Του Φοίβου Γκικόπουλου*
Η συμμετοχή των διανοουμένων στο «μετα-αντιστασιακό» και «νέο-ρεαλιστικό» ιταλικό κλίμα, υπήρξε για ορισμένους επιφανειακή και για το λόγο αυτό χωρίς τραυματικές εμπειρίες. Για άλλους, ήταν μια τραγική περιπέτεια: κι αυτή είναι η περίπτωση του Τσέζαρε Παβέζε. Υπάλληλος στον εκδοτικό οίκο Εϊνάουντι, συνέβαλε ουσιαστικά στο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία μιας σύγχρονης, προοδευτικής κουλτούρας. Αν και δεν συμμετείχε οργανωμένα σε αντιφασιστικά κινήματα, το 1935 καταδικάστηκε σε τρία χρόνια εκτόπιση σ’ ένα χωριό της Καλαβρίας. Μετά τον πόλεμο, η προσφορά του στην οργάνωση της κουλτούρας και η συγγραφική του δραστηριότητα, τον ανέδειξαν σε πρωταγωνιστική θέση στον κόσμο της ιταλικής διανόησης. Το 1950 κερδίζει το έγκυρο λογοτεχνικό «Βραβείο Στρέγκα» και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, αυτοκτονεί.
Το πρώτο του βιβλίο ήταν μια ποιητική συλλογή, «Κουράζει η δουλειά» (1936) που, για το θέμα (η περιφέρεια του Τορίνο, όπου το αστικό στοιχείο ταυτίζεται και συγχέεται με το αγροτικό), τα πρόσωπα (εργάτες, νέοι αγρότες, κοινές γυναίκες) και τον χαμηλό τόνο (πλησιάζει την πρόζα), ερχόταν σε αντίθεση με την ήδη υπάρχουσα ερμητική λυρική παραγωγή. Ο Παβέζε προετοιμάζει τα κύρια θέματα της τέχνης του: τα προβλήματα της μοναξιάς και της εφηβείας, την αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, την προτίμησή του για τους λαϊκούς χαρακτήρες, ένα είδος «λυρικού ρεαλισμού» που τείνει να φτάσει μια έκφραση που καταρρίπτει κάθε εμπόδιο μεταξύ του απλού αναγνώστη και της συμβολικής και μυθικής πραγματικότητας. Πάνω απ’ όλα ο Παβέζε οριοθετούσε το θέμα της τέχνης και της ύπαρξης: την εσωτερική μοναξιά απ’ την οποία ήθελε αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει και σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε, κυρίως μέσα από τον έρωτα και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή. Απέτυχε και στη μια και στην άλλη περίπτωση. Αποτυχία στους διάφορους έρωτες, αποτυχία και στην προσπάθεια να πάρει μέρος στη ζωή των άλλων. Χαρακτηριστικό το λιγότερο πετυχημένο μυθιστόρημά του «Ο σύντροφος» (1947), όπου ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στο Κόμμα (δηλαδή στους πολιτικούς δεσμούς με τους ανθρώπους). Γι’ αυτό η αυτοκτονία του Παβέζε φαίνεται η διέξοδος από μια ανικανότητά του να δεχτεί τη ζωή.
Το έργο του ξεπηδά μέσα από δύο αντίρροπες δυνάμεις: από τη μια, η υπαρξιακή μοναξιά και από την άλλη, η αναζήτηση μιας μορφής συμπαράστασης, ιστορίες ανθρώπων που εμπλέκονται σε συλλογικές περιστάσεις –παρανομία, εξορία, αντίσταση- αλλά είναι ανίκανοι να δημιουργήσουν με τους άλλους σχέσεις τέτοιες που να συμπληρώνουν το κενό που υπάρχει μέσα τους. Έτσι, πίσω από το ρεαλιστικό σχήμα των έργων του, υπάρχει μια διαφορετική ουσία, για την οποία έχει βαθιά επίγνωση ο συγγραφέας. Για τον Παβέζε τέχνη είναι ο μύθος, δηλαδή, «ένα γεγονός που συνέβη κάποτε και για πάντα, και γι’ αυτό εμπλουτίζεται και θα εμπλουτίζεται διαρκώς από έννοιες». Ο «μύθος» είναι κτήμα της νιότης του ανθρώπου και του κόσμου, που αργότερα ο μεμονωμένος άνθρωπος και η ανθρωπότητα συναντούν στην ωριμότητά τους και προσπαθούν να ερμηνεύσουν. Αυτό που μετράει στα έργα του Παβέζε, είναι μια ατμόσφαιρα που μεταμορφώνει το χώρο και τα αντικείμενα, τη μυθική ουσία των αφηγήσεων, τη γλώσσα που, όπως ο ίδιος λέει, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από έναν κάποιο νατουραλιστικό ιμπρεσιονισμό.
Καπνιστές χαρτιού
Με οδήγησε ν’ ακούσω την ορχήστρα του. Κάθεται σε μια γωνιά
και φέρνει στο στόμα το κλαρινέτο. Αρχίζει ένας διαολεμένος σαματάς.
Όξω, ο άνεμος που λυσσομανάει και τα χαστούκια της βροχής,
ανάμεσα στις αστραπές, κάνουν να κόβεται το φως,
κάθε πέντε λεπτά. Στο σκοτάδι, τα πρόσωπα τεντωμένα
να παίξουν από μνήμης προσπαθούν
κάτι χορευτικό. Δραστήριος ο φουκαράς ο φίλος,
όλους τους διευθύνει, απ’ το βάθος. Και το κλαρινέτο συστρέφεται,
στο πανδαιμόνιο κυριαρχεί, ανοίγει χώρο, ξεσπάει
σε μια μοναχική ψυχή, σε μια στεγνή σιωπή.
Τούτα τα φτωχά χάλκινα πολύ συχνά τα τσαλακώνουν:
ροζιασμένα τα χέρια που σφίγγουνε τα πλήκτρα
και τα μέτωπα - που πεισματάρικα γερμένα δε λεν να σηκωθούνε.
Κακόμοιρο βασανισμένο αίμα, εξαντλημένο
από τους τόσους κόπους, ακούγεται το μουγκρητό σου
μες στις νότες κι ο φίλος την ορχήστρα με κόπο διευθύνει,
αυτός που σκλήρυναν τα χέρια του χτυπώντας τη βαριά του,
σπρώχνοντας τη ροκάνα, βγάζοντας με το ζόρι το ψωμί του.
(Από τη συλλογή Κουράζει η δουλειά, μτφρ. Φ. Γκ.)
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου