3/9/23

Η «μόδα» μέσα στη ζωή μας;

Άγγελος Μεργές, kindred I, 2022, λάδι σε καμβά, 155 x 212 εκ. και Axis, 2022, λάδι σε καμβά , 38 x 46 εκ.

Του Παναγιώτη Νούτσου*
 
Ποιες είναι οι ανάγκες του ανθρώπινου όντος που αποκτούν ως προς τα μέσα ικανοποίησής τους την υπόσταση του εμπορεύσιμου αγαθού; Για παράδειγμα, ό,τι αφορά την ένδυση και κατ' επέκταση την προβολή του σώματος μπορεί να γίνει αντικείμενο: «μόδας». Από την τρίχα και το νύχι ώς εκείνο το σύνολο της αμφίεσης που ούτε «λέγει» ούτε «κρύπτει», αλλά «σημαίνει». Το «τίνι τρόπω» («modo») δεν αφήνει τίποτε απέξω, με κύρια μονάδα της «τροπικότητας» το ένδυμα. Ό,τι δηλαδή ως «fashion» ή ως ένα νέο μόρφωμα του όντος μπορεί να συμπυκνώνει «glamour, beauty and style». Προφανώς, κάθε τέτοια σχεδίαση των μορφών συμπεριφοράς δεν περιορίζεται στην ένδυση, όπου πράγματι διενεργείται αδιάκοπα ο οργασμός των οίκων «μόδας», αλλά αφορά οποιαδήποτε «πάγια» και «καινοφανή» ανάγκη του ανθρώπου. Κατοικία, έπιπλα, διακοπές, χορός και μουσική, τρόπος χαιρετισμού, ιδιόλεκτοι, καλλιτεχνικά ρεύματα και πολιτικές ιδέες, αποτελούν δείγματα μιας πρακτικής που μπορεί να τυποποιείται ως fashionable ή που να καταλήγει unfashionable.
Η «μόδα» λοιπόν δεν γνωρίζει ηλικία, φύλο, φυλή, θρήσκευμα, εθνικότητα, κοινωνική τάξη; Η απάντηση είναι καταφατική, στον βαθμό όμως που ισχύει η ευρω-αμερικάνικη φράση: «what counts is what works». Γιατί πράγματι αυτό που υπολογίζεται είναι μόνο ό,τι λειτουργεί και επομένως φέρνει «αποτελέσματα». Προφανώς, η καθημερινότητα είναι διαφορετική ανάμεσα σε εξουσιαζόμενους και σε εξουσιαστές, όπως άλλωστε και οι όροι αναπαραγωγής των κοινωνικών τους συνθηκών είναι ξεχωριστοί. Μόνο που η «μόδα», επιδιώκοντας ολοένα ευρύτερα αγοραστικά ακροατήρια και θεατήρια, επιτελείται με κριτήριο τον «εκδημοκρατισμό της πολυτέλειας». Για τούτο αποτελεί αέναη σχεδιαστική, κρατώντας μέσα από αυτήν την τέχνη της σύνθεσης τον σπινθήρα της αξίας χρήσης, που πράγματι εγκλείει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία. Ταυτόχρονα, συνιστά τη μεταμφίεση των μορφών εμπορευματοποίησης του εργάσιμου και ιδίως του διαθέσιμου χρόνου, την οποία επέβαλε ο μονοπωλιακός καπιταλισμός με την καταναλωτική του εκτύλιξη ανά τον πλανήτη. Και εδώ βέβαια κατανάλωση σημαίνει την προσαγωγή του «περιττού» πριν από το αναγκαίο. Οι αποδέκτες αυτής της προσαγωγής έχουν την αίσθηση μιας «ταυτοποίησης» με ό,τι τους υπερβαίνει κάθε φορά. Ό,τι διατίθεται στην αγορά επιτρέπει κάποτε τη διάνοιξη των κοινωνικών συνόρων προς τα «πάνω», όπως για παράδειγμα το ρούχο που δεν έχει συμβολικούς «συνοριακούς φύλακες», για να αποτρέπουν να το κάνεις κτήμα σου, έστω και μια φορά κατά την πρόβα.
Η αίσθηση λοιπόν ότι μπορείς να ξεχωρίζεις ή έστω να ξεχωρίσεις προς τα «πάνω» μέσα από την «επωνυμία» του ενδύματος, αποσκοπεί στον εξορκισμό του «εφήμερου» και συνακόλουθα του χρόνου που φεύγει μέσα από τα χέρια μας. Αρκεί ό,τι φοράω ή ό,τι ακούω να μου «πάει», συνεπιφέροντας μια αίσθηση «υπεροχής» που θα μπορούσε να ξεγελάσει ακόμα και τον θάνατο; Σε κάθε περίπτωση, ό,τι μας ταυτοποιεί μέσα από ένα σήμα κατατεθέν διαθέτει τη δική του «γραμματική», που παρέχει την αυτοβεβαίωση του όντος μέσω του βλέμματος των «άλλων». Όσων δηλαδή νομιμοποιούν, μέσα από μια διαρκή σφυγμομέτρηση του «καινούριου», την αρχή: «η σημασία ως χρήση». Στη δουλειά, στο ταξίδι, στη διασκέδαση, στη «σχόλη» και στις κοινωνικές εκδηλώσεις, η δηλωμένη «επωνυμία», ως αγοραστικό προϊόν που σε κάνει να «υπερέχεις», εγγράφεται σε ό,τι μπορεί να νοηθεί ως «πολιτική της αγοραφοβίας». Γιατί ακριβώς η «μόδα» συναρτάται καθοριστικά με τις μορφές χειραγώγησης που υποβάλλουν οι εξουσιαστικοί θεσμοί της κοινωνίας μας. Η συμβολική βία επιμερίζεται τόσο στην αδυναμία μας να βγούμε μόνοι μας «γυμνοί» στην αγορά όσο και στην ανάγκη, εφόσον ο συνεχής εγκλεισμός εγκυμονεί κινδύνους, ενός οδηγού στα βήματά μας. «Μοδάτα», λοιπόν, «αντίδοτα»;
«Αντί-μόδα»;
Μπορεί πράγματι να εκδιπλωθεί δραστικά και μεθοδευμένα ό,τι ονομάστηκε «αντι-μόδα»; Έως ότου τεθεί διαφορετικά η αναγκαιότητα του εργάσιμου χρόνου και πολύ περισσότερο αποκτηθεί η αυτονομία τού υπό διάθεση χρόνου, το μόνο που μπορεί να δια-κινείται είναι μια στάση κριτικής που να ωθεί σε μια αυτοθέσμιση «αντι-μόδας». Γιατί απλώς είναι εφικτή από τώρα η εξιχνίαση των τρόπων με τους οποίους η «ανάγκη», ως δικαίωμα του ανθρώπινου όντος, θα συγκροτεί διαδοχικούς ομόκεντρους κύκλους, όπου θα συντίθενται αρμονικά τα προς το ζην με τα προς το «ευ ζην». Δηλαδή, πώς θα συνυπάρχει η κοινά ελεγχόμενη στοχοθετική δραστηριότητα με ό,τι μπορεί να ισχύει ως «αυτοσκοπός». Για την ώρα πάντως ο «δάσκαλος» του Δ. Δαββέτα, ο J. Beuys, έγραφε ότι «σκέφτεται με το γόνατο», δίνοντας ένα ακόμα παράδειγμα «έλξης του ασυνήθιστου» και συνακόλουθα διεμβολισμού της αγοραίας καθημερινότητας. Όσο για τους Λουδδίτες του καιρού μας, αυτοί είτε καταστρέφουν κάμερες παρακολούθησης σε πολυσύχναστους δρόμους είτε θρέφουν φτωχούς αδειάζοντας αγαθά από μεγάλες αγορές, ακόμη και ρούχα. Ίσως διακόψουν και κάποια επίδειξη «μόδας» σειράς καλλίγραμμων μανεκέν, έχοντας βέβαια την επίγνωση ότι και το επιμελημένα ατημέλητο ντύσιμο αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει μια ακόμη εκδοχή «μόδας». Το ουτοπικό πλεόνασμα βρίσκει πάντως διεξόδους για να κεντρίσει το ενδιαφέρον μιας «αντικοινωνίας» στη θέση αυτής που μας συνέχει και μας ντύνει.
 
Και μια ερώτηση στον Marx: τι σκέφτηκες για τη «Mode»;
Εκτός από τις επιμέρους επισημάνσεις, θα μπορούσα να σταθώ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου και στις συνοδεύουσες οριοθετήσεις: «εποχική εργασία» («Saisonarbeit»), «αναρχία της παραγωγής», «περιοδικές μεταπτώσεις», «περιοδικότητα», «Μόδα». Νεαρός, δεν μπορούσα να αποστρέψω τα βλέμματά μου από τα «Mannequins» (Μάρτ. - Απρ. 1842:67) ούτε από τα «Modeartikel» (Ιούν.-Ιούλ. 1842:98∙ βλ. και 1850:37/38) (βλ. Ο Marx στον καθρέφτη, 2014: 260), τώρα (βλ. Έντεχνος βίος, Αθήνα, «Παπαζήσης» 2023, 191-194). Όσο για τον αιώνα που πέρασε, με έξοχο αφηγηματικό τρόπο, συλλέγονται τα «realia» («Οι πρωτοπορίες, οι μόδιστροι, οι υποκουλτούρες, τα κινήματα και οι μόδες του δρόμου που διαμόρφωσαν την ενδυματολογική αισθητική του 20ού αιώνα», από τη Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, Αθήνα, «Μεταίχμιο» 2023.

*Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: