14/11/21

Η Συμφωνική Μουσική

Άποψη της έκθεσης του Διονύση Σοτοβίκη Το σπίτι του Ροδάκη: Προς μια συναισθηματική δόμηση στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη»


Αφιέρωμα
Μίκης Θεοδωράκης: ελληνικότητα και λαϊκότητα στο έργο και τη διαδρομή του

Του Μίκη Θεοδωράκη

Η συμφωνική μουσική υπήρξε η έκφραση τόσο μιας ορισμένης εποχής, όσο και ορισμένων λαών και ορισμένων κοινωνικών τάξεων. Έτσι λ.χ., στα τέλη του περασμένου στις αρχές του δικού μας αιώνα, το έντεχνο μουσικό και ιδιαίτερα το συμφωνικό έργο ήταν όχι μόνο το αποκλειστικό προνόμιο, αλλά και ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της μεγαλοαστικής τάξης στην Ευρώπη.
Ακόμα και η διαδικασία της παρουσίασής της (ρεσιτάλ – συναυλίες) με τη γνωστή ατμόσφαιρα που δημιουργιόταν γύρω της, την κοσμικότητα, τους «θρύλους», τους έρωτες και τις «αυλές» των μεγάλων καλλιτεχνών, τους κύκλους θαυμαστών κριτικών, φανατικών οπαδών, αντιπάλων κλπ. κλπ., με μια λέξη ο «τύπος» και ο μύθος που στήριζε και περιέβαλλε τις μουσικές εκδηλώσεις, απομάκρυνε ντε φάκτο κάθε ξένο προς την αριστοκρατία και τους περί αυτήν κοινωνικό στοιχείο.
Η συμφωνική συναυλία και το ρεσιτάλ ήταν για πολλές δεκαετίες αποκλειστικό προνόμιο των αστών και ιδιαίτερα των μεγαλοαστών. Οι αίθουσες συναυλιών, αληθινοί ναοί της μεγαλοαστικής κοσμικής ζωής. Όμως, πάνω από όλα, αυτό το μουσικό είδος, που ονομάζουμε απόλυτη μουσική, νομίζω ότι αυτό καθ’ εαυτό –ξέχωρα φυσικά από την ιστορική του αξία, που κανείς δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει– αποτελεί, σαν πνευματικό δημιούργημα, μια ιδιόμορφη εκδήλωση, που ήρθε σε ένα συγκεκριμένο βαθμό ωρίμανσης, ιστορικό και κοινωνικό, καθώς και σε συγκεκριμένο, όπως είδαμε, γεωγραφικό χώρο, κοινωνικό πλαίσιο και ιστορική στιγμή.
Παρατηρούμε επίσης ότι, ενώ το «Κοντσέρτο Γκρόσο» –με το οποίο κυρίως εκδηλώθηκε η ιταλική σχολή της Αναγέννησης– μας θυμίζει ακόμα φανερά τις λαϊκές μελωδίες και τα λαϊκά φωνητικά και οργανικά συγκροτήματα που, χωρισμένα συχνά στο χορό και στους κορυφαίους, τα συναντά κανείς σε όλα τα χωριά, τα πανηγύρια και τις γιορτές – τόσο η φούγκα όσο και η φόρμα «Σονάτα», που βρήκε μεγάλη ανάπτυξη στον 18ο αιώνα, απομακρύνεται από τα λαϊκά μουσικά στοιχεία. Τελικά, αποτελεί ένα καθαρά ιδεατό μουσικό κατασκεύασμα, όπου, αντί για αφηρημένους εγκεφαλικούς συλλογισμούς, βάζουμε ήχους και όπου οι μουσικοί ήχοι εκφράζουν, γενικά και αφηρημένα, αισθήματα και ιδέες.
Παρακολουθώντας την οικονομική άνθηση και κοινωνική άνοδο των καινούργιων αρχόντων της Ευρώπης μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η «απόλυτη μουσική» αναπτύσσεται κι αυτή γοργά. Συγχρόνως, όμως, οι πλατιές λαϊκές μάζες μένουν απ’ έξω απ’ αυτό το μουσικό κίνημα, που παύει σιγά σιγά να τις εκφράζει, ενώ αυτές ούτε μπορούν αλλά ούτε και θα θέλουν, όταν θα μπορούν, να ανακαλύψουν μέσα σ’ αυτό το κίνημα τον εαυτό τους.
Έτσι, όταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η μουσική αυτή θα μπορέσει να πάει παντού, χάρη στο λονγκ-πλαίυ, το ραδιόφωνο, το μαγνητόφωνο και το τρανζίστορ, οι μάζες θα τη δεχτούν σαν κάτι το θαυμαστό αλλά συγχρόνως και ξένο. Θα νιώσουν απέναντί της το δέος που νιώθουν συχνά οι επισκέπτες των ιστορικών μουσείων. Τίποτα πιο πολύ.
Γιατί σ’ όλα αυτά τα χρόνια, που οι μεγάλοι συνθέτες ήταν εγκατεστημένοι μέσα και γύρω από τα μέγαρα των πλουσίων και περνούσαν τον καιρό τους μέσα στα σαλόνια τους, οι λαοί δεν έπαψαν ποτέ να έχουν τη δική τους μουσική, που εξέφραζε τα δικά τους συναισθήματα, το δικό τους «κόσμο». Οι λαοί τραγουδούσαν πάντα τη δική τους μουσική γλώσσα, που βγαίνει κατευθείαν μέσα από την καρδιά τους και που μπαίνει κατευθείαν μέσα στην καρδιά τους.
Επομένως, η σημερινή κρίση της συμφωνικής (και πιο γενικά της απόλυτης) μουσικής αποτελεί τη φυσική κατάληξη μιας μακροχρόνιας αντίθεσης, όπως είδαμε λίγο πιο πάνω. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, όσο κι αν εκσυγχρονίσουμε και ηλεκτροκινητοποιήσουμε αυτό το μουσικό είδος, δεν θα πάψει να αποτελεί ένα ξένο πνευματικό κόσμο για τις μεγάλες λαϊκές μάζες.
Και όσο αυτές οι μάζες θα βγαίνουν όλο και πιο πολλές, όλο και πιο ανεπτυγμένες, καλλιεργημένες και δυνατές στο προσκήνιο της ιστορίας, τόσο θα θέλουν και θα αναζητούν μια μουσική που να είναι εξ ολοκλήρου δική τους και όχι ένα ξαναζεσταμένο φαγητό, προορισμένο εξ υπαρχής για άλλους.
Η μουσική αυτή, η δική τους, όπως είπαμε, είναι βασικά το λαϊκό τραγούδι. Κι αυτό –πέρα από τη χώρα μας με τα γνωστά αποτελέσματα και εμπειρίες πάνω σ’ αυτόν τον τομέα– το φανερώνει η εκπληκτική επιτυχία του αγγλόφωνου λαϊκού τραγουδιού, ιδιαίτερα ανάμεσα στην παγκόσμια νεολαία, όπως το απέδωσαν μια σειρά λαϊκά συγκροτήματα, ερμηνευτές και συνθέτες, από τους Μπητλς έως την Τζόαν Μπαέζ και τον Μπομπ Ντήλαν.
Όμως εμείς, εδώ στην Ελλάδα, πιστεύω ότι προχωρήσαμε ένα, ίσως και δύο βήματα παραπέρα: α) Παντρεύοντας τη λαϊκή μας μουσική με τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. β) Καθιερώνοντας τον κύκλο τραγουδιών. γ) Με την προσπάθεια για μια μετασυμφωνική μουσική. δ) Με την προσπάθεια για μια σύγχρονη λαϊκή τραγωδία, που να βασίζεται στο λαϊκό μας τραγούδι.

[Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη Περί Τέχνης», που κυκλοφόρησε από της εκδόσεις Παπαζήση το 1976. Η παρούσα μορφή του κειμένου αντλείται από ανατύπωση του βιβλίου, από τις ίδιες εκδόσεις, το 2016.

Για την εργογραφία Μίκη Θεοδωράκη, βλ. στον ιστότοπο https://mikisguide.gr/ergografia-miki-theodoraki/ Σύνταξη: Γιώργος Αγοραστάκης. Πηγή: Αστέρης Κούτουλας, Ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Κείμενα – Κατάλογος έργων – Κριτικές (1937-1996), εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1998]

Δεν υπάρχουν σχόλια: