30/1/22

Πραγματεία της αυτοχειρίας

Θεόφιλος, «Τῇ έν Καρπενησίῳ νίκῃ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου Βότσαρη τὸ 1823», 1932, ζωγραφική σε υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα, 77,5 x 121 εκ., Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου, Δήμου Μυτιλήνης

Της Κωστούλας Μάκη*

EDWARD LEVE, Αυτοχειρία, εισαγωγή-μετάφραση: Κατερίνα Χανδρινού, εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ, σελ. 141


«Πίστευες πως γερνώντας θα ήσουν λιγότερο δυστυχής, κι αυτό γιατί θα είχες πλέον λόγους για να είσαι λυπημένος. Ενώ όσο ήσουν ακόμη νέος, ο πόνος σου ήταν αβάσταχτος γιατί τον θεωρούσες αβάσιμο»
σελ. 18

Ρέκβιεμ για τον φίλο που αυτοκτόνησε χρόνια πριν, συστηματική περιφορά ανάμεσα σε μια οξυδερκή παρατηρητικότητα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης εξιδανικευμένης προσδοκίας, η γραφή ως μετασχηματισμός και αντιστροφή σε ό,τι θεωρείται ανέφικτο και νεκρό, θραύσματα συλλογισμών που μπορεί κάποιος να οικειοποιηθεί. Όλα τα παραπάνω μπορούν να είναι εναρκτήρια σχόλια/περιγραφές για το βιβλίο του Έντουαρντ Λεβέ. Αν οι δυστοπικές συνθήκες του παρόντος δύνανται ενίοτε να μας μεταμορφώνουν σε ηττοπαθείς μεμψίμοιρους που θρηνούν για όσα δεν ήρθαν, τότε στην «αυτοχειρία» η αίσθηση αυτή ανατρέπεται. Στο κείμενο δηλώνεται επίσης ότι ο πεθαμένος φίλος του διόλου δεν ανέχονταν τις αργές αυτοκτονίες της χρόνιας μελοδραματικής παραίτησης.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, με τη ρέουσα θραυσματικότητα της γραφής, κάνει τους λόγους για τον θάνατο αφηγηματικές τεχνικές αντίστασης και παράταξη συμβάντων με διεισδυτικές παρατηρήσεις, οι οποίες ακροβατούν οριακά ως προς το ποιος βλέπει τι: ο συγγραφέας ή ο νεκρός φίλος. Συντίθεται έτσι το εγκώμιο των ζωτικών νεκρών, όσων ακόμα και πεθαμένοι προσθέτουν υλικότητα και ιστορία σε ένα σύστημα που έχει βραχυκυκλώσει από καιρό, ακόμα και αν λίγοι το αναγνωρίζουν. Εξάλλου: «Όσοι πεθαίνουν γέροι, είναι μια μάζα παρελθόντος. Τους σκέφτεται κανείς και εμφανίζονται σαν αυτό που υπήρξαν. Σκέφτεται κανείς εσένα και εμφανίζεσαι σαν αυτό που θα μπορούσες να είχες γίνει. Ήσουν και θα παραμείνεις μια δέσμη πιθανοτήτων» (σελ. 13).
Οι διαρκείς αλλαγές στους ρυθμούς του βιβλίου που συνοδεύουν διαφορετικές μνημονικές στιγμές συνδέουν το ιστορικό με το προσωπικό. Στο επίμετρό της για το βιβλίο του Λεβέ, η Χανδρινού, πλήρως εναρμονισμένη με το κείμενο που μεταφράζει, παραπέμπει σε μια επιστολή του Φλωμπέρ στην ποιήτρια Λουίζ Κολέτ, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει: «γιατί το ύφος είναι μόνο του ένας απόλυτος τρόπος θεώρησης των πραγμάτων» (σελ. 125). Παρόλο που ο Λεβέ αυτοκτόνησε στα σαράντα δύο του (2007), πριν προλάβει να δει το βιβλίο τυπωμένο, το ύφος του βιβλίου και η αισθητική του είναι τα στοιχεία αυτά που συγκροτούν τα πολυεπίπεδα σχόλια για τη ζωή και τον θάνατο μέσα στον χρόνο, τον χώρο, τις υπό αίρεση επιλογές και τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους. «Γράφω θραύσματα» (σελ. 129), ομολογεί ο Λεβέ.
Η ιδιότητά του ως φωτογράφου συνάδει με την ακολουθία των συσσωρευμένων στιγμιότυπων και το ίδιο συμβαίνει με τις θέσεις του ως προς τη διάκριση ζωής και θανάτου. Η θραυσματικότητα εδώ προσανατολίζει σε σύνθετες νοηματοδοτήσεις, επειδή, κατά τον συγγραφέα: «Μόνον οι ζωντανοί μοιάζουν ασυνάρτητοι. Ο θάνατος κλείνει τον κύκλο των γεγονότων που συνιστούν τις ζωές τους. Κι έτσι υποκύπτουμε στο να τα νοηματοδοτήσουμε. Το να αρνιόμασταν κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμούσε με την αποδοχή ότι μια ζωή, και έτσι η ζωή εν γένει, δεν έχει νόημα. Η δική σου δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη συνοχή των πεπραγμένων σου. Ο θάνατός σου της προσέδωσε συνοχή» (σελ. 23). Η γραφή, επομένως, είναι πάντα ιστορική και είναι αυτή που προσφέρει συνεκτικότητα στο ανθρώπινο χάος.
Συμβάντα της καθημερινότητας που ενδεχομένως προσπερνάμε χωρίς δεύτερη σκέψη, στιγμές όπου ακούμε κοινότοπες επισημάνσεις, συγκατανεύοντας με κινήσεις του κεφαλιού που αφήνουν τον συνομιλητή να πιστεύει ότι συμφωνούσαμε, ενώ όντως είναι φοβιστική «η δυαδική, η πρόσωπο με πρόσωπο πλήξη», όταν τίποτα άξιο δεν έχει η αναμονή κάθε φορά που δεν διακυβεύεται τίποτα. «Όλη σου η ζωή υπήρξε μια υπόθεση» (σελ. 13), σχολιάζει ο Λεβέ, για τον φίλο του. Στην «αυτοχειρία» ο ίδιος προκαλεί τους αναγνώστες να κάνουν τις δικές τους υποθέσεις, επιμένοντας: «ο κόσμος δεν είναι μια αλληλουχία πράξεων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα πράγματα» (σελ. 39) και παραμένει εντυπωσιακό στις χοάνες του καθημερινού ότι αναγνωστικά και βιωματικά «η κατάσταση του μυαλού» μπορεί «να μεταβάλλεται τόσο πολύ, χωρίς οι γύρω σου να το παρατηρούν» (σελ. 45).
Διαβάζοντας την «αυτοχειρία», οι αναγνώστες ενδέχεται να παρασυρθούν «σε ένα είδος ‘οπτικής κοινοκτημοσύνης’, όπου τα πράγματα ανήκαν σε αυτούς που τα αντίκριζαν». Τίποτα, λοιπόν, δεν είναι οριστικό, παρόλες τις συνεχείς αριστοτεχνικές ασυνέχειες στο ύφος και τα γεγονότα. Όσο κι αν «ο θάνατος υπήρξε θάνατος της ζωής» (σελ. 35), ο συγγραφέας κατασκευάζει με το τελευταίο του βιβλίο μια μελλοντική παρακαταθήκη χαρμολύπης για όλους όσους υπήρξαν. Όπως τονίζει ο ίδιος, μιλώντας για τον φίλο του: «Μου αρέσει ωστόσο να πιστεύω ότι ενσωμάτωσες το αντίθετο: τη ζωή του θανάτου» (σελ. 35).

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: