ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Θάνου Μαντζάνα
Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του, το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και έτοιμο, «διακοσμημένο» δηλαδή όσο μπορούσε και έπρεπε για την έλευση μιας ακόμα νέας χρονιάς σε λίγες ώρες. Ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνία, δυο αναμμένα κεριά στο τραπέζι, όχι τόσο για φωτισμό όσο για να απορροφούν λίγη από την κάπνα των τσιγάρων, και από τα Wi Fi μικρά ηχεία ακουγόταν ένα από τα αγαπημένα του έργα, το «Koyaanisqatsi» (ζωή άνευ ισορροπίας, στην διάλεκτο των Ινδιάνων Χόπι) του Philip Glass.
Πήγε στο υπνοδωμάτιο και άνοιξε την ντουλάπα. Δεν κοίταξε καθόλου μέσα, αλλά έσκυψε λίγο και μπήκε σε αυτήν κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, αλλά το εξασκημένο από πολλές προηγούμενες φορές χέρι του βρήκε αμέσως έναν διακόπτη στον τοίχο και τον πάτησε. Ακαριαία, ο τοίχος άνοιξε στη μέση σαν να ήταν κουρτίνα, αποκαλύπτοντας μια δίφυλλη μεταλλική πόρτα που και αυτή άνοιξε με την σειρά της, επιτρέποντας την είσοδο σε έναν φωτισμένο χώρο. Όλα είχαν γίνει τόσο σύντομα, ώστε δεν ανασήκωσε το σώμα του παρά μόνον όταν πέρασε την πόρτα που έκλεισε αυτόματα πίσω του.
Το δωμάτιο, δίχως κανένα άλλο άνοιγμα εκτός από την πόρτα και για αυτό με το δυνατό φως της οροφής πάντα ανοιχτό από την στιγμή που πατούσε τον διακόπτη στην ντουλάπα, ήταν πολύ μικρό, όχι περισσότερο από 2 Χ 2. Οι τρεις πλευρές του καλυμμένες από πάνω μέχρι κάτω με τα μπροστινά πάνελ μιας σειράς πανομοιότυπων εντοιχισμένων συσκευών και τρία - τέσσερα μεσαίου μεγέθους μόνιτορ. Στο κέντρο του μια μεταλλική πολυθρόνα, που μπορεί να φαινόταν σαν οδοντιατρική καρέκλα αλλά μόλις την κοίταζες λίγο προσεχτικά καταλάβαινες ότι μόνο τέτοια δεν ήταν. Είχε τους λόγους του που είχε δώσει οδηγίες να κατασκευαστεί αυτό το δωμάτιο ακριβώς εκεί, πρώτον γιατί το σπίτι του ήταν τέτοιας έκτασης ώστε δεν μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού, και δεύτερον επειδή έτσι δεν θα μάθαινε κανείς ποτέ, εκτός από τον ίδιο, την ύπαρξη του.
Κάθισε στην πολυθρόνα και φόρεσε κάτι που μόνο ζώνη ασφαλείας θα το έλεγες, γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Πήρε από μια θήκη στον δεξί βραχίονά της κάτι που έμοιαζε με μεγάλου μεγέθους smartphone, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα touch screen πληκτρολόγιο για πολύ συγκεκριμένη χρήση. Το ενεργοποίησε, και πατώντας ένα κουμπί αρχικά ένα από τα μόνιτορ στους τοίχους άναψε. Φάνηκε το εσωτερικό ενός σπιτιού και δύο φωνές, μια γυναικεία και μια αντρική, ακούστηκαν από ένα άλλο δωμάτιο. Επιβεβαίωσε τις συντεταγμένες, δεν είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά, και πάτησε το κουμπί που τις κλείδωσε. Απέμενε η τελευταία, και σημαντικότερη μάλλον ρύθμιση, στην αρχή στο μικροσκοπικό μόνιτορ στο πάνω μέρος του πληκτρολογίου φάνηκε το 3, μετά το 7 ώσπου πάτησε αποφασιστικά το 5. Κάθισε πιο αναπαυτικά, ουσιαστικά μισοξάπλωσε στην πολυθρόνα, πάτησε το πλήκτρο EXECUTE, έβαλε το πληκτρολόγιο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και έπιασε σφιχτά με τα χέρια του τους βραχίονες της πολυθρόνας.
Ένιωσε την γνώριμη αίσθηση της ώθησης, τριπλάσιας ίσως σε ένταση από αυτή μιας απογείωσης αεροπλάνου και ο χώρος, οι τοίχοι γύρω του άρχισαν να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σχεδόν να ρέουν, μέχρι που μετατράπηκαν σε πολύχρωμες δέσμες φωτός. Αυτό όμως δεν διήρκεσε παρά μερικά δευτερόλεπτα, δεν πρόλαβε να σκεφτεί αν θα έπρεπε να κλείσει τα μάτια του και η πολυθρόνα βρισκόταν πλέον σε έναν εντελώς άλλο χώρο από το δωμάτιο όπου ήταν εγκατεστημένη. Πριν ακόμα το δει, το κατάλαβε από το έντονη αίσθηση παγωνιάς που ένιωσε, ήταν σε ένα μπαλκόνι. Έβρισε από μέσα του για το ότι δεν είχε προβλέψει να φορέσει κάτι πιο χοντρό και ζεστό, αφού μάλιστα ήξερε πολύ καλά ότι οι κατασκευαστές του ΣΧΜ δεν είχαν καταφέρει να τελειοποιήσουν το σημείο άφιξης. Πάντα υπήρχε μια απόκλιση από το επιθυμητό, ανάλογα με το πόσο καλός χειριστής ήσουν.
Δεν είχε όμως ούτε τον καιρό ούτε την διάθεση να το σκεφτεί περισσότερο. Έλυσε τη ζώνη ασφαλείας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα και ήδη με τα λίγα βήματα που έκανε ζεστάθηκε κάπως. Πλησίασε την φωτισμένη μπαλκονόπορτα που ήταν λίγο πιο πέρα και κοίταξε με πολλή προσοχή μέσα. Άκουσε πάλι τη γυναικεία φωνή, καθόταν στον καναπέ με πλάτη στην μπαλκονόπορτα αλλά ακόμα και αν δεν διέκρινε τα μαλλιά της, από τον ήχο της φωνής και μόνον ήξερε ότι ήταν εκείνη. Μετά άκουσε λίγο πιο μακριά και την αντρική. Ανάμεσά τους, σε τέτοια ένταση ώστε να ακούγεται καθαρά αλλά και να τους επιτρέπει να συζητούν, το «Love Me Or Leave Me» στην εκτέλεση της Nina Simone. Μηχανικά άρχισε να χτυπάει το δεξί πόδι του χωρίς θόρυβο, κρατώντας το στακάτο beat. Ο άντρας ήρθε και αυτός στο δωμάτιο, τον είδε φευγαλέα και αμέσως αποτραβήχθηκε και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο.
Άναψε τσιγάρο, και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει μέσα στην κρύα νύχτα με μια σκέψη: δεν θα έχω αλλάξει ιδιαίτερα σε πέντε χρόνια. Από μέσα ακούστηκαν γέλια, πιο δυνατά τα δικά της και μετά τα δικά του. Κάτι θα της είχε πει που την έκανε να γελάσει, συνέβαινε έτσι και αλλιώς αρκετά συχνά. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πάει από την άλλη πλευρά, από την πόρτα της κουζίνας, να τραβήξει την προσοχή του εαυτού του και να του μιλήσει …ιδιαιτέρως. Για να του πει τι; Σίγουρα μόλις του εξηγούσε δεν θα τρόμαζε, άλλωστε γνώριζε για το ΣΧΜ. Θα μπορούσε να τον πείσει να τον αφήσει να τον αντικαταστήσει, για λίγα λεπτά, μερικές ώρες ή και για περισσότερο. Εκείνη δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά, ήξερε πολύ καλά πώς θα το επιτύγχανε αυτό.
Αν όμως ο εαυτός του δεν ήθελε να υποκατασταθεί, ούτε για πολύ ούτε για λίγο; Ε τότε θα τον ανάγκαζε να το κάνει με λίγο ζόρι, σκέφτηκε με έναν κωμικό μορφασμό που δήθεν έμοιαζε με απειλητικός. Γιατί όμως να το κάνει αυτό, γιατί να υποχρεώσει, να εξαναγκάσει τον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε; Απεχθανόταν όσο τίποτα άλλο και δεν επέτρεπε σε κανέναν ποτέ να του το κάνει∙ θα υπέβαλλε ο ίδιος τον εαυτό του σε τέτοια καταπίεση ή μάλλον ψυχαναγκασμό; Και δεν ήθελε να μπει ποτέ στον πειρασμό, δεν άφηνε καν να περάσει από το μυαλό του η σκέψη ότι θα μπορούσε να εξοντώσει τον εαυτό του και να πάρει την θέση του. Αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοακύρωση, αν όχι απλά με αυτοκτονία, κάτι στο οποίο, για εκατό διαφορετικούς λόγους, ήταν κάθετα αντίθετος σε όλη την ζωή του.
Έριξε και πάλι μια φευγαλέα ματιά μέσα, ίσα για να τον δει ενώ έσκυβε να την φιλήσει. Να το σήμα της αποχώρησης, σκέφτηκε, και με γρήγορα και αθόρυβα βήματα πήγε και πάλι στην πολυθρόνα. Κάθισε, έδεσε την ζώνη ασφαλείας, έβγαλε το πληκτρολόγιο, πάτησε το πλήκτρο RETURN, το έβαλε ξανά στην τσέπη του και έσφιξε για άλλη μια φορά τους βραχίονες.
Η επιστροφή ήταν ίδια και ίσης διάρκειας με την μετάβαση. Μόλις βρέθηκε και πάλι στο γνώριμο δωμάτιο του Συστήματος Χρονικής Μετακίνησης έβαλε το πληκτρολόγιο στη θήκη του, έλυσε τη ζώνη, σηκώθηκε, και πατώντας έναν ίδιο με τον εξωτερικό διακόπτη η πόρτα και ο τοίχος άνοιξαν, πέρασε στην ντουλάπα και από εκεί, ανοίγοντας την πόρτα της, στο υπνοδωμάτιο.
Πήγε ξανά στο σαλόνι, όπου όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει, μόνο το ύψος των κεριών είχε μειωθεί λίγο. Είχε φτάσει πια δώδεκα παρά δέκα, πήγε και στάθηκε μπροστά στην δική του μπαλκονόπορτα και κοίταξε την φωτισμένη πόλη που ετοιμαζόταν να γιορτάσει μιαν ακόμα αλλαγή χρόνου. Και τότε σκέφτηκε ότι υπήρχε ένας ακόμα λόγος, ο σοβαρότερος όλων, για το ότι είχε κάνει το σωστό, απλά κοίταξε και έφυγε δίχως καν ο εαυτός του να αντιληφθεί ότι έστω για λίγα λεπτά ήταν μαζί, παρόντες στην ίδια χωρική συνθήκη και οι δύο, ο ένας δίπλα στον άλλο. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι θα προσπερνούσε τα πέντε χρόνια μέχρι τότε ή έστω ένα μέρος τους. Δεν το ήθελε αυτό, δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Τα χρόνια αυτά ήταν δικά του, ήθελε να τα ζήσει, μαζί με όλες τις εμπειρίες τους, καλές και κακές, ώστε να φτάσει στο τέλος τους όσο πιο ώριμος έπρεπε και όφειλε, πριν από όλους στον εαυτό του, να είναι.
Άλλωστε αυτό που ήθελε, αυτό που είχε πάνω από όλα σημασία, το είχε δει. Εκείνη σε πέντε χρόνια θα ήταν καλά και αυτό σήμαινε ότι, όποιες αλλαγές ή και ανατροπές κι αν συνέβαιναν, θα ήταν και ο ίδιος. Το μέλλον, για εκείνη τη νύχτα και για πάρα πολύ καιρό ακόμα, του είχε δώσει ό,τι περισσότερο ήταν δυνατόν να του δώσει, δεν μπορούσε, δεν είχε δικαίωμα να του ζητήσει τίποτα παραπάνω.
Από τις σκέψεις τον έβγαλαν οι γνωστοί κανονιοβολισμοί και φωνές, μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και άρχιζε μια νέα ημέρα και μαζί της μια νέα χρονιά. Και πάλι όμως δεν ήταν κανείς εκεί για να του ευχηθεί καλή χρονιά… Σε ποιον να το ευχηθεί; Σε εκείνη που ήταν τόσο μακριά; Ή στον μετά από πέντε χρόνια εαυτό του;
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής, παραγωγός της εκπομπής «Κριτικός Λόγος» στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου