6/4/25

Πώς καθιερώνεται ένα εθνικό σύμβολο

Του Βαγγέλη Ζιώγα*
 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Η δεύτερη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οικοδομώντας έναν εθνάρχη (1936-1967), Εκδόσεις Θεμέλιο - Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Αθήνα 2025, σελ. 350.
 
Πώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος έγινε «ένα δεδομένο και όχι ζητούμενο της ελληνικής ιστορίας και δημοσίας μνήμης» και κυρίως μάλιστα σε μια περίοδο έντονων πολιτικών συγκρούσεων και διχασμών, όπως ήταν τα μεταπολεμικά χρόνια; Αυτό το ερώτημα θέτει στο πρόσφατο βιβλίο του ο Χρήστος Τριανταφύλλου, έκδοση της Ιστορικής Βιβλιοθήκης του Θεμέλιου και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» , ένα ερώτημα μέσω του οποίου πραγματεύεται το ζήτημα της εύπλαστης υστεροφημίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και τις διαδικασίες που οδήγησαν στην επικράτηση του χαρακτηρισμού του ως Εθνάρχη, κατά την περίοδο 1935-1967. Ένα ερώτημα και μια οπτική που μας επιτρέπει να «ανακαλύψουμε» εκ νέου όχι μόνο τον Βενιζέλο αλλά και την εποχή στην οποία αναφέρεται.
Μέσω της εξέτασης μιας ευρείας γκάμας μνημονικών πρακτικών, ο Τριανταφύλλου υποστηρίζει  ότι ο Βενιζέλος κατέστη μια φυσιογνωμία με πολλά «πρόσωπα» και πολλαπλά χαρακτηριστικά, τα οποία ανά καιρούς επικαλούνταν κατά το δοκούν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί χώροι, όχι απλώς για να ενισχύσουν τα εκάστοτε αφηγήματά τους αλλά για να συγκροτήσουν και να οριοθετήσουν την ταυτότητά τους, πραγματοποιώντας διαρκείς συναιρέσεις και αναιρέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μια σημαντική αρετή του βιβλίου είναι η προσπάθεια του συγγραφέα να παρουσιάσει διεισδυτικές αναλύσεις και ερμηνείες, αποφεύγοντας με σπουδή την εύκολη λύση της υιοθέτησης μονολιθικών ή χοντροκομμένων σχημάτων. Βασιζόμενος σε ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, αναδεικνύει την ύπαρξη ενός μπλεγμένου κουβαριού το οποίο επιδιώκει να ξεδιαλύνει κλωστή προς κλωστή. Ταυτόχρονα αντλώντας, εργαλεία από το -αχρησιμοποίητο στην ελληνική ιστοριογραφία- πεδίο των σπουδών φήμης, ο Τριανταφύλλου φροντίζει να εντάξει το ελληνικό παράδειγμα του Βενιζέλου σε ένα γενικότερο διεθνές φαινόμενο, που απαντάται και σε άλλες περιπτώσεις σημαινουσών προσωπικοτήτων (Ναπολέων, Λίνκολν κ.ά.)
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας ασχολείται με την περίοδο 1935-1946, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Βενιζέλος, ήδη πριν τον θάνατό του, αντιμετωπίστηκε αρκετές φορές με θετικό πρόσημο από τους αντιπάλους του, οι οποίοι φρόντισαν από νωρίς να τον διαχωρίσουν, ως προσωπικότητα, από τον βενιζελισμό και τους εκπροσώπους του. Πρόκειται για μια κρίσιμη διάκριση, που διαπερνά όλη την περίοδο με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο. Εκτός αυτού, εξίσου σημαντική παράμετρος που προέκυψε από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ήταν το γεγονός ότι ο βενιζελογενής χώρος, λόγω της δυσμενούς θέσης στην οποία βρέθηκε, αναγκάστηκε να διαπεράσει τα στεγανά του και να  έλθει σε επαφή και ώσμωση με τους έτερους ισχυρούς πόλους, την Αριστερά και τον αντιβενιζελισμό. Έτσι, ο Βενιζέλος, ως «χρήσιμο σύμβολο», αποτέλεσε συγκολλητική ουσία στις προσπάθειες διεύρυνσης όλων των παρατάξεων, σε μια εποχή ρευστότητας και αβεβαιότητας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, που αφορά τον εμφύλιο πόλεμο και την πρώιμη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι την άνοδο του στρατάρχη Παπάγου στην εξουσία, το 1952, καταδεικνύεται ότι οι θετικές αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες επικλήσεις στον Βενιζέλο συνεχίστηκαν και από τα δύο στρατόπεδα του Εμφυλίου. Μετά το τέλος των πολεμικών συγκρούσεων, το 1949, οι όροι της μνημόνευσης άλλαξαν σε δύο επίπεδα. Πρώτον, σε επίπεδο πολιτικής διαμάχης, παρατηρείται μια προσπάθεια αφενός μεν από την αναδυόμενη εθνικοφροσύνη να οικειοποιηθεί τον Βενιζέλο και αφετέρου από το Κέντρο να τον παρουσιάσει -μάλλον ανεπιτυχώς σε εκείνη τη συγκυρία- ως γενάρχη του χώρου (χρησιμοποιείται ο όρος «κεντροποίηση» του Βενιζέλου). Δεύτερον, σε επίπεδο ποιοτικών χαρακτηριστικών, στον δημόσιο διάλογο παγιοποιείται  η ιδέα περί ύπαρξης μιας γενεαλογίας χαρισματικών ηγετών του 20ού αιώνα που, με πρώτο τον Βενιζέλο και συνεχιστή τον Παπάγο, συσπείρωναν τους Έλληνες και υπερέβαιναν τους διχασμούς του έθνους.
H αιχμή του τρίτου κεφαλαίου, που αφορά το διάστημα 1952-1967, είναι η μεγάλη αντεπίθεση του Κέντρου, το οποίο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Ανένδοτου αγώνα και ύστερα των Ιουλιανών, αξιοποίησε ένα μεγάλο ρεπερτόριο μνημονικών διαδικασιών που εν πολλοίς δημιουργούσαν ευθείες αναλογίες με τον Εθνικό Διχασμό. Η βενιζελική μνήμη ήταν ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα της μάχης με την ΕΡΕ και το Στέμμα, σε μια στιγμή που για πρώτη φορά αντιπαρατάχθηκε ένα αρκετά συμπαγές αντιβενιζελικό αφήγημα.
Το τέταρτο κεφάλαιο, που αποτελεί το πρώτο τμήμα του δεύτερου μέρους του βιβλίου, εστιάζει στην ιστοριογραφία για τον Βενιζέλο, την περίοδο 1945-1967. Απομνημονεύματα, σχολικά εγχειρίδια, βιβλιογραφική παραγωγή είναι μερικά από τα είδη που αξιοποιεί ο συγγραφέας, ώστε να σκιαγραφήσει όχι μόνο τα ιστοριογραφικά σχήματα που συγκροτήθηκαν αλλά και τα δίκτυα ανθρώπων γύρω από αυτά. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην έμφαση που δίνεται στα ιστορικά αναγνώσματα σε συνέχειες στον Τύπο, ένα κειμενικό είδος που σπανίως αξιοποιείται με τόση επιμονή, δείγμα της αξίας που προσδίδει ο Τριανταφύλλου στις εφημερίδες ως πολύτιμης πηγής που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους ερευνητές, πάντα σ’ ένα πλαίσιο ανανεωμένων θεωρητικών προσεγγίσεων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας αναφέρεται στις σημαντικότερες περιπτώσεις δημόσιων μνημονεύσεων του Βενιζέλου. Από τα ετήσια μνημόσυνα και τις ονοματοδοσίες οδών μέχρι την ανέγερση ανδριάντων και τον σχεδιασμό τελετουργιών πανελλαδικής εμβέλειας, αναδεικνύονται οι ποικιλόμορφες συζητήσεις σχετικά με την ορατότητα της μνήμης του Βενιζέλου στον δημόσιο χώρο. Πέραν των επιμέρους αναλύσεων, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο ο Τριανταφύλλου ανοίγει τον φακό του και πέραν της πρωτεύουσας και τονίζει το εξαιρετικά σημαντικό -και συχνά παραμελημένο- στοιχείο της τοπικότητας και τον τρόπο που οι νοηματοδοτήσεις της κληρονομιάς του Βενιζέλου συχνά διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πόλη, χωριό ή περιφέρεια.
Η μελέτη του Τριανταφύλλου ανοίγει μια σειρά από ζητήματα που χρήζουν ξεχωριστής έρευνας, όπως, για παράδειγμα, η συνέχεια της πορείας των μνημονεύσεων του Βενιζέλου κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, δηλαδή σε μια εποχή  κυριαρχίας του ως πολιτικού συμβόλου, μια κυριαρχία που αμφισβητήθηκε σε εντυπωσιακά ελάχιστες περιπτώσεις, καθώς η αντιβενιζελική μνήμη, επί της ουσίας, εξαϋλώθηκε. Ως εκ τούτου, θα είχε ενδιαφέρον μια μελέτη που θα έστρεφε τη ματιά της στη μακρά περίοδο μετά το 1974, όπου ο «εθνάρχης Βενιζέλος» ήταν πια ένα ακλόνητο δεδομένο. Εξάλλου, επ’ αυτού, ο συγγραφέας παραθέτει ορισμένες γόνιμες σκέψεις στον επίλογο του βιβλίου, που ελπίζουμε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πρόλογο ενός νέου.
Συμπερασματικά, το βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου τόσο από άποψη μεθοδολογίας όσο και από άποψη ιστορικής ερμηνείας καθαυτής, προσφέρει μια φρέσκια και συγκροτημένη πρόταση για πώς μπορεί να γραφτεί μια  μελέτη πολιτισμικής ιστορίας υπό το πρίσμα της πολιτικής (ή τούμπαλιν). Πρόκειται για ένα έργο με στιβαρά θεωρητικά εργαλεία, που παράγει καινοτόμες οπτικές σχετικά με μια περίοδο της ελληνικής ιστορίας που σίγουρα αξίζει μεγαλύτερης προσοχής από τους ερευνητές και τις ερευνήτριες.
 
* Ο Βαγγέλης Ζιώγας είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας (ΕΚΠΑ)

Στέφανος Ρόκος, Παρατηρήστε τα τοπία-Μακριά από τη γη, 2024, μεικτή τεχνική σε μουσαμά, 190 x 160 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: