(στο χωροχρόνο της μυθοπλασίας)
Της Τζίνας Πολίτη*
–Σάιλοκ: Τρεις χιλιάδες δουκάτα, για να δούμε. –Μπασάνιο: Μάλιστα, Κύριε, για τρεις μήνες. –Σάιλοκ: Για τρεις μήνες, για να δούμε. –Μπασάνιο: Για τα οποία, όπως σας είπα, ο Αντόνιο θα είναι εγγυητής. –Σάιλοκ: Τι νέα από το Ριάλτο; Ποιος είναι αυτός που έρχεται προς τα δω; Εισέρχεται ο Αντόνιο. (Ο Έμπορος της Βενετίας Ι, iii)
Η σκηνή αυτή διαδραματίζεται στο Ριάλτο της Βενετίας, ένα δημόσιο χώρο όπου πραγματοποιούνταν διάφορες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Το Ριάλτο λειτουργεί εδώ ως ένα άτυπο χρηματιστήριο, όπου οι έμποροι πωλούν σε χοντρική τιμή τα προϊόντα που μεταφέρουν με τα καράβια από ξένες χώρες. Εκεί έχουν τα στέκια τους και οι τοκογλύφοι, οι «ρουφηχτές αίματος» (blood suckers) σύμφωνα με την αγγλική αργκό.
Ο Σαίξπηρ, όπως έχω σημειώσει, προκειμένου να αποφύγει τους αδυσώπητους λογοκριτές του Στέμματος μετέφερε τη δράση των έργων του σε ξένες χώρες.[1] Το κείμενο του έργου αρχειοθετήθηκε το 1598. Στα χρόνια εκείνα, δεδομένου ότι οι προσπάθειες λειτουργίας Βασιλικού Χρηματιστηρίου δεν ευοδώθηκαν, το Στέμμα έκανε τα στραβά μάτια και οι άτυπες χρηματιστηριακές και τραπεζικές συναλλαγές εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται στο αντίστοιχο «Ριάλτο» της Αγγλίας, μια περιοχή του Λονδίνου όπου στο πασίγνωστο καφενείο του Jonathan (Jonathans coffee house) κατοικοεδρεύανε οι περιζήτητοι τοκογλύφοι. Το 1694 ιδρύθηκε η Βασιλική Τράπεζα της Αγγλίας και το 1697 το Βασιλικό Χρηματιστήριο. Ωστόσο, οι πολίτες έμελλε σύντομα να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτούς τους θεσμούς, όταν έσκασε με πάταγο το 1720 η πρώτη στα οικονομικά χρονικά φούσκα, γνωστή ως «Φούσκα της Νότιας Θάλασσας» (South Sea Bubble).
Αποτέλεσμα αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης ήταν να εξανεμιστούν οι καταθέσεις και οι συντάξεις των πολιτών, να χρεοκοπήσει η Βασιλική Τράπεζα της Αγγλίας και να φουσκώσουν με κέρδη τα πορτοφόλια των τραπεζιτών που την χρηματοδοτούσαν και των Golden Boys που την διοικούσαν![2] Καθότι, όπως σημειώνει ο Christopher Hill, «ο τόκος που έπρεπε να πληρώνει για δάνεια η κυβέρνηση ήταν 20% ακριβότερα από εκείνα που εξασφάλιζε η Εταιρεία της Νότιας Θάλασσας με 4-5 %».[3] Η επέκταση του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα η ίδρυση εμπορικών τραπεζών από ιδιώτες που διέθεταν τα απαιτούμενα κεφάλαια σε διάφορες περιφέρειες της χώρας, επήλθε λόγω των ριζικών ιστορικών αλλαγών που μετέβαλαν τη συγκρότηση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού πεδίου. Η πρώτη μετάλλαξη αφορούσε στην αναδιάταξη της ισχύουσας ταξικής διαστρωμάτωσης και τους όρους άσκησης της εξουσίας. Η κυρίαρχη τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων, παρά τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε, οικονομικά έφθινε, ενώ ταυτόχρονα οι αγροτικές κοινότητες οδηγούνταν σε εξαθλίωση: τα ελεύθερα βοσκοτόπια περιφράχτηκαν, η παραγωγή της οικογενειακής βιοτεχνίας έπαψε να ανταποκρίνεται στη ζήτηση και οι άλλοτε εύρωστες συντεχνίες τους διαλύθηκαν. Η βιομηχανική επανάσταση σήμανε το τέλος του μερκαντιλισμού και τη μετατροπή του αγρότη σε προλετάριο.
Αν και η κοινοβουλευτική και πολιτική εξουσία παρέμεινε στα χέρια της αριστοκρατικής τάξης χάρη στις εκλογικές «σάπιες περιφέρειες» (rotten boroughs), με το μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο του 1832 η αστική τάξη εξέλεγε πλέον τους δικούς της αντιπροσώπους στο Κοινοβούλιο. Η εδραίωση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος της, ωστόσο, βρήκε εύστοχους τρόπους συμμαχίας με την τάξη των Ευγενών όπως, παραδείγματος χάριν, εκείνον του γάμου μεταξύ των ξεπεσμένων ευγενών και τις πλουσιοπάροχα προικισμένες θυγατέρες των νεόπλουτων αστών! Τώρα, δεν ήταν πλέον το πολιτικό και ταξικό φρόνημα αλλά το κεφάλαιο που καθόριζε τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το 1843, ο διάσημος στοχαστής Thomas Carlyle, στην πραγματεία του Past and Present (Παρελθόν και Παρόν), κατέταξε τις σχέσεις αυτές στην κατηγορία του «Μαμμωνά» (Mammonism) υποστηρίζοντας ότι το χρήμα είχε πλέον καταστεί ο μοναδικός δεσμός ανθρώπου με άνθρωπο. Συνακόλουθα, οι σύγχρονες κοινωνίες αντιμετώπιζαν ένα σοβαρότατο πρόβλημα που αφορούσε στο κενό εξουσίας: η αριστοκρατική τάξη και τα ηρωικά ιδεώδη της είχε ξεπέσει. Η εργατική τάξη ήταν χυδαία, αμόρφωτη και αποδεδειγμένα άκρως επικίνδυνη. Φευ, οι μόνοι που απόμεναν για να αναλάβουν τα ινία ήταν οι οπαδοί του Μαμμωνά, οι πανίσχυροι «Καπετάνιοι της Βιομηχανίας» (Captains of Industry). Πράγματι, η αντίπαλη, «επικίνδυνη» για το έθνος εργατική τάξη είχε ήδη δείξει τις προθέσεις της: μετά το νομοσχέδιο του 1832 που έφερε στο κοινοβούλιο την αστική τάξη, μέσω του ειρηνικού κινήματος των Χαρτιστών (Chartists) υπέβαλλε αίτημα προκειμένου να εκπροσωπείται και αυτή στο Κοινοβούλιο. Φευ, τα αιτήματά της όχι μόνο δεν εισακούστηκαν αλλά πνίγηκαν στο αίμα.[4] Έκτοτε, το φάντασμα της τάξης αυτής δεν έπαψε να επανέρχεται και να πλανάται πάνω από την γηραιά Αγγλία και την Ευρώπη.
Οι παραπάνω ριζικές οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ανατροπές δεν άφησαν ανεπηρέαστο το χώρο της λογοτεχνίας. Αναφέρομαι στην ιστορική εκείνη στιγμή, όπου τη θέση του ευφάνταστου είδους Ρομάντζο (Romance), που αντανακλούσε το έθος, την ρητορική και τον ερωτικό κώδικα της αριστοκρατικής τάξης, ήρθε να καταλάβει ένα νέο είδος αναπαράστασης που αφορούσε στο έθος, τη ρητορική και τον ερωτικό κώδικα της ανερχόμενης αστικής τάξης: το Μυθιστόρημα ( Novel).[5] Σε αυτήν ακριβώς την ειδολογική και ιδεολογική μετάβαση θα συμβάλει με τα μυθιστορήματά της η πρωτοπόρος συγγραφέας Jane Austen.[6] Eξ όσων γνωρίζω, η παρουσία ενός χαρακτήρα το επάγγελμα του οποίου είναι εκείνο του τραπεζίτη, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο επιστολικό μυθιστόρημα της διορατικής αυτής συγγραφέως Lady Susan. Εκεί, η πλανεύτρα Λαίδη γράφει στη φίλη της: «Είμαι σίγουρη πως ο Charles είναι πάμπλουτος. Όταν μια τράπεζα φέρει το όνομα ενός ανδρός αυτό σημαίνει πως κολυμπάει στο χρήμα. Ωστόσο, οι άνδρες αυτοί δεν ξέρουν πώς να χαρούν τα πλούτη τους. Δεν δίνουν δεξιώσεις, έχουν ελάχιστους φίλους, δεν βγαίνουν έξω για να διασκεδάσουν παρά μόνο για να πάνε στη δουλειά τους.»[7]
Εδώ, ο τρόπος ζωής του άγγλου τραπεζίτη μοιάζει να ταυτίζεται απόλυτα με τον «ιδεατό τύπο του καπιταλιστή» ο οποίος, σύμφωνα με τον Max Weber, «σε αντίθεση με τους περισσότερο ή λιγότερο εξευγενισμένους αναρριχητές, αποφεύγει την επίδειξη και τα περιττά έξοδα, καθώς και τη συνειδητή απόλαυση της ισχύος του, και αισθάνεται δυσφορία με εξωτερικά δείγματα κοινωνικής αναγνώρισης ».[8] Η ηθική και κοινωνική αυτή συμπεριφορά, ωστόσο, έμελλε ν’ αλλάξει άρδην με την πάροδο του χρόνου. Στο βικτωριανό μυθιστόρημα και ιδιαίτερα στο νέο αφηγηματικό είδος, το Βιομηχανικό Μυθιστόρημα, η εικόνα του τραπεζίτη είναι άκρως αρνητική: άπληστος, εκδικητικός, διαπλεγμένος με την πολιτική εξουσία, καταχραστής, ηγέτης της αδικίας και της αδιαφορίας για τον ανυπεράσπιστο συνάνθρωπό του. Το είδος αυτό, της οικονομικής μυθιστορίας (Financial Fiction Genre) έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως προς την αρνητική εικόνα των τραπεζιτών στο χώρο της μυθιστορίας. Αναφέρω ενδεικτικά: Dickens, Hard Times και Little Dorritt, George Eliot, Middlemarch, Disraeli, Conigsby, Meredith, Rhoda Flemming, Trollope, The World We Live Now.
Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή στο θέμα αυτό της μυθιστοριογράφου Harriet Martineau, η οποία απέκτησε μεγάλη φήμη χάρη στο εκλαϊκευτικό έργο της που αφορούσε την Πολιτική Οικονομία. Μεταξύ του 1832-34 δημοσιεύτηκαν 25 τεύχη που έφεραν τον τίτλο: Illustrations of Political Economy (Απεικονίσεις της Πολιτικής Οικονομίας). Η συγγραφέας, μέσω της μυθιστορίας, έκανε προσιτές στο ευρύ κοινό τις θεωρίες των Adam Smith, Thomas Malthus και David Ricardo. Πηγή έμπνευσης αποτελούσαν και πρόσφατα σκάνδαλα, όπως στο αφήγημα Berkeley the Banker (Ο Τραπεζίτης Μπέρκλι) που δημοσιεύτηκε στα τεύχη 14 and 15 του Απεικονίσεις της Πολιτικής Οικονομίας. Ο Λόρδος Brougham, ο οποίος θαύμαζε το έργο της απεριόριστα, την προμήθευε με κυβερνητικές εκθέσεις σχετικά με τα με τα ενδιαφέροντά της που αφορούσαν το τραπεζικό σύστημα. Διαβάζοντας τις εκθέσεις αυτές, η συγγραφέας παρατήρησε: «Σίγουρα, δεν εντόπισα πουθενά αλλού τέτοιο υλικό που να ταιριάζει τόσο τέλεια με τις επιδιώξεις της μυθιστορίας!»[9]
Αυτά, σε ό, τι αφορά, εν συντομία, τις τράπεζες και τους τραπεζίτες στο χωροχρόνο της αγγλικής λογοτεχνίας. Σχετικά με την ελληνική μυθιστορία, η ενασχόληση με το θέμα αυτό, θα εμφανιστεί στις αρχές του 20ού αιώνα.
Συνεχίζεται(;)
*Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια ΑΠΘ
[1] Βλέπε: Τζίνα Πολίτη, Η διαλεκτική εξουσίας / αντίστασης στη λογοτεχνία. «Δαιμονοποίηση και εξιδανίκευση του Νότου», Εκδόσεις Άγρα, σ. 110-111. Όλες οι μεταφράσεις ξένων κειμένων είναι δικές μου.
[2] Βλέπε: Τζίνα Πολίτη, Περί Μυθιστορίας, Διαφθοράς και άλλων τινών, Εκδόσεις νήσος, 2021, σ. 28-29.
[3] Cristopher Hill, Reformation and Industrial Rebolutioon, Pelican Books, 1978,σ. 184-5.
[4] Βλέπε: Τζίνα Πολίτη, «Η Αγγλίδα εργάτρια στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης: πραγματικότητα και μύθος», στο Περι-διαβάζοντας την αγγλική λογοτεχνία 1593-1854, Εκδόσεις Άγρα, 2008, σ. 187-225.
[5] Στο ίδιο, «Πτώση και εξιλέωση της γλώσσας στο 17ο αιώνα» σ. 61-77.
[6] H ειδολογική αυτή μετάλλαξη δομεί το μυθιστόρημα της Jane Austen Northanger Abbey. Το μυθιστόρημα αυτό, κάλλιστα θα μπορούσε να οριστεί και ως «μεταμυθιστόρημα».
[7] Jane Austen, Lady Susan, Oxford University Press, 1980, σ. 213.
[8] Max Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Μετάφραση Γ. Κυπραίου, Gutenberg, 2006, σ. 213.
[9] Encyclopedia Britannica, 11th Edition.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου