6/4/25

Εγγονόπουλος «συμπληρούμενος»

Στέφανος Ρόκος, 50.000.000 τόνοι τοπίων II, 2024, μεικτή τεχνική σε χαρτί, 78 x 107 εκ. 

Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Au revoir: Theophilos, φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο Ελισάβετ Αρσενίου, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 80
 
Τι σημαίνει, για έναν συγγραφέα, το γεγονός ότι άφησε στο συρτάρι του μερικά κείμενά του; Αν πρόκειται για κάποια από τα τελευταία του, ίσως να μην πρόκανε να τα εκδώσει γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Σε αυτή την περίπτωση, με πολύ μεγάλη προσοχή, μελέτη και περισυλλογή, κάποιος άλλος καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση αυτών των κειμένων. Έχει τρεις επιλογές. Πρώτον, να τα αφήσει στο αρχείο του συγγραφέα, όπου ο όποιος ενδιαφερόμενος μπορεί να τα δει και να τα αξιοποιήσει στη μελέτη του. Δεύτερον, να τα εκδώσει υπό το δικό του όνομα, ως δημοσίευση εκ των καταλοίπων του συγγραφέα. Γιατί ίσως να πρόκειται για δοκιμές του συγγραφέα, π.χ. σε ένα άλλο ύφος, ή ακόμα και για πρωτόλεια, όπου όμως μπορούμε να διακρίνουμε τη μέθοδο δουλειάς του κ.λπ. Χρήσιμα πράγματα για τη μελέτη, υπό την αίρεση βέβαια πως θα αντιμετωπιστούν ως τέτοια και όχι ως κομμάτι του έργου του. Η τρίτη επιλογή είναι τα εκδώσει υπό το όνομα του συγγραφέα, διευρύνοντας έτσι το σώμα του έργου του, αλλάζοντας δηλαδή το συγγραφικό του πρόσωπο. Τεράστια αυτή η ευθύνη, όμως σε μια τέτοια περίπτωση αυτό που βαραίνει είναι η αιτιολογημένη βεβαιότητα, ότι ο συγγραφέας απλώς δεν πρόλαβε να τα εκδώσει, κείμενα που είναι όντως ολοκληρωμένα.
Τελείως διαφορετική είναι η περίπτωση, ένας συγγραφέας να άφησε στο συρτάρι του κείμενα που έγραψε σε κάποια στιγμή της διαδρομής του αλλά δεν τα εξέδωσε. Εδώ, η απόφανση δεν επιδέχεται ερμηνειών και χειρισμών: δεν τα κατέστησε μέρος του έργου του. Τελεία και παύλα.
Τι μπορεί να κάνει ένας άλλος, όταν αποκτά πρόσβαση σε τέτοια κείμενα; Δεν δικαιούται να τα «φορτώσει» στον συγγραφέα, αλλάζοντας έτσι το συγγραφικό του πρόσωπο, παρά τη θέλησή του. Δεν μπορεί δηλαδή να τα εκδώσει υπό το όνομα του συγγραφέα. Αν το κάνει, πρόκειται περί λαθροχειρίας, για την ακρίβεια περί πλαστογραφίας. Με ολέθρια αποτελέσματα.
Όταν το 1990 κάποιοι άλλοι εκδίδουν τον Μεγάλο Ανατολικό του Εμπειρίκου, ο Εμπειρίκος είναι ο πλέον διαβαζόμενος και ο πλέον επιδραστικός νεοέλληνας ποιητής. Με αυτή την έκδοση, πάραυτα αρχίζει η κατιούσα του, φθάνοντας σήμερα να μην έχει καμία επιδραστικότητα στους νεωτέρους ποιητές και να απόκειται ως ένα από τα «θέματα» της φιλολογίας. Και τότε είχα γράψει, επισημαίνοντας τις συνέπειες. Αντί για μια έκδοση/γνωστοποίηση ενός λογοτεχνικού αρχείου, ώστε να δούμε ότι η ποιητική του Εμπειρίκου ήταν αποτέλεσμα καθημερινής άσκησης επί δεκαετίες, επιλέχθηκε μια έκδοση υπό το όνομα του Εμπειρίκου, διά της οποίας το σύνολο του έργου του απέκτησε τελείως άλλη έκταση και κυρίως άλλο πρόσωπο, η δε ποιητική του ξεχείλωσε, φωτίστηκε ως μανιέρα και φλυαρία, ενώ ακολούθησε, αργότερα, και η γελοιότητα της έκδοσης μιας «σύνοψης», σε δύο τόμους, του Μεγάλου Ανατολικού, καθώς και άλλα επεισόδια καταστροφής του συγγραφικού προφίλ του Εμπειρίκου. Η καθ’ ημάς συνήθης φιλολογία, που αναζητά λόγο ύπαρξης.
Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ένα κατάλοιπο του Εγγονόπουλου, που δεν το εξέδωσε, παρ’ ότι έζησε για άλλα σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που το έγραψε, και δεν του έλλειπε δα η δυνατότητα να το εκδώσει. Συμπέρασμα; Επέλεξε να μην το εκδώσει. Και πάλι, τελεία και παύλα.
Δικαιούται κάποιος άλλος να το εκδώσει; Ενδεχομένως, αλλά υπό το όνομά του, δηλαδή παίρνοντας εξ ολοκλήρου την ευθύνη κ.λπ. Πόσω μάλλον, που εδώ έχουμε ένα ποίημα εν πολλοίς χειρόγραφο και εν μέρει δακτυλόγραφο, όπου η παρέμβαση της επιμελήτριας είναι απολύτως υποκειμενική και ανασφαλής, και το παραδιδόμενο ποίημα σε καμία περίπτωση δεν είναι οριστικό, αφού, ένας άλλος, άλλα θα διαβάσει στα δυσανάγνωστα και έτσι άλλο θα είναι το ποίημα (ενδεικτικοί οι 140 εκθέτες παραπομπών, πάνω στις λέξεις του ποιήματος, οι οποίοι παραπέμπουν σε σημειώσεις και δείχνουν το επισφαλές των επιλογών, αλλά και «διακοσμούν» καρναβαλικά το ποίημα).
Εγείρεται βέβαια το ερώτημα, γιατί ο συγγραφέας δεν «πέταξε» το κατάλοιπό του αλλά το κράτησε στο αρχείο του. Πολλοί λόγοι μπορούν να υπάρχουν, π.χ. γιατί κάποιους ποιητικούς πυρήνες του ήθελε ενδεχομένως να τους αξιοποιήσει σε άλλα κείμενά του ή γιατί δεν εξέφραζε επαρκώς την άποψή του για τον Θεόφιλο και πιθανόν να το άλλαζε κάποτε. Και άλλοι πολλοί λόγοι, σημαντικοί ή όχι, π.χ. συναισθηματικοί, που ο κάθε συγγραφέας τούς γνωρίζει καλά και δεν χρειάζεται να τους αναφέρω. Η μη απεμπόληση τέτοιων κατάλοιπων δεν συνιστά επιχείρημα για την έκδοσή τους, ως προσθήκη στο σώμα του έργου του συγγραφέα. (Τελείως διαφορετική είναι η περίπτωση των προ-σχεδίων ενός πίνακα ζωγραφικής, αφού ορίζουν προκαταρτικά κάποια στοιχεία του).
Προκειμένου για τον ποιητή Εγγονόπουλο, δεν συντρέχουν οι συνθήκες του έργου του Σολωμού ή του Κάφκα, ούτε βέβαια του Καβάφη, όπου μάλιστα ο Γ. Π. Σαββίδης επί δεκαετίες προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στην αναγκαιότητα έκδοσης/γνωστοποίησης των εκτός «κανόνα» ποιημάτων του αλεξανδρινού και στον διαχωρισμό τους από το σώμα του έργου του. Στον Εγγονόπουλο έχουμε να κάνουμε με καθαρές επιλογές του, με πάσα λεπτομέρεια, ακόμα και επί της τυπογραφικής οργάνωσης των βιβλίων του, ακόμα και ποιους πίνακες ενσωμάτωσε στα ποιητικά βιβλία του, ακόμα και σε ποια σελίδα τοποθέτησε τον κάθε πίνακα, αφού αυτοί μετέχουν της αφήγησης και συνομιλούν με τα ποιήματα ή τα φωτίζουν διακειμενικά κλπ. Το έργο λοιπόν του Εγγονόπουλου είναι τόσο οργανωμένο από τον ίδιο, που δεν επιδέχεται παρεμβάσεων.
Στα κατάλοιπά του άφησε αυτό το ποίημα, καθώς και το «Ευγενικό μυθιστόρημα» (βλ. «Αναγνώσεις», 9-4-2023). Το επίμετρο της επιμελήτριας του βιβλίου δεν απαντά στο ερώτημα, γιατί το άφησε ανέκδοτο ο Εγγονόπουλος, επί σαράντα χρόνια. Ως εκ τούτου, η έκδοση, αυτή η έκδοση, υπό το όνομα του Εγγονόπουλου, θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη.
Μήπως θα μπορούσε, ή και θα έπρεπε, το έργο να εκδοθεί, υπό το όνομα της επιμελήτριας, ως εκ των καταλοίπων του Εγγονόπουλου; Βεβαίως. Γιατί, όμως λέω ότι θα έπρεπε να εκδοθεί; Όχι, δεν πρόκειται για ένα τόσο σημαντικό κείμενο Εγγονόπουλου, που τέλος πάντων είναι κρίμα να παραμένει στην αφάνεια, αφήνοντας πιο φτωχή τη λογοτεχνία μας. Από τα πιο αδύναμα είναι, καθ’ ότι αδούλευτο, σχεδόν πρωτόλειο. Μια σύγκριση με τα ποιήματα που εξέδωσε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, μας δείχνει ανάγλυφα την επεξεργασία, πρώτα απ’ όλα γλωσσική, στην οποία τα υπέβαλε. Και μάλιστα, την ούτως ή άλλως πολυσήμαντη γλωσσική αφετηρία από την οποία ξεκινούσε.
Επίσης, το συγκεκριμένο κατάλοιπο, η στιγμή που γράφεται κ.λπ, φωτίζουν έτι περισσότερο τη διακύμανση, ιδεολογική, αισθητική, τεχνοτροπική, που χαρακτηρίζει τη διαδρομή του Εγγονόπουλου. Υπάρχουν περιοχές του έργου του σαφείς και συνεκτικές, και άλλες που από πρώτη, ανυποψίαστη ματιά, φαίνονται ως αντιφατικές. Αυτή την εικόνα του Εγγονόπουλου μέχρι τώρα η φιλολογία τη διαχειρίστηκε με τις «ελευθερίες» που νομίζει ότι της παρέχει ο υπερρεαλισμός, ως υπερρεαλιστική ελευθεριότητα του Εγγονόπουλου, αυτού του πιο εγκεφαλικά και πραγματολογικά οργανωμένου νεοέλληνα ποιητή...
Ακόμα λοιπόν και αν εξεδίδετο ως κατάλοιπο, έπρεπε να ενταχθεί ως ένα ακόμα από τα πάμπολλα στοιχεία της εν λόγω διακύμανσης. Αλλά για να μιλήσει κανείς για τη διακύμανση, πρέπει να ορίσει πρώτα την κύρια φορά του έργου του Εγγονόπουλου, τις απολύτως συνεκτικές περιοχές του, και μετά να διακρίνει τις παρεκβάσεις. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει στο αοριστολογικό επίμετρο της επιμελήτριας, όπου είναι περιττό να σχολιάσω και τις προφανείς αστοχίες του, π.χ. εκεί όπου αναφέρεται στην ένταξη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στον πάνθεον των προσώπων που εμφανίζονται στο ποίημα Μπολιβάρ. Ή τον συσχετισμό του ποιήματος «Πικασσό» −που το χαρακτηρίζει επιδερμικά «έκφραση» της Guernica− με αυτό για τον Θεόφιλο, παρακάμπτοντας, μάλλον κατεχόμενη από την «αγωνία της επίδρασης», την εξαντλητικά τεκμηριωτική υφή και γείωση του «Πικασσό» στον αθηναϊκό Δεκέμβρη του 1944 και στους αμέσως επόμενους μήνες, όπως αναλυτικά έχει αποδελτιωθεί το ποίημα, ενδοκειμενικά, διακειμενικά και περικειμενικά, απ’ όπου μάλιστα μπορεί κανείς να οδηγηθεί με ασφάλεια στους λόγους της μη δημοσίευσης εκείνου για τον Θεόφιλο. Μικρότητες, που αισθητικά απάδουν του Εγγονόπουλου.
Ο «φάκελος Εγγονόπουλος» παραμένει δραματικά ανοικτός επί σχεδόν ενενήντα χρόνια, χωρίς να έχει σκιαγραφηθεί ολόκληρο το σώμα του έργου του, ώστε οι συνακόλουθες, θεμιτές και αναγκαίες ερμηνείες του να αρχίσουν να εδράζονται εν τοις πράγμασι. Αλλά η μεγαλοσύνη του Εγγονόπουλου δεν πλήττεται, ούτε στο ελάχιστο∙ μάλλον επιβεβαιώνεται μέσα από αυτή τη χρονοκαθυστέρηση, γιατί όλος ο χρόνος είναι δικός του...
Σταματάω εδώ, γιατί δεν έχουν νόημα οι αυτονόητες επισημάνσεις, όταν κανείς μπορεί να πει τόσα πράγματα επί των τόσων και τόσο σημαντικών που ευρίσκονται ανέγγιχτα στο έργο του Εγγονόπουλου, και μάλιστα σε δημόσια θέα, στα (δικά του) βιβλία και τους πίνακές του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: