Του Βαγγέλη Σαράφη*
ΟΛΓΑ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING
- ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ, Η αυστριακή αρμάδα κατά την Ελληνική
Επανάσταση. Διπλωματία και πόλεμος, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον
Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, σελ. 703
Το καλοκαίρι του 1821, λίγους μήνες μετά από την
έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, σχηματίζεται και ξεκινά τη δράση του ο μικρός
στολίσκος των 11 πλοίων της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να
προστατεύει τα αυστριακά εμπορικά πλοία από την πειρατική δράση. Μέσα από τη
συστηματική παρακολούθηση της δράσης αυτού του στολίσκου το βιβλίο, που σήμερα
παρουσιάζουμε, ανοίγει νέα πεδία οπτικής για το ελληνικό ζήτημα. Στην ογκώδη
μονογραφία που υπογράφουν από κοινού η Όλγα Κατσιαρδή-Hering και ο Δημήτρης Μ. Κοντογεώργης οι
ιστοριογραφικές ζητήσεις κινούνται σε πολλαπλά επίπεδα: από την παρατήρηση του
πλου της αυστριακής αρμάδας στα ταραχώδη νερά της Ανατολικής Μεσογείου έως τις
σχέσεις μεταξύ αυτοκρατοριών στη μεταναπολεόντειο εποχή. Ο αναγνώστης κινείται
εντός μιας θεματολογικής ευρυχωρίας: η οργάνωση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ
Αψβουργικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι διαρκείς μεταλλαγές του
διπλωματικού πεδίου κατά τη διάρκεια και μετά το Συνέδριο της Βιέννης· η
αντίδραση της αυστριακής πολιτικής στο ελληνικό επαναστατικό εγχείρημα· ο ρόλος
των στελεχών της διπλωματικής υπηρεσίας στις συνεχείς ζυμώσεις· οι οικονομικοί
ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο· οι Αυστριακοί
(αξιωματικοί του ναυτικού, διπλωμάτες και έμποροι) ανάμεσα σε ναυμαχίες, τις
καταδρομές και την αύξηση της πειρατείας στο Αιγαίο Πέλαγος.
Η μελέτη για την αυστριακή αρμάδα αρθρώνεται σε πέντε
κεφάλαια, τα οποία, όπως δηλώνουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή τους, διατηρούν μια
σχετική αυτοτέλεια, αλλά ενώνονται με ένα νήμα: «την αυστριακή πολιτική έναντι
της Επανάστασης». Συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται οι διπλωματικές
σχέσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, από τα τέλη του 17ου αιώνα έως το 1821, η
οργάνωση της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο σημαντικός ρόλος του
ιντερνούτσιου (ανώτερος διπλωμάτης) και η συγκρότηση ενός εκτεταμένου δικτύου
προξενείων και υποπροξενείων σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το
δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις σχέσεις μεταξύ Αψβουργικής Αυτοκρατορίας
και Υψηλής Πύλης στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, με την έμφαση να
δίνεται στις διπλωματικές επιλογές του καγκελαρίου Μέττερνιχ έναντι και της
στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο τρίτο κεφάλαιο το βλέμμα στρέφεται στην
ανάπτυξη των πολλαπλών εμπορικών/ναυτιλιακών σχέσεων της Αυστρίας στην
Ανατολική Μεσόγειο μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Εκεί ακριβώς αναδεικνύεται η
ανάγκη να συγκροτηθεί ο αυστριακός στολίσκος· παρακολουθείται διεξοδικά ο
τρόπος οργάνωσής του, η δράση του, οι νηοπομπές, η στελέχωσή του. Παρακολουθούμε,
δηλαδή, κάθε ταξίδι του, από την πρώτη του αποστολή στα 1822 έως τα 1830. Ένας
στολίσκος που μας ταξιδεύει τελικά σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Στο τέταρτο
κεφάλαιο αναδεικνύονται μια σειρά από μελέτες περίπτωσης. Καταγράφονται
αναλυτικά περιπτώσεις συλλήψεων ή λεηλασιών αυστριακών πλοίων και οι εκδικάσεις
αυτών των υποθέσεων. Στο πέμπτο κεφάλαιο προσεγγίζεται η πρόσληψη των Ελλήνων
επαναστατών από τους Αυστριακούς ιθύνοντες, κυρίως τον καγκελάριο Μέττερνιχ,
αλλά και από τα στελέχη της διπλωματικής υπηρεσίας στην Κωνσταντινούπολη και
τους πρόξενους.
Ύστερα από την παραπάνω συνοπτική περιήγηση στα
κεφάλαια του βιβλίου θα επισημάνω τα σημεία εκείνα που κέντρισαν περισσότερο το
ενδιαφέρον μου ως αναγνώστη και για τα οποία θεωρώ τη μελέτη αυτή ως βιβλίο
αναφοράς. Ο πρώτος λόγος είναι πως φέρνει στο προσκήνιο κάτι το οποίο δεν
γνωρίζαμε καθόλου, ή όσα γνωρίζαμε ήταν μάλλον μια ασαφής εικόνα, όπου
περισσότερο κυριαρχούσαν στερεότυπα. Αναφέρομαι στον ρόλο της Αυστρίας στα
χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Το βιβλίο αυτό έρχεται να ανασυγκροτήσει με
πληρότητα ένα πολυσύνθετο θέμα, εισφέροντάς μας στοιχεία από έναν, έως τώρα,
ουσιαστικά άγνωστό μας, τα αυστριακά αρχεία.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η δεύτερη μεγάλη αρετή
του βιβλίου. Διαβάζοντάς το κανείς, του δημιουργείται αμέσως η αίσθηση πως
βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ στέρεα τεκμηριωμένη, στιβαρή, μελέτη. Η «αυστηρή»
τεκμηρίωση, ο όγκος του αρχειακού υλικού που ανασύρεται για να αναπλαστεί το
παρελθόν, αλλά ακόμη ο κριτικός -κάποιες φορές σχεδόν εξαντλητικός- σχολιασμός
της βιβλιογραφίας μετατρέπει αυτό το άνοιγμα στα αυστριακά αρχεία σε γενναιόδωρο.
Μας υποδεικνύει με έναν σαφή τρόπο -και νομίζω αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή
των συγγραφέων- πως η επιχειρούμενη στην περίοδο της διακοσιετηρίδας στροφή
προς ένταξη της ελληνικής περίπτωσης σε ευρύτερα πλαίσια (μεσογειακό, ευρωπαϊκό,
παγκόσμιο) δεν μπορεί παρά να γίνει με τρόπο «αυστηρό». Μέσα, δηλαδή, από τη λεπτομερή
προσέγγιση φαινομένων και διαδικασιών, με εξάντληση, στο μέτρο του δυνατού, των
αρχειακών πηγών και όχι με έτοιμα σχήματα και με «ευέλικτη», ενίοτε επιλεκτική,
τεκμηρίωση.
* Ο Βαγγέλης Σαράφης είναι ιστορικός, εντεταλμένος
διδάσκων ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου