ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Κλεοπάτρας Λυμπέρη*
Tέλος πάντων, συνέβη: πέθανα. Αλλά έμελλε να ακολουθήσουν και άλλα, χειρότερα. Πληροφορήθηκα την κατάστασή μου από την ίδια την θεία Πολυξένη, όταν έσκυψε στο αυτί μου σφυρίζοντας σαν έχιδνα: Αγησίλαε, τώρα πια δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν. Ήταν πλέον εντελώς βέβαιο (ή σχεδόν): η κατάσταση δεν μπορούσε ν’ αναστραφεί.
Η επίπονη ενασχόληση με τους άλλους, μου επιτρέπει να υποστηρίξω σήμερα ότι είμαι βαθύς γνώστης του ανθρώπου, τι λέω, ένας επιστήμων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εις τας δυσμάς του βίου μου κατάλαβα πως ο θάνατος δεν είναι μία σειρά ανεξιχνίαστων συμπτώσεων, ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για μια στρατηγική του ίδιου του προσώπου, ένα έξυπνο τέχνασμα διαχείρισης πολλών κλίσεων, ώστε να οδηγήσουν όλα στη λύση του δράματος.
Και για να μη θεωρηθώ δυσνόητος, εξηγούμαι: η θεία Ελένη –ας πούμε– δεν χάθηκε από μια απλή περιτονίτιδα όπως υποστήριξαν τότε οι γιατροί. Η αδιαφορία του συζύγου της την είχε οδηγήσει σε πολλά κόλπα για να τραβήξει την προσοχή του - δυστυχώς όμως, κανένα από αυτά δεν ευδοκίμησε. Πιστεύω ότι τα έντερά της, σε μια απέλπιδα προσπάθεια προσέλκυσης του εν λόγω κυρίου, δημιούργησαν ένα σκουλήκι, το οποίο τελικώς την κατέφαγε, για να της αποδείξει το μάταιον των σχεδίων της.
Αντιθέτως, η θεία Αντιγόνη συντηρήθηκε για καιρό στη ζωή, χάρις σε ένα θαυματουργό μαντζούνι με υπερφυσικές ιδιότητες. Η πληροφορία ότι με την προσθήκη μιας γερής δόσης Betamesolfit το εν λόγω μίγμα χαρίζει νεανική επιδερμίδα, φαίνεται πως ήταν τελικά ανυπόστατη, γιατί πέθανε ζαρωμένη, όπως την ξέραμε πάντοτε. Ωστόσο εργάστηκε χρόνια και χρόνια για να μεταμορφώσει το δέρμα της και ο θάνατος της αποτέλεσε μάλλον την απoτυχία αυτού του πειράματος. Είναι βέβαιο, η διαρκής μάχη κατά του Νοήματος – διότι εν προκειμένω, τούτο ακριβώς έπραττε η θεία με το να θέλει να βασιλεύει στις μορφές – της αφαίρεσε όλες τις δυνάμεις, έως την τελική πτώση. Αλλά μήπως δεν το είχε επιλέξει η ίδια;
Όσο για μένα, τι να πω. Όταν ασχολείσαι με τις υποθέσεις των άλλων, καταφεύγεις σε μια έξυπνη παραίτηση, γιατί καθώς ξεχνιέσαι με τα ξένα βάσανα, πείθεις τον εαυτό σου ότι εσύ δεν έχεις κανένα. Εντούτοις, αν και απέφευγα να ασχοληθώ με τον δικό μου θάνατο, κατά κάποιο τρόπο τον πλησίασα μέσα από τους θανάτους των άλλων. Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν πήρα στα σοβαρά την περίπτωσή μου ούτε ενδιαφέρθηκα ποτέ να εξερευνήσω την προσωπική μου συμπτωματολογία. Έτσι, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο θάνατος έρχεται μόνο όταν τον φωνάξεις, ζούσα ευτυχής και σχεδόν βέβαιος πως δεν θα πεθάνω ποτέ. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα, καταλαβαίνετε, να φτάσω εδώ που έφτασα. Να σκεφτείτε, δεν είχα καν προνοήσει για ένα κουστούμι της προκοπής, όπως αρμόζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο.
Τώρα, βρίσκομαι μπροστά στην πύλη της Καλοσύνης, προσκεκλημένος του θείου Σχεδίου, που μου επέτρεψε όσο ζούσα να παρεισφρήσω στα ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής. Σκέφτομαι ότι τα μυστήρια δεν είναι και τόσο μυστήρια, πως η ζωή και ο θάνατος διαρκώς εναλλάσσονται μέσα στα πράγματα που βλέπουμε –ή που δεν βλέπουμε– πάντως, το βέβαιο είναι ότι η πύλη αυτή είναι μια ακόμη απόδειξη του θανάτου μου.
Αλλά προσπαθώντας να την περάσω, βρέθηκα σε περίεργη θέση: ήταν αδύνατον να χωρέσω εξ αιτίας του πάχους μου. (Aποφεύγω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «φράκαρα», ποτέ δεν τη θεώρησα αρκετά κομψή.) Φωνάζω λοιπόν διάφορους περαστικούς να με σπρώξουν – κανένας δεν πλησιάζει, ολοφάνερα οι πάντες εδώ αδιαφορούν για τον συνάνθρωπο. Έτσι ούτε μέσα μπορώ να μπω, ούτε και έξω επιτρέπεται να μείνω. Κάθομαι τώρα και τα βάζω με τον εαυτό μου (που μια ζωή ασχολιόμουν με τους θανάτους των άλλων και δεν σκέφτηκα τον δικό μου) – τουλάχιστον ας με είχαν απασχολήσει οι καταστροφικές συνέπειες της παχυσαρκίας. Και το χειρότερο, έρχεται στ’ αυτιά μου σαν από χωνί, η φωνή της θείας Πολυξένης: Καλά να πάθεις Αγησίλαε, το ευχαριστήθηκα. Είδες που σε οδήγησε η λαιμαργία σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου