22/7/10

Με αφορμή τον «Μοσκώβ-Σελήμ» Το έργο του Βιζυηνού από τη σκοπιά της σύγχρονης ανθρωπολογίας της τέχνης

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΡΙΚΟΥ

Το έργο του Βιζυηνού με έχει «παγιδεύσει» για χρόνια σε επανειλημμένες αναγνώσεις. Θα επεξεργαστώ, στη συνέχεια, αυτή την εντύπωση της «παγίδευσης», συνδέοντάς την με διεξόδους που μοιάζει να δίνει το έργο του Βιζυηνού σε σύγχρονα ζητούμενα της ανθρωπολογίας της τέχνης.
Αναφέρομαι τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη λογοτεχνία, καθώς πολλές θεωρητικές συνεισφορές ανθρωπολόγων στο ζήτημα των εικαστικών τεχνών εδράζονται στον συσχετισμό της εθνογραφίας με τη λογοτεχνία που επιχειρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 (βλ. Clifford & Marcus 1986). Την εποχή εκείνη, ορισμένοι θεωρούν πως η εθνογραφία δεν αναπαριστά πολιτισμούς αλλά συμμετέχει στην επινόησή τους.
Η συγγραφή της εμφανίζεται ως η κατ’εξοχήν πράξη μέσω της οποίας τοποθετούνται από πολιτική και ηθική σκοπιά οι ανθρωπολόγοι απέναντι στην επιστήμη τους. Η θέση αυτή αμφισβητεί, ευρύτερα, τον ορισμό της επιστήμης, αλλά και τα όρια του άλλου πεδίου στο οποίο αναφέρεται, δηλαδή του λογοτεχνικού. ‘Εχοντας επίγνωση του ιστορικού χαρακτήρα παρόμοιων οριοθετήσεων (όπως μεταξύ «υψηλής» τέχνης/τεχνικής), ο εθνογράφος επιλέγει να τοποθετηθεί ως «τεχνίτης» της γραφής που επεξεργάζεται κείμενα ως χρήσιμα «τεχνήματα» (Clifford 1986).
Το έργο του Βιζυηνού, και πιο συγκεκριμένα το διήγημα «Μοσκώβ-Σελήμ», προσφέρεται ιδιαίτερα σε επανανάγνωση υπό αυτή την προοπτική.(...) Το επιστημονικό πρόταγμα του συγγραφέα (που ασχολήθηκε συστηματικά με τη λαογραφία, την αισθητική και την ψυχολογία) διακρίνεται αμέσως στην ερμηνεία της «περίπτωσης» Σελήμ που προτείνει ο αφηγητής του διηγήματος. Η ερμηνεία αυτή ανελίσσεται με συστηματικό τρόπο, από τα «εγγενή» ατομικά χαρακτηριστικά στην εκμαθημένη συμπεριφορά, για να καταλήξει σε γενικεύσεις περί των τάσεων μιας εθνότητας συνολικά. Το ζήτημα της ερμηνείας, όμως -και της παρερμηνείας- τίθεται συνολικότερα ως κεντρικό στο διήγημα. Παραπέμπει, μάλιστα, στους όρους μιας ανθρωπολογικής προσέγγισης ως ερμηνείας ερμηνειών σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, κατά τον Geertz (2003:17), ο οποίος την χαρακτηρίζει και ως «fictio», «πλάσμα», πράξη δημιουργικής φαντασίας παρόμοια με ένα λογοτέχνημα. Η αφήγηση της ζωής του Σελήμ προσλαμβάνει το νόημά της μέσα από διαδοχικούς εγκιβωτισμούς των πλαισίων αναφοράς της (...). Επιπλέον, η «ερμηνεία» τίθεται τόσο ως απόδοση του νοήματος μιας αφήγησης ή ενός κειμένου, όσο και ως performance, «επιτέλεση» ενός ρόλου. Ο Μοσκώβ-Σελήμ μαστορεύει την προσωπική του ουτοπία «μεταξύ» δύο κόσμων, σε ένα σκηνικό σχεδόν «μαγικό» (την πηγή Καϊνάρτζα), όπου ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ταυτόχρονα, περιφερόμενος με την ενδεδειγμένη αμφίεση, επιτελεί καθημερινά τη «ρωσικότητά» του. Ο αφηγητής εισάγει, ενίοτε, εντός εισαγωγικών τη φωνή του Σελήμ, για να την μεταφέρει αυτούσια, υποτίθεται, «επιτελώντας» όμως ο ίδιος τον ρόλο αυτό. Κατά τον Peri (1985), είναι σ’ αυτή την «ταύτιση φωνών» (όπως η φωνή του ηθοποιού που ταυτίζεται μ’ εκείνη του προσώπου που παριστάνει) που εκφράζεται ο «δραματικός χαρακτήρας» των διηγημάτων του Βιζυηνού. Στο «Μοσκώβ-Σελήμ» ειδικότερα, η έμφαση στην επιτέλεση όχι μόνο συνδέει την επιστημονική με την καλλιτεχνική διάσταση του προβληματισμού του Βιζυηνού, αλλά προσλαμβάνει σαφώς ηθική και πολιτική σημασία: είναι μια «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», που «αντηχεί» μέσω του αφηγητή, ώστε να βρει «απήχηση» μέσα στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία.
Η δραματοποίηση λαμβάνει νέες διαστάσεις, με το επεισόδιο του θανάτου του Σελήμ ως κατακλείδα του διηγήματος. Τι είδους συναισθήματα είναι αυτά που οδηγούν τον κεντρικό ήρωα στον θάνατο; Η χαρά, όπως επιμένει ο γιατρός, ή η λύπη, όπως υποστηρίζει ο ετοιμοθάνατος; Γιατί ο αφηγητής αποφαίνεται εντέλει πως «ο Τούρκος έμεινε Τούρκος» (Βιζυηνός 1991 [1895]:386), παραγνωρίζοντας την επιλογή του Μοσκώβ-Σελήμ να ζήσει «μεταξύ» των δύο αντίπαλων συλλογικοτήτων; Αν ο αναγνώστης αποφανθεί για τα συναισθήματα που οδήγησαν τον Σελήμ στο θάνατο, θα αποφανθεί για την όλη αξία της ζωής του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναλαμβάνει ο ίδιος το ηθικό πρόταγμα της δικαίωσης του Σελήμ που είχε αρχικά χρεωθεί ο αφηγητής, εφόσον βέβαια επιλέξει να επισημάνει το γνωστικό πρόβλημα της αντίφασης που προκύπτει από τις αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες στο τέλος του διηγήματος. Συγκατασκευάζοντας αυτήν ή εκείνη την εκδοχή της ιστορίας, ο αναγνώστης επιλέγει, ταυτόχρονα, αισθητική, ηθική και πολιτική στάση. Με στρατηγικές αναπλαισιώσεις, ο Βιζυηνός κατορθώνει να καταστήσει αυτό για το οποίο πρόκειται στην αφήγηση, βιωμένη πραγματικότητα κατά την ανάγνωση. Εχοντας εμπλακεί σε ένα κείμενο, όπου όχι απλώς περιγράφεται αλλά και εκδραματίζεται σε πολλαπλά επίπεδα το διακύβευμα της δυνατότητας δράσης του ατομικού υποκειμένου, ο αναγνώστης αναγκάζεται εντέλει να μετέχει και ο ίδιος στο δράμα, αναλαμβάνοντας μια μορφή δράσης. «Παγιδεύεται», κατά κάποιο τρόπο, στο να χρεωθεί μια σχέση με έναν άλλο, υποκείμενος στη σαγήνη ενός πολύπλοκου από γνωστική άποψη και αποτελεσματικού από αισθητική άποψη έργου.
Όταν ο ανθρωπολόγος Alfred Gell (1996) υποστηρίζει, με την ευκαιρία μιας έκθεσης, ότι οι παγίδες κάθε είδους οφείλουν να συμπεριληφθούν στα έργα τέχνης, επισημαίνει, κατ’ αντιστροφή, ότι κάθε έργο τέχνης μπορεί να εκληφθεί ως παγίδα, με την έννοια ότι όχι απλώς σημαίνει αλλά «κάνει» κάτι. Εμπεριέχει δράση που έχει ενσωματώσει στο έργο ο δημιουργός και απελευθερώνεται αργότερα στον χρόνο, όταν ένας θεατής αντιδράσει κατά τρόπο ώστε να παγιδευτεί σε μια σχέση με το έργο, σαν να ήταν πρόσωπο με δικές του προθέσεις. Η παγίδα, όμως, μπορεί να θεωρηθεί και ως κείμενο που αφορά την συμπεριφορά των ζώων. Ενσωματώνει ένα σενάριο, τον δραματοποιημένο δεσμό (την αιτιώδη σχέση) που συνδέει τους δύο πρωταγωνιστές (τον κυνηγό και το θύμα) μεταξύ τους και τους παρατάσσει στον χώρο και τον χρόνο, σύμφωνα με τη χρονική δομή της (Gell ό.π.:228).
Αν αντιστρέψουμε κι εδώ τον ισχυρισμό, θα αντιμετωπίσουμε και τα κείμενα ως παγίδες, που υλοποιούν δεσμούς μεταξύ προσώπων μέσα στον χρόνο. Από αυτή την άποψη, το «Μοσκώβ-Σελήμ» μπορεί να αντιμετωπιστεί κυριολεκτικά ως «παγίδα», δηλαδή όχι μόνο ως κείμενο που σημαίνει αλλά και ως έργο που δρα. Δρα ακριβώς λόγω του σεναρίου που εμπεριέχει, όπως το έχει συλλάβει ο συγγραφέας, και το οποίο εκδραματίζεται μεταγενέστερα, τη στιγμή της «σύλληψης» ενός θύματος-αναγνώστη, ευαισθητοποιημένου στο διακύβευμα της «ερμηνείας» που θέτει το κείμενο. Επιπλέον, η ιδιότυπη δραματοποίηση που προτείνει ο Βιζυηνός στο «Μοσκώβ-Σελήμ» μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως «τεχνική» δραστηριότητα, μεταξύ τέχνης και ανθρωπολογίας. Η δραματοποίηση αυτή, εφόσον διευκρινιστεί πληρέστερα ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας της, ανοίγει τον δρόμο σε νέες μεταφορές, που δεν περιορίζονται στη λογοτεχνία αλλά προέρχονται από τις σύγχρονες εικαστικές και άλλες τέχνες, και προωθούν μια στάση μεταξύ τέχνης και ανθρωπολογίας, ερμηνευτική, κριτική και πολιτική απέναντι στα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα.(...)

Η Ελπίδα Ρίκου διδάσκει Ανθρωπολογία της τέχνης στην ΑΣΚΤ

Δεν υπάρχουν σχόλια: