31/3/24

Ο Marcel Duchamp και ο Avant-Garde Ερμητισμός

Άποψη της έκθεσης Re(a)Duchamp στην Eleftheria Tseliou Gallery


Του Κωνσταντίνου Θ. Σπυρόπουλου*
 
Ευχάριστη έκπληξη ήταν η έκθεση «Re(a)Duchamp» με δημιουργίες του Marcel Duchamp (1887–1968) στην γκαλερί Eleftheria Tseliou. Όπως εξαιρετικά σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης, Κύριλλος Σαρρής, «πρόκειται για έργα πολύ σημαντικά γιατί το καθένα σηματοδοτεί ένα βήμα προς την ολοκλήρωση της φιλοσοφικής του σκέψης για την τέχνη». Άμεσα γεννάται το ερώτημα για τις αθέατες πτυχές αυτής της φιλοσοφικής σκέψης, που οδήγησαν στη ριζική απομάκρυνση του καλλιτέχνη από τις παγιωμένες συμβάσεις του παρελθόντος.
Μια πολυσήμαντη σχέση στην οποία δεν δίδεται πάντοτε η απαραίτητη προσοχή, είναι αυτή του Duchamp με τον ερμητισμό. Ίχνη της εντοπίζονται στον πολύμορφο συμβολικό κώδικα αρκετών έργων του, καθώς και σε δικές του αναφορές.
Η «ερμητική γλώσσα» ως αναπόσπαστο κομμάτι της αλχημικής πρακτικής, αποτελεί το μέσο μετάδοσης της ερμητικής και αλχημικής παράδοσης, βασισμένη τόσο στην απόκρυψη και φανέρωση, όσο και στη σημειολογία, αποτελώντας μια σύνθεση που δεν αφορά μηνύματα (περιεχόμενα), αλλά αυτό που σήμερα αποκαλούμε μετα-μηνύματα. Με την πάροδο του χρόνου, πολλοί καλλιτέχνες, του μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, εισχώρησαν στα σύμβολα της ερμητικής γλώσσας, τα οποία καταχρηστικά «αποδεσμεύτηκαν» από την αλχημική πράξη και πήραν τη μορφή μιας «φιλοσοφικής θεώρησης», ενός κρυπτικά κωδικοποιημένου κόσμου ιδιωτικών συνειρμών, αναμνήσεων και επιθυμιών. Τα σύμβολα αυτά υιοθετήθηκαν από καλλιτέχνες όπως οι Joseph Beuys, Yves Klein, Max Ernst, Remedios Varo, Francis Picabia, Leonora Carrington, ο έλληνας καλλιτέχνης Γιάννης Κουνέλλης κ.ά.
Η φιλοσοφική σκέψη του Duchamp βασίζεται στη «δημιουργό φαντασία» («imagination créatrice»), παίρνοντας τη μορφή μιας «ενορατικής εικονοποίησης». Στη νεότερη φιλοσοφία, η «δημιουργός φαντασία» αναφέρεται και ως «παραγωγός φαντασία» («Produktive Einbildungskraft») στον Kant, καθώς και στον Hegel, η φιλοσοφία του οποίου έχει ερμητικές καταβολές (όπως πρώτος έδειξε ο Jacques d’ Hondt και ο G.A. Magee).[1] Η «παραγωγός φαντασία» –θεμελιακή έννοια της αισθητικής του– συλλαμβάνεται ως ενδιάμεσος τρίτος όρος ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό.
Η φιλοσοφία της τέχνης του Duchamp υπό το πρίσμα των Διαλέξεων για την Αισθητική του Hegel αποκαλύπτει πολλά για «τo τέλος της τέχνης». Η φιλοσοφία της τέχνης του Hegel φωτίζει την αντι-τέχνη του Duchamp και το έργο τού τελευταίου ρίχνει νέο φως στην αισθητική του Hegel.
Ανάμεσα στους πολλούς που ασχολήθηκαν με τη σχέση του Duchamp με την αλχημική παράδοση, αναφέρουμε τους Robert Lebel (1959), Arturo Schwarz (1970), και John Golding (1972). Ο Duchamp σχολιάζει επ’ αυτού: «Αν έχω ασκήσει ποτέ αλχημεία, ήταν με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να γίνει τώρα, δηλαδή, χωρίς να το γνωρίζω».[2] Απ’ αυτή τη δήλωση, διαβλέπουμε ότι η επαφή του με την αλχημεία  πηγάζει από την ψυχή του, σαν ένα είδος ασυνείδητου παιχνιδιού. Εδώ θυμόμαστε πως η αλχημεία συνιστά ένα Ludus Puerorum («παιχνίδι παιδιών»). Όντως αυτό το παράδοξο αλχημικό παιχνίδι του Duchamp μας καλεί να το ανακαλύψουμε. Ο καλλιτέχνης όπως ένα παιδί που παίζει εξερευνώντας ό,τι το περιβάλλει, δεν αλληλεπιδρά με αντικείμενα – στα παιδικά μάτια δεν υπάρχουν «αντικείμενα» για να τα ονομάσουν. Όπως γράφει ο Ernst Junger, στο Ναρκωτικά και Μέθη, «όταν το σύμπαν γίνεται διάφανο, δεν μπορούμε να παραμείνουμε στις ονομασίες των αστερισμών». Μια άλλη φράση κλειδί όσον αφορά τον μοντερνισμό και τη νεωτερικότητα, ίσως και ένας καλά κρυμμένος ορισμός τους, δόθηκε απ’ τον Marcel Proust με τα λόγια Un univers dans une tasse de thé (Ένα σύμπαν σ’ ένα φλιτζάνι τσάι), στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.
Η μεταστοιχείωση των ανοίκειων τεχνουργημάτων τού Duchamp σε αντικείμενα αισθητικής ενατένισης, συνιστά έναν συγκερασμό καλλιτεχνικού πειραματισμού και εσωτερικού συμβολισμού που παρουσιάζεται ως ένας Avant-Garde ερμητισμός, βασισμένος στην τυχαιότητα του ντανταϊσμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Étant donnés (1966) και πολλά readymades. Εξάλλου αρκετά από τα έργα του, δίχως να στιγματίζονται από αφηρημένο μυστικισμό, θα λογίζονταν ερμητικά, όπως: The Box in a Valise (1935-68) ως η σχέση μικρόκοσμου και μακρόκοσμου και το Le surréalisme en 1947 (1947), ως γυναικείο μαστό που παραπέμπει στο γάλα της Παναγίας, δύο έργα τα οποία μάλιστα αποτελούν μέρος της έκθεσης «Re(a)Duchamp».
Η καλλιτεχνική του παραγωγή, ως απόσταγμα της ερμητικής σκέψης, είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι με τα βιομηχανικά υλικά, και διαφορετικό από μια εκκεντρική διασκέδαση ή μια ικανοποίηση καλλιτεχνικής ματαιοδοξίας. Με όπλο του την σωκρατική ειρωνεία, ο δημιουργός όχι μόνο χρησιμοποιεί τον χώρο ως τόπο ανατροπής και κριτικής, αλλά καταφέρνει η τέχνη του να αναδειχθεί ως οντολογική μαρτυρία της ορμής για καλλιτεχνική χειραφέτηση, ως μαρτυρία της αδιάλειπτης διαλεκτικής μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας, και ως μια συγκλονιστική επίκληση της αέναης αναζήτησης του νοήματος μέσα στη ροή της ύπαρξης. Εν τέλει, μας υπενθυμίζει το πιο σημαντικό: η τέχνη είναι σύγχρονη μόνο με το δικό της παρελθόν, καθώς τείνει να γίνει το δικό της μέλλον. Στο παρόν πασχίζει να βρει μια ταυτότητα, που κανείς δεν μπορεί να της προσδώσει. Ένα είναι το βέβαιο, ο μοντερνισμός ξεκίνησε από κάποια παιδιά που έπαιζαν ανέμελα...

*Ο Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος είναι ιστορικός τέχνης

[1] Glenn Alexander Magee. 2008. Hegel and the Hermetic Tradition. Cornell University Press. & Jacques d’ Hondt. 1968. Hegel secret. Presses universitaires de France.
[2] Robert Lebel. 1957. L’ Art magique, ed. Andre Breton and Gerard Legrand. Paris: Club Francais de l’ Art, σ. 98.

Δεν υπάρχουν σχόλια: