περίοδος ενός κόσμου που μοιάζει να αλλάζει, χωρίς ωστόσο να διακρίνεται τι πρόκειται να τον αντικαταστήσει; Όπως και να έχει, πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβλημα που οι λύσεις του δεν φαίνονται ορατές. Προς το παρόν, το μόνο βέβαιο είναι πως δεν μπορεί (και δεν πρέπει) ένας εκδότης, έστω παντοδύναμος ακόμα και από τον τάφο του, μήτε τα τηλεοπτικά και δημοσιογραφικά παπαγαλάκια του, να διαχειρίζονται εν λευκώ τις τύχες (και τον πολιτισμό) ενός λαού.
Μακρινή και ουτοπική ακούγεται σήμερα η φράση του Μπρετόν για τον απελευθερωτικό και ανατρεπτικό ρόλο των κινημάτων στην τέχνη και τη ζωή. Η ποίηση, είτε ως αυτοτελής δημιουργία και επιδίωξη τέχνης, είτε ως απλή ανάγκη ατομικής έκφρασης, αναγκάστηκε να περάσει, από τη συμμετοχή στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, στην αυτοαναφορικότητα και στην απλή παρατήρηση. Aμήχανος, αμέτοχος και μόνος, ο δημιουργός, μάταια προσπαθεί να ερμηνεύσει, να πάρει θέση, ή απλώς να παρακολουθήσει την ασυνεχή και ετερόκλητη υστερική πραγματικότητα, χάνοντας ταυτόχρονα τα ελάχιστα νήματα επικοινωνίας του με τον αναγνώστη, αυτή τη διαλεκτική σχέση ανατροφοδότησης, ανανέωσης και συνέχειας. Tον ουσία κριτικό ρόλο του αναγνώστη καλούνται να υποκαταστήσουν εκ των ενόντων οι ομότεχνοι, ή ομοιοπαθείς, με όλα τα παρεπόμενα της υποκειμενικής κρίσης (στην καλύτερη περίπτωση), ή της διαπλεκόμενης σχέσης (στη χειρότερη). O ποιητικός πληθωρισμός, ο μη καταλογισμός για ό,τι με την ευκολία της άγνοιας διατυπώνεται ως ποίηση, τα ποιήματα με ημερομηνία λήξης, οι άστοχες φόρμες, το πληκτικό περιεχόμενο, είναι φυσική συνέπεια της παρέκβασης στη σχέση δημιουργού-κοινού. Δεν επιχειρώ να μεταθέσω τις ευθύνες μιας ενδεχόμενης ποιητικής αμηχανίας στην πλάτη του αναγνώστη, αλλά πιστεύω πως αδικεί την ποιητική δημιουργία η μονομερής δαιμονοποίηση του ποιητή, όσο ακριβώς τον αδικούν τα άκαιρα, επιπόλαια, αδικαιολόγητα και κατευθυνόμενα «ωσαννά».
Προσαρμοζόμενοι στις επιταγές ενός άκριτου καταναλωτικού ευδαιμονισμού, σε αναζητήσεις περισσότερο υλιστικές και εφήμερες, με εμφανή τα σημάδια της πνευματικής οκνηρίας και εύλογη την αναζήτηση απλοϊκών αλλά αβανταδόρικων μορφών έκφρασης, συνδιαμορφώσαμε ―ενδεχομένως και ερήμην μας― (και πάντως δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε) το λογοτεχνικό κλίμα της τελευταίας τριακονταετίας.
Το ερώτημα της νέας προοπτικής για τη σχέση και τη θέση μας στον κόσμο, παραμένει ζητούμενο στην εποχή μας. Η τέχνη οφείλει πάντα να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις των αλλαγών για το πέρασμα στο καινούργιο, ιδιαίτερα σε εποχές υποχώρησης, άλλως δεν έχει καμιά αξία χρήσης.
Τα πολλαπλά αδιέξοδα επιβάλλουν μια ορισμένη σιωπή, ή μια διαφορετική γλώσσα. Αν δεν τα καταφέρουμε στο διάλογο για την ποίηση, ας συμβάλουμε τουλάχιστον σε μια ποιητική του διαλόγου για τη ζωή μας.

Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας

(1) Καρμένος-Κων/νος Γάλλιας
(2) 17.11.00, «Ελευθεροτυπία», συζήτηση με τον Μισέλ Φάις

Δεν υπάρχουν σχόλια: