Της Ιωάννας Παπαγεωργίου*
ΘΟΔΩΡΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗΣ, Το παραδοσιακό δραματολόγιο του Καραγκιόζη. Από τον προφορικό αυτοσχεδιασμό στο παραλογοτεχνικό ανάγνωσμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 264
Το νέο βιβλίο του ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Θόδωρου Χατζηπανταζή είναι αφιερωμένο σε ένα από τα πλέον προσφιλή του ερευνητικά ζητήματα, αυτό της προδιαγεγραμμένης πορείας μιας μορφής παραδοσιακού προφορικού θεάτρου όπως ο Καραγκιόζης μέσα στον νεωτερικό κόσμο του αστικού πολιτισμού. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Έλληνα ιστορικού του θεάτρου για τον Καραγκιόζη ξεκινά κάποιες δεκαετίες πριν, όταν είχε προλογίσει τον τόμο-λεύκωμα Ο Κόσμος του Καραγκιόζη – Φιγούρες των εκδόσεων Ερμής (1976). Η μελέτη του όμως που έγινε σημείο αναφοράς για τους ερευνητές είναι Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ο Πολίτης τον Μάρτιο του 1982 (τχ. 49) και αναδημοσιεύθηκε σε αυτόνομο τομίδιο από τις εκδόσεις Στιγμή το 1984 και πιο πρόσφατα στον τόμο Για μια επιστημονική προσέγγιση του Καραγκιόζη. Πρακτικά ημερίδας αφιερωμένης στους καθηγητές Θόδωρο Χατζηπανταζή και Γρηγορή Σηφάκη (επιμ. Κ. Γεωργιάδη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015). Ο συγγραφέας επανήλθε στο θέμα του ελληνικού θεάτρου σκιών σε έξι τουλάχιστον κατοπινά άρθρα ή βιβλία του, στα οποία πραγματεύεται την ιστορική εξέλιξη του είδους, τις διάφορες ανυπόστατες εθνικιστικές θεωρίες περί καταγωγής του και τη σχέση του με τη λόγια κουλτούρα αλλά και με τα λαϊκά θεάματα του 19ου αιώνα.
Το ζητούμενο κάθε μελέτης του Θ. Χατζηπανταζή -«έγνοια» όπως ο ίδιος γράφει στο επιλογικό σημείωμα του νέου βιβλίου- και ευχή του προς τους νεότερους ερευνητές είναι η επιστημονική διερεύνηση του ελληνικού θεάτρου σκιών, απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις και τις ιδεοληψίες των γενεών που έχουν προηγηθεί και ιδιαίτερα από την τάση να μεταφέρουν στην ταπεινή αυτή τέχνη το παπαρρηγοπούλειο ιστορικό σχήμα και να αναγάγουν την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο. Με αυτήν λοιπόν την «έγνοια», ο συγγραφέας του βιβλίου Το παραδοσιακό δραματολόγιο του Καραγκιόζη. Από τον προφορικό αυτοσχεδιασμό στο παραλογοτεχνικό ανάγνωσμα «επιχειρεί ακριβώς να εντάξει το εγχώριο λαϊκό θέατρο στην ευρύτερη ιστορική συγκυρία του Ανατολικού Ζητήματος και των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, της αναδιάταξης των νοτιοανατολικών συνόρων της Ευρώπης στα χρόνια που εγκυμονούσαν τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Και δοκιμάζει να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την πορεία ενός λαού που κινήθηκε από την εργαστηριακή προς την εργοστασιακή παραγωγή ψυχαγωγίας για τις αταξικές μάζες θεατών κι αναγνωστών μιας αγοράς που έτεινε πλέον προς το φαινόμενο που συνήθως καλύπτουμε με τον ακαλαίσθητο αλλά τόσο χρήσιμο όρο της «παγκοσμιοποίησης» (απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Η ιστορική μεθοδολογία του βιβλίου είναι εμφανής. Η προφορική τέχνη του ελληνικού θεάτρου σκιών εξετάζεται σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον των εποχών που αυτή διένυσε μέσα στην ιστορία. Από τη διάδοσή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου ο προφορικός λόγος αποτέλεσε το κυριότερο μέσο επικοινωνίας, στον εξελληνισμό της στα τέλη του 19ου αιώνα και στην κορύφωση της δημοτικότητάς της κατά την πρώτη τεσσαραντακονταετία του 20ού αιώνα μέχρι και τον αναπόφευκτο μαρασμό της στη μεταπολεμική Ελλάδα της εμπορευματοποιημένης ψυχαγωγίας και της γενικευμένης δημόσιας εκπαίδευσης. Στη μεθοδολογική προσέγγιση εισχωρούν ενίοτε ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές πινελιές, δανεισμένες κυρίως από τον Γιάννη Κιουρτσάκη, ερευνητή που μετέφερε τη θεωρία του Μπαχτίν γύρω από την ευρωπαϊκή καρναβαλική παράδοση του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης στα δεδομένα της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής Ελλάδας, κατά την οποία και άνθισε ο Καραγκιόζης (Γιάννης Κιουρτσάκης, Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, 1985).
Ποιες συνθήκες οδήγησαν στην εκμετάλλευση του υλικού μιας προφορικής δημιουργίας από τα μέσα της μαζικής αστικής κουλτούρας και ποια ήταν τα επακόλουθα αυτής της εμπορευματοποίησης; Ο συγγραφέας απαντά στα παραπάνω ερωτήματα, γράφοντας πάντα με μια αξιοθαύμαστα γλαφυρή γλώσσα, στα έξι συνολικά κεφάλαια του νέου βιβλίου. Έχοντας παρουσιάσει την «Ανάδυση του έντυπου Καραγκιόζη» στις επιφυλλίδες της εφημερίδας Ακρόπολις το 1919 και περιγράψει την προφορική παράδοση του Οθωμανικού Καραγκιόζη (πρώτο κεφάλαιο), περνά στην εξιστόρηση της μοίρας της άσεμνης αυτής μορφής θεάτρου στο νεοϊδρυθέν κράτος των νοτίων Βαλκανίων (δεύτερο κεφάλαιο).
Στο τρίτο κεφάλαιο, «Αναδρομή στο προφορικό δραματολόγιο: η ηθογραφική επανάσταση», διερευνά τον εξελληνισμό του ‘απολίτιστου’ για τα σύγχρονα πρότυπα οθωμανικού Καραγκιόζη στο πλαίσιο του νέου ελληνικού κράτους, η ιθύνουσα τάξη του οποίου είχε στραμμένο το βλέμμα της στη δυτική Ευρώπη και προσπαθούσε να αποποιηθεί το ανατολίτικο παρελθόν της. Ο συγγραφέας διαγράφει την πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας από την προβιομηχανική στην αστική εποχή και στη σταδιακή γενίκευση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης των Ελλήνων για να ερμηνεύσει τα σημεία που θεωρεί κρίσιμα για τον εξελληνισμό του Καραγκιόζη, δηλαδή την απόδοση εθνικής και ταξικής ταυτότητας στον Οθωμανό πρόγονό του, την κάθαρσή του από τις πριαπικές καταβολές του και τον σχετικό εξορθολογισμό του.
Το τέταρτο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Εμφάνιση και διάδοση των φυλλαδίων», αποτελεί, θα λέγαμε, το επίκεντρο του συνολικού προβληματισμού, αφού σε αυτό εξετάζεται το «κούρσεμα» του Καραγκιόζη από τους εμπορικούς εκδοτικούς οίκους. Έτσι λοιπόν το θέατρο σκιών, το οποίο κατά την εποχή της ανάδυσής του στην οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στα Βαλκάνια «υπήρξε μια τέχνη της οποίας οι παραστάσεις στηρίζονταν στους προφορικούς αυτοσχεδιασμούς ολιγογράμματων ή συχνότερα εντελώς αναλφάβητων λαϊκών καλλιτεχνών που δε διανοούνταν να καταγράψουν ή να εκδώσουν τους διαλόγους που επινοούσαν κάθε βράδυ, κατά τη διάρκεια της δημιουργικής τους οιστρηλασίας» (σ. 15) περνά «από την εργαστηριακή στην εργοστασιακή παραγωγή ψυχαγωγίας για τις μάζες. Και [προδιαγράφει] ταυτόχρονα και τον επικείμενο αφανισμό του μέσα σε ένα μεταπολεμικό κόσμο, όπου [...] ο χαρακτηρισμός ‘λαϊκό’ δε σημαίνει πλέον ‘παραδοσιακό’ αλλά απλώς ‘μαζικό’ – όπου η λαϊκή τέχνη θεωρεί το λαό πελάτη, αλλά όχι κατ’ ανάγκην και δημιουργό της» (σ. 106). Όπως και στα προηγούμενα κεφάλαια, έτσι και σε αυτό, για να ερμηνευθεί το φαινόμενο των φυλλαδίων, εξετάζονται οι ιστορικές συγκυρίες της διαμόρφωσης της παραλογοτεχνίας στη δυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα και της υιοθέτησής της από τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, καθώς επίσης της μετεξέλιξης του Τύπου από καθαρά ειδησεογραφικό μέσο μαζικής ενημέρωσης σε μεικτό μέσο ψυχαγωγίας και ενημέρωσης. Στο ίδιο κεφάλαιο αναζητούνται επίσης οι παρεμβολές των εκδοτών στα έργα του Καραγκιόζη, όσες βέβαια είναι δυνατόν να εντοπιστούν από έναν ερευνητή, καθώς και οι κώδικες της προφορικής παράδοσης του Καραγκιόζη, οι οποίοι, λόγω της τυποποίησής τους, την κατέστησαν εύκολη λεία στα χέρια των εμπορικών εκδοτικών οίκων. Ας σημειωθεί βέβαια, ότι παράλληλα με τις εκδόσεις των φυλλαδίων, η συντεχνία των καραγκιοζοπαιχτών, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, συνέχιζε να δημιουργεί ακολουθώντας τα παραδοσιακά μονοπάτια. Δίπλα όμως στον ζωντανό Καραγκιόζη των παραστάσεων διαμορφώνεται και ο Καραγκιόζης ως παραλογοτεχνικό ανάγνωσμα, το οποίο έρχεται να ικανοποιήσει ένα αυξανόμενο εγγράμματο καταναλωτικό κοινό χωρίς υψηλές αισθητικές αναζητήσεις. Πέραν τούτου, με την πάροδο του χρόνου, τα φυλλάδια επηρέασαν και όσους καραγκιοζοπαίχτες της μεταπολεμικής εποχής δεν είχαν το προνόμιο να μάθουν την τέχνη δίπλα σε έναν παραδοσιακό μάστορα.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, «Ο χειρόγραφος Καραγκιόζης», ο Θ. Χατζηπανταζής εξετάζει, από τη μια πλευρά, τις προσπάθειες των λόγιων εραστών του ελληνικού θεάτρου σκιών μετά από το 1950 να περισώσουν τεκμήρια μιας τέχνης που, μέσα στις μεγαλουπόλεις της εκβιομηχανισμένης Ελλάδας, έχανε πλέον τόσο τη δημοτικότητά της όσο και τον παραδοσιακό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, παρακολουθεί τις απεγνωσμένες προσπάθειες των καραγκιοζοπαιχτών της μεταπολεμικής εποχής να ενταχθούν στον πολιτισμό του γραπτού λόγου, δημοσιεύοντας κάποια έργα τους ή διασώζοντάς τα σε χειρόγραφη μορφή.
Η επιχειρηματολογία κάθε ενότητας συνοδεύεται από ανάλυση αντιπροσωπευτικών στην κάθε περίπτωση έργων. Για παράδειγμα στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται οι επιφυλλίδες της εφημερίδας Ακρόπολις, Ο γάμος του Καραγκιόζη και Ο Καραγκιόζης μέγας Βεζίρης (1919). Στο δεύτερο κεφάλαιο καταγράφονται οι περιπέτειες του άσεμνου οθωμανικού Χαμάμ στο ελληνικό βασίλειο του 19ου αιώνα και η μετεξέλιξη της κωμωδίας Οι γάμοι του Χατζηαβάτη στο ηρωικό Καπετάν Γκρης. Στο τρίτο κεφάλαιο διαγράφεται η πορεία εξελληνισμού του Καραγκιόζη με δείγμα ανάλυσης τη δημιουργία του Στοιχεωμένου δέντρου μέσα από τον συνδυασμό δύο οθωμανικών έργων. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρακολουθείται η σταδιακή προσαρμογή του αγράμματου Καραγκιόζη γραμματικού στον κόσμο της τεχνολογίας και της εγγραμματοσύνης· ακολούθως στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η παράσταση του Οιδίποδα του Παναγιώτη Μιχόπουλου ως «χαρακτηριστικό τεκμήριο της απεγνωσμένης προσπάθειας των ολιγογράμματων καραγκιοζοπαιχτών του 1950 και του 1960 να εισχωρήσουν και να ενταχθούν στον πολιτισμό του γραπτού λόγου, προκειμένου να επιβιώσουν επαγγελματικά» (σσ. 131-32).
Στο έκτο κεφάλαιο ο συγγραφέας παρουσιάζει πιο αναλυτικά είκοσι οκτώ παραδοσιακές παραστάσεις, δηλαδή παραστάσεις που αποτέλεσαν συλλογική δημιουργία της συντεχνίας των καραγκιοζοπαιχτών και είχαν εμφανιστεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το Παράρτημα του βιβλίου περιλαμβάνει δύο παλιότερα σχετικά μελετήματα του ίδιου συγγραφέα: «Προσαρμογή λόγιων κειμένων στο δραματολόγιο του Καραγκιόζη» (αρχικά δημοσιευμένο το 1994), και «Αναζητώντας το Γιάννη Μπράχαλη. Οι όροι και τα όρια της προφορικής ιστορίας στην περίπτωση του ελληνικού θεάτρου σκιών» (2008).
Εξαιρετικά χρήσιμη είναι η Βιβλιογραφία στο τέλος του τόμου, όπου, εκτός των δευτερογενών μελετών, παρατίθενται τα στοιχεία διαθέσιμων ηχογραφημένων παραστάσεων, χειρόγραφων έργων του Βασίλαρου από τη συλλογή τετραδίων του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, έντυπων κειμένων (φυλλαδίων και εκδόσεων) και μεταφράσεων οθωμανικών έργων. Οι ηχογραφημένες παραστάσεις του Καραγκιόζη προέρχονται από τη Συλλογή Whitman-Rinvolucri του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, η οποία παρεμπιπτόντως έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο και είναι προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο στην ιστοσελίδα: https://mpc.chs.harvard.edu/whitman-rinvolucri-collection/
Η μελέτη του Θ. Χατζηπανταζή εμπλουτίζει με νέα συμπεράσματα τα πορίσματα των προηγούμενων ερευνών του και ερμηνεύει, όπως μόνο ένας βαθύς γνώστης της τέχνης αυτής είναι σε θέση να το κατορθώσει, τη φθίνουσα διαδρομή της παραδοσιακής προφορικής και συλλογικής τέχνης του Καραγκιόζη μέσα στο περιβάλλον του αυξανόμενου εγγραμματισμού και της πολιτισμικής μαζικοποίησης των αρχών του 20ού αιώνα και της μεταπολεμικής εποχής.
*Η Ιωάννα Παπαγεωργίου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου