Μες
το λιοπύρι το σκληρό κι οι ίσκιοι πώς στερεύουν
ακόμα κι από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά,
που μάταια με τις ρίζες τους αδιάκοπα γυρεύουν
μέσα στη ζείδωρη νυχτιά της γης λίγη δροσιά.
Ο ήλιος μονοκράτορας ψηλά τ’ ουράνιου θόλου,
το θαύμα το πολυάχιδο σκορπώντας ξαφνικά,
σαν σίγουρος πολεμιστής χωρίς οργή καθόλου,
τον παγωμένο Πύθωνα του σκοταδιού νικά.
Από του πόλου το μυχό σκληρή φωτιά τυλίγει
μ’ άπλετη θέρμη ατέρμονης χρυσής μαρμαρυγής,
ανήλεα την ικμάδα τους στραγγίζοντας τη λίγη,
ό,τι φυτρώνει, ζει κι ανθεί στην ερημιά της γης.
Όλα γυρεύουν να καούν και να γενούνε στάχτη:
οι μύριοι πόθοι της καρδιάς και τα είδωλα του νου,
η πολυδαίδαλη ζωή και το πικρό της τ’ άχτι,
η μαύρη λήθη του βυθού κι η μνήμη του ουρανού.
Μα τον παλμό του αστείρευτου φωτός τον αρμονίζει
η μεσημβρία η ένδοξη σαν άρπα ηλιακή
κι ετούτη η πάμφωτη σιγή σε κάρωμα λικνίζει
τον άνθρωπο που ο ίμερος τον άφησε κι η αλκή.
Τις όχθες μόνο των νεκρών χειμάρρων πλημμυρίζουν
της ροδοδάφνης σάρκινοι κι ολόλευκοι οι ανθοί,
που σαν λατρείας άμωμης θυμίαμα δωρίζουν
μιαν αρωματική ψυχή στον ήλιο να ευφρανθεί!
Στον κάμπο τον αθέριστο με το φρυγμένο αγκάθι,
που τα κοπάδια του Άδμητου βόσκησε θεός κρυφός,
απ’ τις πολύροζες ελιές ως τα βουνά στα βάθη
όλα ονειρεύονται βαθιά στον ύπνο τους το φως.
Τ’ αγάλματα αντιτείνουνε μονάχα στα μουσεία,
που δείχνει ο ίσκιος τους αχνός το διάβα των ωρών,
την όρασή τους την τυφλή στην πάμφωτη απουσία,
αρχαίων αγάλματα θεών κι εφήβων και κορών.
Αφήνεσαι σιγά κι εσύ μες την πυρρόξανθη ώρα
και ο ύπνος διακλαδώνεται στα μέλη σου τερπνός,
φεύγει η ψυχή σου σαν ατμός, ενώ ανεβαίνει τώρα
ανάμεσα απ΄ τα κέρατα του τράγου αργός καπνός.
Και μέσα σε λυκόφωτη βυθίζεσαι γαλήνη
−ακόμα μες τις φλέβες σου σφύζει το φως και ζει!−
εκεί που ο ήλιος ο κρυπτός κι η μυστική σελήνη
στη γη συμβασιλεύουνε των όνειρων μαζί.
Γιώργος Βαρθαλίτης
ακόμα κι από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά,
που μάταια με τις ρίζες τους αδιάκοπα γυρεύουν
μέσα στη ζείδωρη νυχτιά της γης λίγη δροσιά.
Ο ήλιος μονοκράτορας ψηλά τ’ ουράνιου θόλου,
το θαύμα το πολυάχιδο σκορπώντας ξαφνικά,
σαν σίγουρος πολεμιστής χωρίς οργή καθόλου,
τον παγωμένο Πύθωνα του σκοταδιού νικά.
Από του πόλου το μυχό σκληρή φωτιά τυλίγει
μ’ άπλετη θέρμη ατέρμονης χρυσής μαρμαρυγής,
ανήλεα την ικμάδα τους στραγγίζοντας τη λίγη,
ό,τι φυτρώνει, ζει κι ανθεί στην ερημιά της γης.
Όλα γυρεύουν να καούν και να γενούνε στάχτη:
οι μύριοι πόθοι της καρδιάς και τα είδωλα του νου,
η πολυδαίδαλη ζωή και το πικρό της τ’ άχτι,
η μαύρη λήθη του βυθού κι η μνήμη του ουρανού.
Μα τον παλμό του αστείρευτου φωτός τον αρμονίζει
η μεσημβρία η ένδοξη σαν άρπα ηλιακή
κι ετούτη η πάμφωτη σιγή σε κάρωμα λικνίζει
τον άνθρωπο που ο ίμερος τον άφησε κι η αλκή.
Τις όχθες μόνο των νεκρών χειμάρρων πλημμυρίζουν
της ροδοδάφνης σάρκινοι κι ολόλευκοι οι ανθοί,
που σαν λατρείας άμωμης θυμίαμα δωρίζουν
μιαν αρωματική ψυχή στον ήλιο να ευφρανθεί!
Στον κάμπο τον αθέριστο με το φρυγμένο αγκάθι,
που τα κοπάδια του Άδμητου βόσκησε θεός κρυφός,
απ’ τις πολύροζες ελιές ως τα βουνά στα βάθη
όλα ονειρεύονται βαθιά στον ύπνο τους το φως.
Τ’ αγάλματα αντιτείνουνε μονάχα στα μουσεία,
που δείχνει ο ίσκιος τους αχνός το διάβα των ωρών,
την όρασή τους την τυφλή στην πάμφωτη απουσία,
αρχαίων αγάλματα θεών κι εφήβων και κορών.
Αφήνεσαι σιγά κι εσύ μες την πυρρόξανθη ώρα
και ο ύπνος διακλαδώνεται στα μέλη σου τερπνός,
φεύγει η ψυχή σου σαν ατμός, ενώ ανεβαίνει τώρα
ανάμεσα απ΄ τα κέρατα του τράγου αργός καπνός.
Και μέσα σε λυκόφωτη βυθίζεσαι γαλήνη
−ακόμα μες τις φλέβες σου σφύζει το φως και ζει!−
εκεί που ο ήλιος ο κρυπτός κι η μυστική σελήνη
στη γη συμβασιλεύουνε των όνειρων μαζί.
Γιώργος Βαρθαλίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου