Αφιέρωμα
Μίκης Θεοδωράκης: ελληνικότητα και λαϊκότητα στο έργο και τη διαδρομή του
Του Άλκη Ρήγου
Το να επιχειρήσεις να προσεγγίσεις την ενεργή και πολύπλευρη παρουσία στην πολιτική σκηνή αυτού του «μεγάλου αντιφατικού» –ο χαρακτηρισμός δικός του– για πάνω από ογδόντα χρόνια είναι προφανώς πράξη δύσκολη. Πως μπορείς να ξεχωρίσεις τον μουσικό, τον ποιητή, τον ευρύτερα πολιτισμικό δημιουργό, από το πολιτικό πρόσωπο, από τον δρώντα βιωματικά συνολικό άνθρωπο;
Πολύ περισσότερο, όταν αυτή η προσωπικότητα έχει σφραγίσει τις αναζητήσεις και τα όνειρα της νιότης σου, όπως και τα όνειρα και αναζητήσεις τουλάχιστον άλλων τριών αριστερών γενιών της πατρίδας σου, σε καίριες ιστορικές ώρες, με μια αγωνιστική στάση ήθους και χρέους χωρίς προηγούμενο. Όταν παραμένει ζώσα και σήμερα, όπως απέδειξε ο λαός με το αλάνθαστο αισθητήριό του, στις πάνδημες εκδηλώσεις στο στερνό του κατευόδιο ως αριστερού πολίτη, τραγουδώντας τα τραγούδια του. Όπως και ο ίδιος θα το ήθελε άλλωστε, με το σημείωμά του στον γραμματέα του ΚΚΕ.
Υπερβαίνοντας αλλά όχι ξεχνώντας τις πολιτικές του αντιφάσεις, ιδίως των στερνών του χρόνων… Άλλωστε, όπως ό ίδιος είχε πει σε παλιότερη συνέντευξη του στην Αυγή (βλ. αναδημοσίευση στις 12-9-2021), «…το κουκούλωμα της εθνικής μας μνήμης μας οδήγησε και θα εξακολουθεί να μας οδηγεί σε εθνικά αδιέξοδα». Όταν ορισμένα μάλιστα από αυτά τα αντιφατικά, όπως η θητεία του ως υπουργός Επικρατείας της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ή η απόδοση της δολοφονίας του καθηγητή Τεμπονέρα σε ενορχηστρωμένη ενέργεια της …«κλαδικής αναρχικών του ΠΑΣΟΚ», και τελευταία την ομιλία σε συγκέντρωση ενάντια στην «Συμφωνία των Πρεσπών» στο Σύνταγμα, μαζί με τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής, που όπως δήλωσε «αγαπούν την Ελλάδα με τρόπο εριστικό…»!
Λησμονώντας ότι το 1997 είχε δηλώσει ότι «το όνομα δεν έχει τόση σημασία, αρκεί οι λαοί να ζήσουν ειρηνικά…», όταν ως επίσημος προσκεκλημένος του υπουργείου Πολιτισμού της τότε FUROM είχε δώσει μεγάλη συναυλία στα Σκόπια στις 12 Απριλίου, παρουσία του προέδρου Γκλιγκόροφ. Αντιφάσεις που μπορεί στο μυαλό του να αποτελούσαν «λεπτομέρειες», αλλά οι οποίες αμαυρώνουν τα «μεγάλα μεγέθη» και δεν «σβήνουν», όπως υποστήριξε στο σημείωμα που προαναφέραμε.
Η προσπάθεια εξήγησης-κατανόησης αυτών των αντιφάσεων προβάλλει αναγκαία, αν δεν θέλεις να αναπαράγεις τα κυρίαρχα προσωποκεντρικό ιδεαλιστικά στερεότυπα – απόρροια του ειδικού βάρους των μικροαστικών στρωμάτων στον κοινωνικό μας σχηματισμό, για τον ρόλο της χαρισματικής προσωπικότητας, ως δήθεν ελεύθερου ατόμου, που δρα πάνω και πέρα από τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες.
Ή να αφεθείς γεγονός –ακόμη πιο έντονο για μένα– στο συγκινησιακό επίπεδο των ήχων και στίχων της μουσικής του, στην ανυπέρβλητη μαγεία των τρόπων εκφοράς τους, της κίνησης εκείνης των τεράστιων χεριών του, στο πόντιουμ ή στο γήπεδο, στις χιλιάδες εικόνες εκφραστικής φωτεινότητας του προσώπου σε καίριες στιγμές της ιστορίας του λαού σου.
Οφείλεις, χωρίς να χάσεις βέβαια το ανεπανάληπτο του προσώπου, τις ιδιαίτερες αποχρώσεις και το άρωμα της εποχής, να τα εντάξεις όλα τούτα στο πλαίσιο μιας επιστημονικής πειθαρχίας, σύμφωνα με την οποία το ιστορικό πρόσωπο, όπως και η κοινωνία στην οποία ανήκει, δεν προχωρά στην τύχη. Οι ιστορικές εξελίξεις δεν προσδιορίζονται από τα προτερήματα ή τα ελαττώματα εκείνων που τις διαχειρίζονται, όσο και αν παίζουν ρόλο σ’ αυτές. «Ο άνθρωπος –σύμφωνα με μια αυστηρά επιστημονική θέση του Καρλ Μαρξ– δεν κάνει ελεύθερα την ιστορία του, αλλά πράττει μέσα και κάτω από τις συνθήκες που βρίσκει ήδη μπροστά του». Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει νομοτελειακά προκαθορισμένη συμπεριφορά. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε η ανάλυση των ατομικών στάσεων θα ήταν μια απλή αλγεβρική εξίσωση.
Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, είναι προφανώς γέννημα-θρέμμα των συνθηκών που βρίσκει μπροστά του, δεν προσλαμβάνει όμως αυτές τις συνθήκες με τον ίδιο τρόπο και κάθε περίοδο της ζωής του, γι’ αυτό γίνεται, ο καθένας μας, συντηρητής ή ανατροπέας ή και τα δυο μαζί αυτών των συνθηκών, συλλογικό κοινωνικό όν, που ζει μέσα στο χρόνο και τον χώρο, με ιστορικές μνήμες, ελπίδες, απογοητεύσεις, κοινωνική καταγωγή, ένταξη και δράση.
Η διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, ως συνολικής πολύπλευρης και πολυδιάστατης προσωπικότητας ενεργού πολίτη, έχω την αίσθηση ότι αποδεικνύει εμπειρικά την αλήθεια αυτής της θέσης. Ο ίδιος άλλωστε είχε πει: «Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτή την μουσική. Η μουσική για μένα, ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι βιωματικό». Και πρόσθετε; «Ζούσα πάντοτε με δυο ήχους, έναν πολιτικό και ένα μουσικό»!
Μέσα από αυτό το βιωματικό της δημιουργίας του, τα ανεβάσματα και τα κατεβάσματα, τις εντάσεις τις νηνεμίες, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις, τις προσλήψεις της πορείας του κοινωνικού μας σχηματισμού από τον πόλεμο και εδώ, μπορούμε να ψαύσουμε και τον πολιτικό Μίκη. Στα περιορισμένα όρια ενός άρθρου στις «Αναγνώσεις», θα σταθούμε στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ιδιαίτερα στην δεύτερη που θεωρούμε και καταλυτική στη διαμόρφωση του πολιτικού Μίκη.
Από την ελπιδοφόρα ανάταση της δεκαετίας του ’40 και το άδοξο τέλος της, που ο έφηβος μαχητής των Δεκεμβριανών προσλαμβάνει και ως προδοσία, περνάμε στην δεκαετία του ανελεύθερου κράτους της «εθνικοφροσύνης», ενός νόθου κοινοβουλευτισμού με έκτακτα μέτρα, διώξεων, φυλακίσεων, εξοριών των αριστερών αγωνιστών της Αντίστασης. Και όχι μόνο αλλά και την αντιμετώπισή τους όχι ως ιδεολογικά - πολιτικά αντίπαλους άλλα ως… «προδότες, ανθέλληνες, όργανα των εχθρών της πατρίδος…», και πλήθος ηχηρών παρόμοιων.
Η κοινωνία πολιτών, που με πρωτοπόρα την εργατική τάξη μέσα από τον εθνικο-απελευθερωτικό αντιφασιστικό αγώνα και όραμα συγκινεί και συνεγείρει τα αγροτικά στρώματα, σε μεγάλο βαθμό και τα μικροαστικά, αλλά και προοδευτικές μορφές της αστικής τάξης σ’ ένα νέο συνασπισμό εξουσίας, μέσω του ΕΑΜ, για μια νέα κοινωνικο-πολιτικά Ελλάδα, είναι ….προδότες! Ενώ οι δοσίλογοι, οι υπουργοί της 4ης Αυγούστου βρίσκονται και πάλι στην εξουσία, ως γνήσιοι Έλληνες πατριώτες...
Στο καμίνι αυτών των τραυματικών διεργασιών, ένα διάχυτο ρεύμα αριστερών σε όλα τα επίπεδα πολιτιστικά και πολιτικά αντιδρά ορθώνοντας –βοηθούντος και του Κυπριακού– την δική του ελληνοκεντρική πατριωτική αντίληψη. Η ανάλυση της πορείας αυτού του ρεύματος και το πως μετεξελίσσεται για κάποιους σε εθνικιστικό παραλήρημα στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ξεφεύγει αυτού του κειμένου. Σ’ αυτό πάντως εντάσσεται και ο Θεοδωράκης διακηρύσσοντας: «Θρησκεία μου είναι η Ελλάδα … Οι πράξεις μου δεν καθορίζονται από την μικροπολιτική των κομμάτων, αλλά από το γενικότερο καλό της χώρας μου…»
Παραμένοντας όμως ταυτόχρονα οικουμενικός δημιουργός, υπερασπιστής των λαϊκών ελευθεριών όπου γης. Αυτή και η αφορμή που πρωτοανταμώσαμε, ομιλητές και οι δύο –και συγχωρέστε την προσωπική αναφορά– σε πρωτοβουλία υπεράσπισης των Αλβανών οικονομικών μεταναστών, ανάμεσα σε λιγοστούς/ές ευαίσθητους συμπολίτες στο Πεδίο του Άρεως, συμβολικά κάτω από την προτομή του Μάρκου Μπότσαρη .
Αυτός ήταν ο Μίκης, άδολος μαχητής, δημόσια πάντα, ακόμη και των πιο αντιφατικών απόψεών του. Ενεργός πολίτης μέχρι το τέλος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου