Της Μαρίας Μοίρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, η μόνη κληρονομιά, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2024, σελ. 129, πρώτη έκδοση 1974.
Ο ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) υπήρξε ιδιαίτερα αγαπημένος και προβεβλημένος συγγραφέας στην εποχή του και μετά. Οι βιωματικές του καταγραφές στα «σύντομα πεζογραφήματα» (όρος που αναφέρθηκε πρώτη φορά για τις αφηγήσεις του που κινούνταν μεταξύ δοκιμίου και προσωπικής κατάθεσης) ενέπνευσαν πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Οι καίριες, ενδελεχείς και διεισδυτικές αναπαραστάσεις του δημόσιου χώρου στο έργο του «Ομόνοια», αποτυπώνουν τη μαγνητική έλξη και τον ερωτισμό της εμβληματικής ιστορικής πλατείας. Της κεντρικής αθηναϊκής πλατείας πύλης, ενεργειακού κόμβου, ζωντανού κυττάρου, στην οποία εκβάλλουν οι ποταμοί των μεγάλων λεωφόρων και συμπλέκεται η παραδοσιακή και η νεωτερική πόλη μέσα σε μια αισθητηριακή φρενίτιδα από εικόνες, ήχους και μυρωδιές, που τροφοδότησαν τον επιστημονικό λόγο αρχιτεκτόνων και άλλων ειδημόνων, με πολυειδείς και έγκυρες αναλύσεις για τον τρόπο που η λογοτεχνία καταθέτει απαράμιλλης αξίας ανθρωπολογικές, χωρικές και κοινωνιολογικές διαπιστώσεις.
Στην παρούσα συλλογή στο επίκεντρο των αφηγήσεών του βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, όπου με διεγερτικό, καυστικό και οξυδερκή τρόπο περιγράφει από κοινού και αξεδιάλυτα την πόλη, τους δρόμους, τα σπίτια, τα γεγονότα, τους ανθρώπους. Τις δραματικές αλλά και τις φαιδρές καταστάσεις όπως αναδύονται στο κατοχικό αστικό τοπίο στο οποίο εγγράφονται φοβισμένοι νοικοκύρηδες, νεαροί επαναστάτες, ακόρεστοι μαυραγορίτες, δοσίλογοι, ταγματασφαλίτες και παντός είδους επιτήδειοι. Την παραλία της πόλης βυθισμένη σε μια παχιά και αδιαπέραστη ομίχλη που επιτρέπει σε νεκρούς και ζωντανούς να συνοδοιπορούν σαν οπτασίες. Τους ήχους της τα ξημερώματα, όταν γίνονται τα περισσότερα μπλόκα και οι συλλήψεις, με τους πετεινούς να διαλαλούν το εωθινό σάλπισμα από συνοικία σε συνοικία, το χωνί να συνεγείρει τους πατριώτες προπαγανδίζοντας την αντίσταση στο φασισμό και συνδαυλίζοντας την προσδοκία της απελευθέρωσης, ενώ τα μαντρωμένα από τους Γερμανούς άγρια σκυλιά στο Σέιχ-Σου να αλυχτούν εφιαλτικά και δυσοίωνα, ξυπνώντας τους πεινασμένους από τον ανήσυχο ύπνο τους (Τα σκυλιά του Σέιχ-Σου). Κείμενα για το ιστορικό παρελθόν της με τα τουρκόσπιτα της Άνω Πόλης να αλλάζουν χέρια χωρίς να χάνονται οι μνήμες όσων τα κατοίκησαν, για τα πάθη και τις οδύνες των προσφύγων, τις βόμβες, τις πυρκαγιές, τα γκρεμισμένα σπίτια και την αναγκαστική φυγή των ενοίκων προς άλλα ασφαλή καταφύγια, μακριά από τις εστίες τους. Για τα ισόβια πένθη και τις απώλειες, για τις ξεχασμένες ανήσυχες μεγαλοκοπέλες και τις απαρηγόρητες χήρες των νεκρών και των αγνοούμενων πολεμιστών να περιμένουν στωικά και να ελπίζουν (Το μέντιουμ).
Ο συγγραφέας στα δεκαεπτά διηγήματά του, παρατηρεί με ορθάνοιχτα μάτια και με κριτική οξυδέρκεια όσα συμβαίνουν γύρω του ενώ ταυτόχρονα βυθίζεται σε επαναλαμβανόμενα μοναχικά δρομολόγια ενδοσκόπησης. Οι περισσότερες εξιστορήσεις αποτελούν θραύσματα από πληροφορίες για το γενεαλογικό του δέντρο και την παλιά πατρίδα, αναμνήσεις από τη ζωή και τις περιπέτειες της οικογένειας και των συγγενών του στη Θεσσαλονίκη πριν την κατοχή, κατά τη διάρκεια της και μετά. Αποθησαυρισμένες μνήμες και διηγήσεις από τις συγκλονιστικές περιπέτειες της εκρίζωσης και της προσφυγιάς των αιωνόβιων γιαγιάδων και των βραχύβιων παππούδων, τη μοναδική άτυχη και δύστηνη κληρονομιά του συγγραφέα, που πράγματι έφυγε από τη ζωή πριν τα εξήντα όπως και οι άρρενες πρόγονοί του (Η μόνη κληρονομιά).
Στις εξιστορήσεις του εστιάζει με έναν τεχνικά άρτιο και γοητευτικό τρόπο στο μικρό και το ασήμαντο. Στο αφηγηματικά «ήσσον» που ξεκλειδώνει όλη την μεγάλη εικόνα των ψυχικών κλυδωνισμών και των υπαρξιακών συγκρούσεων του ανθρώπου. Καθώς σχεδόν όλα τα διηγήματά του έχουν ένα απροσδιόριστο και απροσδόκητο κέντρο, το οποίο ξαφνικά αποκαλύπτεται αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη. Μια επαναλαμβανόμενη παραδοχή της ηδύτητας του βίου, της ταπεινότητας, της απώλειας και της ματαίωσης, ολότελα στοχαστική και ανθρώπινη, που φωτίζει εν τέλει την αινιγματική πρόθεση του συγγραφέα.
Το βέβαιο είναι ότι ο Γιώργος Ιωάννου (ασχέτως με ποιο ακριβώς μηχανισμό) στην παρούσα έκδοση που συμβαίνει πενήντα χρόνια μετά από την πρώτη, κατορθώνει να μεταγγίσει σε ένα φαινομενικά αδιάφορο δισέλιδο διήγημα, που στρέφεται γύρω από το πιστοποιητικό της γέννησης του στη Θεσσαλονίκη, τόση συγκίνηση, βάθος και προσμονή (Περιμένοντας το λογαριασμό). Καθώς αναπολεί με νοσταλγική τρυφερότητα και μιλάει με περηφάνια γι’ αυτό το τετραγωνάκι στο πιστοποιητικό του Δήμου, το αδιαμφισβήτητο τεκμήριο που καταγράφει την έλευσή του στη ζωή, αλλά και για εκείνο το άλλο, το κενό και ασυμπλήρωτο, που περιμένει υπομονετικά να καταχωρήσει τον θάνατό του. Το κουτάκι καταφύγιο και στερνή παρηγοριά που εγγυάται την οριστική και τελεσίδικη επιστροφή του στην αγαπημένη γενέθλια πόλη.
«Έχω κι εγώ κάτι το σίγουρο στην πατρίδα. Εκεί μέσα θα ξαναγίνω παιδί, θα ξαναγίνω μωρό, θα συναντηθώ με όλα τα παιδιά, που μαζί τους γεννήθηκα…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου