27/4/25

Ο ελκυστής του εσωτερικού

Του Παναγιώτη Διδάχου*

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΕΓΚΑΣ, Η μοίρα των ζώων, εκδόσεις Πλήθος, σελ. 72

Το ιδιόμορφο βιβλίο του Στέφανου Ρέγκα συνιστά, όπως έχει παρατηρηθεί, μια σύνθεση που ασφυκτιά ακόμα και κάτω από την κατηγορία του πεζού ποιήματος. Αποτελεί, όπως έχει επίσης αναφερθεί, ένα σιωπηλό παραλήρημα που ο συγγραφέας το θέλει να διαβάζεται δυνατά. Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη ροή του ασυνειδήτου σε ψυχαναλυτικό κλειδί ―καθώς η εσωτερική πραγματικότητα του συγγραφέα μοιάζει να είναι της τάξης του ασυνειδήτου― ή αυτό το παραλήρημα, έχει την ιδιομορφία ότι είναι εσωτερικό και, ταυτόχρονα, δεν είναι ακριβώς παραλήρημα, με την έννοια ότι όλα φαίνεται να έχουν ήδη μπει στην ταιριαστή τους θέση είτε εξαρχής υπολογισμένα ―πράγμα αδύνατο― είτε μετέπειτα δουλεμένα μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Με άλλα λόγια, ενώ η αφήγηση δίνει την αίσθηση ενός συνδυασμού φύουσας και φυόμενης φύσης, για τον οποίο θα μπορούσε να δοθεί ως παράδειγμα η βλάστηση που συναντάμε σε μια ζούγκλα, ταυτόχρονα, και ίσως λίγο περισσότερο, η αφήγηση του Ρέγκα μοιάζει με ιαπωνικό κήπο στον οποίο το κατασκευαστικό στοιχείο αποκρύπτεται και αναδεικνύεται η φύση ως μίμηση. Εδώ, η φύση είναι στην πραγματικότητα το εσωτερικό του ίδιου του συγγραφέα που δημιουργεί για εμάς ένα παράθυρο και μας αφήνει να περιδιαβούμε μαζί του, με μονό εισιτήριο, χωρίς επιστροφή, αυτή τη μία διαδρομή.
Μαζί με τα παραπάνω, το κείμενο δείχνει, επιπλέον, προς ένα χάσιμο, προς έναν αποπροσανατολισμό, προσπαθώντας να προσεγγίσει μια εσωτερική αυθορμησία που αναδεικνύει σε κάθε της σχεδόν βήμα όλες τις μεσολαβήσεις της. Για παράδειγμα, η αλλαγή της φωνής από το πρώτο στο δεύτερο πρόσωπο, η εναλλαγή ρημάτων με αντίθετη σημασία, η χρήση του πρώτου ενικού και δίπλα του πρώτου πληθυντικού, η εμφάνιση του παρελθοντικού και αμέσως μετά του παροντικού χρόνου. Όλα αυτά τα στοιχεία, το εγώ και το εμείς, το παρελθόν και το παρόν, συγκεντρώνονται σε κάθε σημείο της ροής του έργου.
Η ροή και η εικονοποιία της σύνθεσης έχουν αναδειχθεί ως χειμαρρώδεις. Ταυτόχρονα, ωστόσο, μοιάζει να έχουν και αντιστάσεις, να φρενάρουν ή να εμφανίζεται συνεχώς ένα staccato. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, μετά από ένα ρήμα παρατίθεται το αντίθετο του, όπως ανέφερα παραπάνω, πράγμα που διακόπτει στιγμιαία την ανάγνωση για να την επαναφέρει αμέσως μετά και, κάπου πιο δίπλα, να την διακόψει εκ νέου. Εκείνο που πετυχαίνουν αυτές οι στάσεις είναι ότι εμπερικλείουν κάθε φορά μια ολότητα, εν κινήσει, που βασίζεται στην έκθεση των δύο αντίθετων πλευρών. Η απουσία στίξης και ο παρατακτικός τρόπος έκθεσης του υλικού βοηθούν ώστε να τεθούν μαζί η κίνηση και η ακινησία, για παράδειγμα, ή κάτι που είναι ίδιο και κάτι που είναι ήδη αλλαγμένο, σχεδόν ταυτόχρονα αλλά όχι ακριβώς ταυτόχρονα, στη ροή της αφήγησης. Ο επιτονισμός εδώ, βρίσκεται σε αυτό το σχεδόν. Συνεπώς, το σύνολο της αφηγηματικής σύνθεσης θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια επιμένουσα σπουδή στους διαφορετικούς τρόπους παράταξης ή υπέρθεσης περιγραφών ―δηλαδή εικόνων, συναισθημάτων κτλ. Αυτό σημαίνει ότι ο πλουραλισμός και η κίνηση της ροής του εσωτερικού του συγγραφέα έχει παρατακτική μορφή το υπόβαθρο της οποίας φαίνεται να είναι ένας κόσμος που έχει μια ελευθερία μηχανιστική εξού και η μόνη ελεύθερη από κρίση σήμανσή του είναι δυνατή μέσω της παράταξης. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η παράταξη γίνεται η μοναδική μορφή ελευθερίας που αναμετράται μαζί του και, ίσως, φτάνοντας τον εαυτό της στα άκρα, επιχειρεί κάποτε να τον διαρρήξει.
Η εσωτερική ροή του έργου όσο προχωράει σιωπηλά τόσο διαρρηγνύεται η ίδια σαν όλκιμο υλικό, λειτουργώντας, παράλληλα, ως φακός που εστιάζει σε αυτές τις ρωγμές που δημιουργούνται ενώ εμείς τις παρακολουθούμε σε αργή κίνηση. Η ροή του έργου φαίνεται, λοιπόν, να τρέχει αδιάκοπα με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα, όλα τα πράγματα είναι όπως πρέπει να είναι, δηλώνουν δηλαδή μια αιώνια στάση στην οποία η οποιαδήποτε περαιτέρω κρίση και κίνηση αδρανοποιείται. Το υλικό που υποδεικνύεται μένει ανέπαφο από τη σκέψη, δημιουργώντας μια αιωνιότητα ή, αλλιώς, ένα άπειρο ως στάση.
Το θεματικό υλικό του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι διπλό. Αποτελεί, αφενός, μια εσωτερική κοσμογονία και, αφετέρου, μια περιγραφή —μέσω αυτής ή με αυτήν— της πορείας μιας ανθρώπινης σχέσης από την αρχή μέχρι το τέλος της ίσως την πιθανή επανεύρεση των δύο στο κλείσιμο του βιβλίου, πράγμα που επίσης έχει επισημανθεί σε μια από τις βιβλιοκριτικές.
Η ανάγκη του συγγραφέα είναι να πορευθεί σε αυτή την αφήγηση με μια αίσθηση ασφάλειας πέρα από τις «παγίδες» της θεωρητικής σκέψης και των αναγκών της κρίσης. Η κρίση γίνεται διάκριση την οποία ο ίδιος δεν επιτηρεί αλλά υποδέχεται. Η επιδίωξη αυτή γίνεται φανερή και στο ίδιο το θέμα στην έβδομη ενότητα με τίτλο: έχω κόσμους μέσα μου. Το βιβλίο μπορεί, επομένως, να διαβαστεί σαν μια γενναία προσπάθεια να φτάσει ο παρατακτικός τρόπος ανάδειξης της εσωτερικής πραγματικότητας του συγγραφέα και, φυσικά, της πραγματικότητας στην οποία μας προσκαλεί ως υποδοχείς της, μέχρι το έσχατο σημείο του. Ίσως, βέβαια, αυτό να αποτελεί, ταυτόχρονα, και το αδύνατο σημείο του.
Τι είναι, λοιπόν, η μοίρα των ζώων; Είναι μάλλον ο κυκλικός χρόνος που έρχεται από ψηλά / «η γη επαναλαμβάνει ένα νανούρισμα εγερτήριο τραγούδι των μικρών πλασμάτων επαναλαμβάνει ακατάπαυστα αυτό που είναι η μοίρα των ζώων» / η μοίρα των ζώων σημαίνει πως ό,τι συμβαίνει είναι σωστό. Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα κι ο χρόνος της μοίρας των ζώων καθώς κι εκείνος της μοίρας των ανθρώπων είναι, τελικά, ο χρόνος της ίδιας της μοίρας, τότε η ερώτηση που μου έρχεται στο μυαλό κλείνοντας, είναι αν, στο τέλος του βιβλίου, η φράση: “πάμ’ επιτέλους πάμε κάπου πέρα από την εμπιστοσύνη” δηλώνει και κάτι ακόμα, εκτός από μια ποιοτική αλλαγή στη μέχρι τώρα κατάσταση μια σχέσης ή, ευρύτερα, στον τρόπο που συναντιούνται οι άνθρωποι. Αλλιώς διατυπωμένο, η παραπάνω καταληκτήρια πρόταση θα μπορούσε να δηλώνει και κάτι που υπαινίχθηκα πιο πάνω, μια έξοδο, δηλαδή, από εκείνη τη στάση του κόσμου που όλο επανέρχεται γιατί όλα είναι στη θέση τους, σωστά βαλμένα, και όλα έχουν συμβεί και τίποτα δεν μένει ούτε κανείς από έξω να παρακολουθεί ―είτε να επιτηρεί ή να υποδέχεται όπως το θέλει ο Ρέγκας―, διότι μια τέτοια περιέχουσα στάση μοιάζει να παγιδεύει τα πάντα εντός χωρίς να αφήνει τίποτα εκτός της.
 
*Ο Παναγιώτης Διδάχος είναι δρ Φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τάσος Μισούρας, The Reformer, 2016, ακρυλικό και λάδι σε καμβά, 173 x 127 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: