22/7/10

Η αποκάλυψη της πραγματικότητας, στα διηγήματα του Βιζυηνού

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ

Ανέκαθεν, η έννοια της μίμησης στη ρεαλιστική λογοτεχνία ενείχε μια αποκαλυπτική διάσταση, καθώς αποτελεί βασική θέση του ρεαλισμού η άποψη ότι ζούμε σε μια πραγματικότητα που δεν βλέπουμε ποτέ πραγματικά, εξαιτίας των ιδεολογικών μας προκαταλήψεων που μάς καθιστούν όλους αθεράπευτα ρομαντικούς. Για αυτό και όταν ο ρεαλισμός αποκηρύσσει τα αφηρημένα σχήματα του ιδεαλισμού για να εστιάσει στο χειροπιαστό και το συγκεκριμένο, καθώς λέει, το πράττει πάντα με τη λογική ότι το πιο κοντινό είναι συνάμα το πιο απομακρυσμένο, λόγω της τάσης μας να μην το παρατηρούμε. Σε σύγκριση με τις υψηλές θεωρήσεις του ρομαντισμού, η ματιά του ρεαλισμού είναι τωόντι μικροσκοπική. Όμως αυτό κατά βάση σημαίνει ότι, όπως το μικροσκόπιο, ο ρεαλισμός συλλαμβάνει πραγματικότητες εξ ορισμού ασύλληπτες στο μάτι, εξαιτίας της μικρότητάς τους. Δεν είναι μόνο το πελώριο του ρομαντικού ύψους δυσθεώρητο, αλλά και το μικροσκοπικό, το απειροελάχιστο.
Και η καθημερινότητα για τον ρεαλισμό είναι μια τέτοια ουτιδανή πραγματικότητα, την οποία τείνουμε να απαξιώνουμε και να προσπερνάμε βιαστικά, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε την απίστευτη πολυμέρεια και πολυπλοκότητά της∙ χωρίς να υποψιαζόμαστε, δηλαδή, ότι κάτω από τη μονοτονία της ζει και αναπνέει ένας ολάκερος θαυμαστός κόσμος, πολυσύνθετος και πολυειδής, όπως ο κόσμος των ατόμων και των μορίων, τον οποίο αποκάλυψε το μικροσκόπιο στην περίπτωση της ύλης. Από αυτή την άποψη, η μικροσκοπική ματιά του ρεαλισμού λειτουργεί μεγεθυντικά, καθώς, ως άλλο μικροσκόπιο, ο ρεαλισμός μεγεθύνει τον καθημερινό μικρόκοσμο για να αναδείξει την ανεξάντλητη ποικιλομορφία του. Αόρατη στον υποκειμενισμό μας, αλλά και απαρατήρητη λόγω της κατάφωρης εγγύτητας και αμεσότητάς της, η μικρή καθημερινότητα αποβαίνει στον ρεαλισμό ένας μεγάλος άγνωστος, μια ανεξερεύνητη και αχαρτογράφητη χώρα, της οποίας η λεπτομερής και ακριβής απεικόνιση δεν έχει άλλο νόημα από αυτό της αποκάλυψής της.
Αυτή η αποκαλυπτική λογική του ρεαλισμού είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού, καθώς με το να καθιστούν την πραγματικότητα αινιγματική, μπορούν πάντα, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του R. Beaton, να θέσουν το ερώτημα «τι είναι πραγματικά πραγματικό» («what is really real»). Όμως, αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας της πραγματικότητας θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο ένα προαπαιτούμενο του ρεαλισμού παρά μια «υπονόμευσή» του, καθώς η ίδια η πρόθεση του ρεαλιστή, να δείξει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, προϋποθέτει ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ ακριβώς όπως δείχνουν, έτσι ώστε το διφορούμενό τους να αποτελεί μια σταθερά των ρεαλιστικών κειμένων.
Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η αντίδραση του αφηγητή στο «Αμάρτημα της μητρός μου», μετά τη διήγηση της μητέρας του για τον θάνατο της πρώτης κόρης: «Η εκμυστήρευσις αύτη έκαμε βαθυτάτην επ’ εμού εντύπωσιν. Τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλάς πράξεις της μητρός μου, αι οποίαι πότε μεν εφαίνοντο ως δεισιδαιμονία, πότε δε ως αυτόχρημα μονομανίας αποτέλεσμα». Αλλά αυτό ακριβώς το «άνοιγμα των οφθαλμών» ορίζει το αποκαλυπτικότητο του ρεαλισμού, την πεποίθησή του ότι ζούμε σε μια πραγματικότητα που δεν βλέπουμε ποτέ πραγματικά, επειδή την καλύπτουμε με τον υποκειμενισμό των επιθυμιών μας. Για αυτό και όταν ο αφηγητής στο «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» απορεί πώς τού διέλαθε το προφανές, ο σύνδεσμος Πασχάλη-Κλάρας, δεν μπορεί παρά να δογματίζει με τον τυπικό τρόπο του ρεαλιστή: «Αλλ’ ούτω συμβαίνει συνήθως, οσάκις ζητούμεν να ανακαλύψωμεν ως αλήθειαν ουχί το τι εστίν, αλλά το ό,τι επιθυμούμεν». Αν, όπως το θέτει και ο Παπαδιαμάντης, «ουδέ απιθανώτερον της απλής αληθείας», τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο εξωπραγματικό από την πραγματικότητα τη στιγμή που αποκαλύπτεται. Όταν ο αφηγητής λέει «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί», δραματοποιώντας το παρελθόν μέσω αυτού του «τώρα», στην πράξη δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μεταφέρει τον κλονισμό που δέχεται από την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Το υποκείμενο κατανοεί «τώρα», όπως ποτέ άλλοτε πριν∙ ανακτά τον γνώριμο κόσμο του παρελθόντος με μια πρωτόγνωρη πληρότητα, άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Στην πράξη, είναι αυτή η άγνωστη πληρότητα του ήδη γνωστού που κάνει τον αφηγητή να αιφνιδιάζεται και συνάμα να συγκινείται∙ να «μετεωρίζεται», σύμφωνα με μια χαρακτηριστική διατύπωση του Ξενόπουλου για το αισθητικό αποτέλεσμα που προκαλούν τα διηγήματα του Βιζυηνού. Διότι η πραγματικότητα στον ρεαλισμό ανοίγει πάντα τα μάτια του υποκειμένου, με έναν τρόπο που το ξυπνά επίσης από τον υποκειμενικό λήθαργό του. Το υποκείμενο ξυπνά στην πραγματικότητα, αλλά ο αιφνιδιασμός που δέχεται από την αποκάλυψή της προσδίδει κάτι το ονειρικό στο ξύπνημά του, έτσι ώστε η ίδια η αποκαλυπτόμενη πραγματικότητα να αποκτά την υφή ενός ονείρου∙ να γίνεται ένα «ονειρόδραμα», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Παλαμά.
Για τον ρεαλισμό, το να ανοίξει κανείς τα μάτια του και να δει την πραγματικότητα κατάματα, δεν είναι κάτι που εναπόκειται στην προσωπική του βούληση. Όπως υποδεικνύει η μέση φωνή στο «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί», είναι η πραγματικότητα που ανοίγει τα μάτια στο υποκείμενο, παρά το αντίστροφο. Κι η πραγματικότητα μπορεί πάντα να το κάνει αυτό, επειδή αποτελείται από πράγματα, τα οποία, εξ ορισμού, αποδεικνύονται πιο στέρεα και ανθεκτικά από τα νεφελώματα των ιδεών μας. Κι επειδή το στέρεο των πραγμάτων ορίζει επίσης τη σκληρότητά τους, η πραγματικότητα στον ρεαλισμό είναι πάντα σκληρή, έτσι ώστε η επαφή μαζί της να πονάει. Αν η πλάνη, σύμφωνα με τον Βιζυηνό, αποδεικνύεται συχνά «σωτηριωδεστέρα της αληθείας», είναι γιατί στον ρεαλισμό η αλήθεια με τον πραγματισμό της φθείρει τον ιδεαλισμό μας και παράλληλα την ονειροπόλα φύση μας. Το απότομο πέρασμα από την άγνοια στη γνώση, που αναπαριστούν όλες αυτές οι αιφνίδιες αποκαλύψεις της πραγματικότητας, σηματοδοτούν πάντα μια επώδυνη μετάβαση από την αθωότητα στην ωρίμανση, από την παιδικότητα στην ενηλικίωση.
Στην πράξη, ο ρεαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει έξω από αυτό το μίγμα παιδικότητας και ενηλικίωσης, καθώς, κάθε φορά που το υποκείμενο προσγειώνεται στην πραγματικότητα, ενηλικιώνεται επίσης. Για αυτό και ο αφηγητής του Βιζυηνού δεν είναι παρά ένα ενήλικας που ζει με την ανάμνηση της παιδικότητάς του. Διχασμένος, όπως οι ήρωές του, διασπάται πάντα σε δύο εαυτούς: έναν αρχικό, που, επειδή αγνοεί τα πραγματικά περιστατικά γύρω του, είναι πιο αθώος, αφελής, «ρομαντικός», και έναν ύστερο, που έχει λάβει γνώση της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να είναι πιο πεζός, συνειδητοποιημένος και ρεαλιστής. Κι επειδή ο ρεαλιστής αφηγητής τρέφεται πάντα από την απομυθοποίηση αυτού του πρότερου ρομαντικού εαυτού, αναγκαστικά τον περιέχει μέσα του, με αποτέλεσμα τον διχασμό ή τον μετεωρισμό που προκαλεί η συγκατοίκηση δύο αντίθετων εαυτών μέσα στο ίδιο σώμα. Για αυτό και ο ενήλικας αφηγητής του Βιζυηνού, καθ’ όλη τη διάρκεια των διηγήσεών του, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μνημονεύει διαρκώς: τα διηγήματά του μπορούν επίσης να εκληφθούν ως μνημόσυνα, πίσω από τα οποία ξεπροβάλλει διαρκώς το πένθος της ενηλικίωσης, το πένθος του ρεαλισμού.

Ο Δημήτρης Πολυχρονάκης διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: