Του Γιάννη Στρούμπα*
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Πόλη που ράγισε, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 48
Ολοκληρώνοντας
τη συλλογή του Ριμαχό [2022], ο Παναγιώτης Νικολαΐδης αποκρύπτει τεχνηέντως όσα ψιθυρίζει
στον ομώνυμο ποιητικό του ήρωα η «Αγαπημένη» του, η Ριμαχόνα, αφήνοντας να
υπονοηθεί ότι η ποιητική πραγμάτευση, που έχει εκκινήσει από τη συλλογή Η νύφη του Ιούλη [2019], θα συνεχιστεί
στην επόμενή του συλλογή. Η Πόλη που
ράγισε επιβεβαιώνει τον υπαινιγμό του Κύπριου ποιητή, καθώς ξαναπιάνει το
νήμα των προηγούμενων συλλογών. Όμως, το σύνθετο αίτημα της θεώρησης
–πολιτικής, ερωτικής, ποιητικής– έρχεται αντιμέτωπο, από τον τίτλο ακόμα της
νέας συλλογής, με τις ρωγμές μιας πόλης «ανολοκλήρωτης» και διχοτομημένης: της
Λευκωσίας.
Η
«ραγισμένη» πραγματικότητα της κυπριακής πρωτεύουσας διατρανώνεται από τον
Νικολαΐδη με διαδοχικές διατυπώσεις που επιβεβαιώνουν το κομμάτιασμα είτε άμεσα
είτε αντιθετικά, μέσω της σύγκρισης με την προηγούμενη συνθήκη: «Ήτουν ο κόσμος
κόμα ακομμάθκιαστος», όπως τον προσεγγίζει με τα αθώα του μάτια το μικρό παιδί,
παρά την τραγική ειρωνεία τής ήδη διπλά διχοτομημένης Κύπρου και Λευκωσίας· ή,
σε ευθείες αναφορές, «Πόλη που ράγισε» (ο τίτλος της συλλογής) και «ραγισμένη
πόλη», «σπασμένο στέρνο», «Η Λευκωσία μας/ έγινεν δκυο κομμάθκια», «Η Λευκωσία/
είναι το αντίθετο του ολόκληρου», «ραγισμένα πεζοδρόμια».
Η
διχοτόμηση οδηγεί τον ποιητή σε συναισθηματικά φορτισμένο προσκλητήριο νεκρών
κατά τη θλιβερή επέτειο του Ιούλη. Οι νεκροί, σε υπερβατικό σκηνικό,
προσέρχονται στη συνάντηση με τους δικούς τους, ράβουν τις μνήμες με τα σώματα
επιχειρώντας την αποκατάσταση της επικοινωνίας, κι ύστερα πάλι, μόνοι τους,
σκεπάζονται με χώμα. Από τη συγκλονιστική εικόνα του Νικολαΐδη δεν απουσιάζει
το ζωικό περιβάλλον, που συμμετέχει στο πένθος. Ιδίως τα πουλιά, συγκεκριμένα
τα χελιδόνια, είναι πάντα παρόντα, συμμετέχοντας στην οδύνη και υπογραμμίζοντας
τη νεκρική σιγή, ενώ η σύγκριση των ανθρώπων με τα υπόλοιπα πλάσματα είναι
αναπόφευκτη: «είσαστεν ούλλα ελεύθερα», με τον υπαινιγμό της ανθρώπινης
ανελευθερίας να αιωρείται πικρά.
Τα
κομμάτια της ραγισμένης Λευκωσίας συγκολλούνται στα ποιήματα. Ο Νικολαΐδης
αναμειγνύει το «καυτό δάκρυ» της οδύνης του με «μερικά γραμμάρια ποίησης» στο
τηγάνι ή αφήνει τις λέξεις να φυτρώνουν αργά, «όπως εξαερώνεται/ μια χύτρα
ταχύτητας». Οι καλλιεργούμενες λέξεις συνιστούν τη φυσική απόρροια ενός τόπου
που «έχει παντού κρυμμένους στίχους/ κι άκλαυτους νεκρούς/ κάτω απ’ τις
κοφτερές πέτρες/ των παιδικών μας ονείρων». Η διάθεση του Νικολαΐδη να συναντήσει
ποιητικά τους τρεις μεγάλους Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο είναι εμφανής, όμως ο
προβληματισμός του πηγάζει από την πεζή καθημερινότητα, που όσο απομακρύνεται
από τα ιστορικά γεγονότα τόσο δυσκολεύεται να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν.
Εφόσον,
λοιπόν, ο τόπος είναι γεμάτος από «άκλαυτους νεκρούς» κι εφόσον «όλα
ανακατεύονται μέσα στο χώμα», απ’ όπου και ξεκινούν οι ζυμώσεις κάθε νέας
δημιουργίας, ο Νικολαΐδης επαναφέρει από τις προηγούμενες συλλογές του τη
σολωμική μορφή της Αγαπημένης, όπου και πάλι συγκερνά τη γυναίκα, την πατρίδα,
τη γλώσσα και την ποίηση. Η Αγαπημένη, σε εικόνα ερωτική, τινάζει τα μαλλιά της
στη βροχή, όμως τα τινάζει και πάνω απ’ τις στέγες («Σ’ αγαπώ/ έτσι απλά/ γιατί
τινάζεις τα μαλλιά/ πάνω απ’ τις στέγες»). Η πόλη γεννά τον έρωτα, μα κι ο
έρωτας ορίζει την πόλη, περιβάλλοντάς την πλήρως. Η συνύπαρξη της ερωτεύσιμης
γυναίκας με την πόλη και την ποίηση πραγματώνεται, ίσως με τον
χαρακτηριστικότερο τρόπο, στο ποίημα «Πλατεία Ελευθερίας», όπου η Αγαπημένη
επιφορτίζεται το ιαματικό «άγγιγμα».
Η
Αγαπημένη, ωστόσο, δυσκολευόμενη να μεταβάλει τις συνθήκες, πετά κι αποχωρεί.
Γιατί, «δεν έχω κάπου ν’ ακουμπήσω/ για να γυρίσω/ τον γαμημένο κόσμο/
ανάποδα». Η επιστημονική παράδοση του Αρχιμήδη δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο
σύγχρονο περιβάλλον, ούτε στους ανθρώπους της ραγισμένης πόλης ούτε στους
υπόλοιπους του απανταχού ελληνισμού. Με το πολύσημο και υπαινικτικό του σχόλιο,
που εμπεριέχει θλίψη, ο ποιητής αντικρίζει τη Λευκωσία σαν δύο πόλεις που
καθρεφτίζονται μέσα στον χρόνο, ενώ η χρονική εξακτίνωση, που εκτείνεται μέχρι
την Τροία, είναι παράλληλη και με τη χωρική, η οποία περιλαμβάνει, καί στη
συλλογή αυτή, όλα τα πολεμικά δράματα της σύγχρονης εποχής, από την Ουκρανία
μέχρι τη Συρία και το Αφγανιστάν. Ο πόθος της ελευθερίας εκφράζεται στην
πανανθρώπινή του διάσταση.
Πώς επουλώνεται
συνεπώς το ράγισμα; «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε/ και μ’ αυτό/ λένε οι ειδικοί»,
αναφερόμενοι στην αφρικανική σκόνη που έχει τυλίξει «τρυφερά» τη Λευκωσία, αφού
νωρίτερα είχε σκεπάσει την «πληγή στο βουνό», δηλαδή τη σχηματισμένη στους κατεχόμενους
πρόποδες του Πενταδάχτυλου παραλλαγή της τουρκικής σημαίας. Ο Νικολαΐδης
υπαινίσσεται, πίσω από τη σκόνη, τη διχοτόμηση και την κατοχή· και ίσως, με την
επιστολή στους νεκρούς («Αγαπημένοι,// συγχωρήστε με που σας ξυπνώ»), την
ανάγκη να ξυπνήσουν οι ζωντανοί. Επαναφορά, λοιπόν, του ερωτήματος για το
ράγισμα: τι «Μετά τον Ριμαχό»; Ο
ποιητής, με αγωνία, τρυφερότητα και πικρή στοχαστικότητα, διαισθάνεται την
άσκοπη ανακύκληση των θυσιών («Για τούτον όσοι πεθανίσκουν/ στρέφουνται ξανά/
μα έννεν ίδιοι με τζείνους»). Μα «στην αιώνια περιστροφή/ του κόσμου» παραμένει
παρηγοριά η ποίηση, δίνοντας παλμό ακόμα και στους νεκρούς (ποίημα «Πέλμα με
πέλμα»). Κι αν τα «δκυο κομμάθκια» της Λευκωσίας συγκολλούνται στο ποίημα, ίσως
και το χρόνιο «ράγισμα», που δεν εξελίσσεται ωστόσο σε οριστικό σπάσιμο, να επιδέχεται
την αποζήτηση αποκατάστασης.
*Ο Γιάννης Στρούμπας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου