Της Πέρσας
Κουμούτση*
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΙΤΡΟΕΦ, Οι Έλληνες και η διαμόρφωση της νεότερης Αιγύπτου,
μτφρ. Αργύρης Παπασυριόπουλος, εκδόσεις Παπασωτηρίου, σελ. 344
Η ελληνική
παροικία της Αιγύπτου, ή αλλιώς η «Αιγυπτιώτικη» ελληνική παροικία,
ανέκαθεν αποτελούσε ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για πολλούς ιστορικούς
μελετητές. Ακόμα και σήμερα, που ο ελληνισμός της Αιγύπτου έχει συρρικνωθεί
σημαντικά, αγγίζοντας τα όρια της «ανυπαρξίας», δεν σταματά να εμπνέει
και να προσελκύει το ενδιαφέρον τους, καθώς η ιδιαιτερότητα και η ιδιομορφία
της παροικίας, η ραγδαία ανάπτυξη, αλλά και η φθίνουσα πορεία της, η οποία συνέβη
με ταχείς ρυθμούς, κυρίως μετά τη Νασερική εποχή, επιδέχεται έως σήμερα πολλών
ερμηνειών, εγείρει ερωτηματικά και αντικρουόμενες απόψεις.
Κυρίως
όμως προκαλεί το ενδιαφέρον, γιατί η πορεία του ελληνισμού της Αιγύπτου
κατά τη γνώμη μου βρισκόταν σε απόλυτη συνάρτηση, συνάφεια και συγχρονισμό με
τις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές της ίδιας της
Αιγύπτου, που κατά τεκμήριο υπήρξαν καταλυτικές, όχι μόνο για την ίδια τη χώρα,
αλλά και για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής, μετασχηματίζοντας
σημαντικά τα εδραιωμένα για χιλιετίες δεδομένα. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, δεν μπορεί να υπάρξει
«σύζευξη» και συνύπαρξη εθνών ή πολιτισμών, χωρίς επικοινωνία, συνεργασία,
αμοιβαίες επιρροές, πόσο μάλλον, όταν μια τέτοια σύζευξη χρονολογείται από τους
αρχαίους χρόνους, κάτι που επιβεβαιώνεται περίτρανα από πάμπολλα αρχαιολογικά
τεκμήρια.
Πράγματι,
η παρουσία των Ελλήνων στην Αίγυπτο χρονολογείται από την εποχή των Φαραώ. Ο Ηρόδοτος μας διηγείται ότι η πρώτη επίσημη
επαφή των Ελλήνων με τους Αρχαίους Αιγυπτίους ήταν με τον Φαραώ Ψαμμήτιχο τον Α΄,
το 664 π.Χ. Αυτές οι επαφές συνεχίστηκαν από τότε και δεν διακόπηκαν ποτέ. Και
ίσως να μειώθηκαν μετά την πτώση των Πτολεμαίων, ποτέ
όμως εντελώς, ώσπου αιώνες μετά, όταν την εξουσία της χώρας ανέλαβε ο Μωχάμεντ
Άλι (1805-1849), οραματιζόμενος μια χώρα ανεκτική και εξωστρεφή προς τη Δύση, που
κατήργησε τους περιορισμούς οι οποίοι είχαν τεθεί για τους ξένους επί Οθωμανικής
κυριαρχίας, και ενθάρρυνε κατά κάποιον τρόπο τη μετανάστευση των Δυτικών στη
χώρα. Κατά συνέπεια, το ελληνικό στοιχείο επανήλθε δυναμικά στη χώρα του
Νείλου.
Έκτοτε,
και για τις επόμενες πολλές δεκαετίες, το μεταναστευτικό ρεύμα ήταν μεγάλο και
χιλιάδες Ελλήνων επέλεγαν την Αίγυπτο για να οικοδομήσουν τις ζωές του. Την
πορεία αυτή του αιγυπτιακού ελληνισμού, από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα,
έως την Νασερική και μετα- Νασερική εποχή, οπότε και αρχίζει σιγά σιγά να
συρρικνώνεται, αποτυπώνει διεξοδικά και με εξαιρετική ενάργεια στη μελέτη
του ο καθηγητής Αλέξανδρος Κιτροέφ, που τιτλοφορείται «Οι Έλληνες και η
διαμόρφωση της νεότερης Αιγύπτου». Τίτλος που προοικονομεί και προϊδεάζει τον
αναγνώστη για το περιεχόμενο και την εστίαση της εν λόγω μελέτης, η οποία
αποτελεί προϊόν πολυετούς έρευνας, παρατήρησης, καθώς και μιας προσωπικής
ανάγκης του ίδιου να ασχοληθεί με τον παροικιακό ελληνισμό, μάλλον εξαιτίας της
αιγυπτιώτικης καταγωγής του και των συναισθηματικών δεσμών που ανέπτυξε από
παιδί με τους αιγυπτιώτες παππούδες του.
Το βιβλίο
χωρίζεται σε οκτώ κεντρικές ενότητες, που αντιστοιχούν στις σημαντικότερες και
πλέον καταλυτικές περιόδους για την ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας,
από τη δημιουργία του πρώτου Ελληνικού Γενικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια το
1833, την ίδρυση των Ελληνικών Κοινοτήτων στις δύο μεγάλες πόλεις
της Αιγύπτου, αλλά και αλλού. Τις αλλαγές που υπέστησαν στη διαδρομή, την
κοσμική διάσταση που αντικατέστησε τη θρησκευτική, φτάνοντας έως τη
Νασερική και τη μετά Νασερική εποχή, όπου συντελείται πλέον η πτώση και η φθορά
της άλλοτε λαμπερής παρουσίας των Ελλήνων στην Αίγυπτο. Ενώ κάθε ενότητα
αποτελεί μια αυτόνομη μελέτη της κάθε περιόδου, που βρίθει με τη σειρά της
από πάμπολλα τεκμήρια και ιστορικές αναφορές, που δυστυχώς είναι αδύνατο
να αναλύσουμε ή να παραθέσουμε σε ένα απλό ή και περιορισμένο σε λέξεις
κείμενο. Και είναι μια περιεκτική κι εμπεριστατωμένη ιστορική αφήγηση, εξόχως
τεκμηριωμένη, όπου ο ιστορικός μελετητής εξετάζει με θαυμαστή λεπτομέρεια όλες
σχεδόν τις εκφάνσεις της ιδιαίτερης και ίσως μοναδικής στο είδος της σχέση των
δυο πολιτισμών, εστιάζοντας στην παραδειγματική αλληλεπίδρασή τους
σε οικονομικό, κοινωνικό και κυρίως πολιτισμικό επίπεδο.
Αλλά ο Αλέξανδρος Κιτροέφ δεν
περιορίζεται σε μια στείρα καταγραφή των γεγονότων και των τεκμηρίων.
Στηριζόμενος στην εξαιρετικά πλούσια εμπειρία του, την οξυδέρκεια και την
κριτική του σκέψη, μας δίνει εμμέσως πλην σαφώς και τη δική του οπτική
πάνω στα θέματα, διατηρώντας ταυτοχρόνως και μια αντικειμενική και μάλλον
αποστασιοποιημένη οπτική, εκεί όπου πρέπει, και παραθέτοντας με ένα
διακριτικό τρόπο τη δική του προσωπική ματιά, για ζητήματα όπως λόγου χάρη για
τους λόγους που οι Έλληνες ανέπτυξαν έντονα συναισθήματα για τις δυο πατρίδες,
παρότι πολλοί αναγκάστηκαν να επαναπατριστούν τις δεκαετίες του 1950 και του
1960. Για τη
συμβολή των Ελλήνων στη δημιουργία του σύγχρονου αιγυπτιακού κράτους, τόσο σε
οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο, καθώς και την παραδειγματική
εξοικείωση των Ελλήνων με τα έθιμα και τους τρόπους της αιγυπτιακής ζωής.
Ανάμεσα σε
άλλα πολλά, η μελέτη αναλύει και τις επαφές των Ελλήνων με τις άλλες παροικίες,
αλλά και τους δεσμούς που αναπτύχθηκαν με τη μητέρα πατρίδα καθώς και τη θέση
των Ελλήνων και τη στάση τους απέναντι στα πολιτικά θέματα που ταλάνισαν την
Αίγυπτο. Δεν παραλείπει φυσικά να κάνει αναφορές στον Καβάφη, τον Φόστερ, τον Τσίρκα
και όλους εκείνους που σημάδεψαν με τη πένα τους την εποχή, προμηθεύοντας τον
αναγνώστη και με ένα αξιοσημείωτο φωτογραφικό υλικό, που κοσμεί τη μελέτη,
χωρίς όμως υπερβολή. Ενώ από τις πολλές διαφοροποιήσεις της μελέτης από
άλλες σαν αυτήν, είναι ένα κι ένα ολόκληρο κεφάλαιο, όπου αξιολογηθεί ξεχωριστά
στο ζήτημα του Νόστου, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της
παροικίας. Πολύ συνοπτικά, θα έλεγα ότι το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη μια
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη, στα σημεία της ανασκόπησης της ιστορίας
της επιδραστικότερης, ίσως, ευρωπαϊκής παροικίας της νεότερης Αιγύπτου.
Δικαίως
λοιπόν το βιβλίο του Αλέξανδρου Κιτροέφ, στην αγγλόφωνη έκδοσή του, χαρακτηρίστηκε
ως «ένα έργο μεγάλης επιστημονικής ωριμότητας και προσωπικής αγάπης» (Robert L.
Tignor, Princeton University) και «ευρυμαθές, εκλεπτυσμένο και σύνθετο ως προς
τις κρίσεις του, γραμμένο από έναν εκ των κορυφαίων μελετητών της νεότερης
ελληνικής Διασποράς» (Robert Vitalis, University of Pensylvania).
*Η Πέρσα
Κουμούτση είναι πεζογράφος και μεταφράστρια αραβικής λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου