Ιδεολογικές προσλήψεις των Οθωμανών απέναντι στον όρο «Yunan» μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους
Του Λεωνίδα Μοίρα*
Παρότι ο φιλελληνισμός υπήρξε ένα φαινόμενο σύνθετο με πολλές αναγνώσεις, είναι δύσκολο να παραγνωρίσει κανείς τη συμβολή του στην καθιέρωση της αντίληψης σχετικά με την αναγνώριση του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Ελλάδας και την ανάγκη αποκατάστασης της «νέας Ελλάδας» που τελούσε υπό τον «τουρκικό ζυγό». Τα λογοτεχνικά κείμενα και οι προσωποποιήσεις της Ελλάδας που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αι. καλλιεργούσαν το μοτίβο της αντίθεσης ανάμεσα στην Ημισέληνο και τον Σταυρό, δηλαδή ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση ή στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα.
Οι αντιλήψεις αυτές υιοθετήθηκαν από τους ριζοσπάστες εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι είχαν στρατευθεί στην υπόθεση δημιουργίας του έθνους και στη ρήξη των δεσμών με το οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας. Τα ήθη και τα έθιμα, η παρουσία αρχαίων μνημείων και η πυκνότητα των ελληνόφωνων πληθυσμών που ζούσαν στο νοτιοανατολικό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπου είχε ανθίσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αποτελούσαν «απόδειξη» όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ των αρχαίων και νεότερων Ελλήνων, γεγονός που νομιμοποιούσε την επανάσταση εναντίον του «Ασιάτη δυνάστη». Η αρχαιότητα πρόσφερε αρκετές αλληγορίες και προσλαμβανόταν ως αρχέτυπο της αναμέτρησης μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής. Όπως, άλλωστε, παρατήρησε εύστοχα η Χριστίνα Κουλούρη, τη σύγκριση μεταξύ της Ελληνικής Επανάστασης και των Περσικών Πολέμων τη συναντάμε στη διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, εξέλαβαν την Ελληνική Επανάσταση ως «συλλογική στάση του μιλλετίου των Ρωμιών» και ως ανταρσία με θρησκευτικό και εθνοτικό υπόβαθρο. Παρόλα αυτά, στα τεκμήρια και στις χρονογραφίες που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι Οθωμανοί αξιωματούχοι και διανοούμενοι χρησιμοποίησαν τον όρο «Yunan», Έλληνες, προκειμένου να χαρακτηρίσουν τους υπηκόους τους που πλέον αυτοπροσδιορίζονταν με αυτήν την ονομασία. Ο όρος αυτός προερχόταν από την ισλαμική παράδοση της Εγγύς Ανατολής και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί τον 17ο αιώνα από τον διάσημο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή στο «Οδοιπορικό» του, προκειμένου να χαρακτηριστούν οι αρχαίοι Έλληνες. Με την ίδια σημασία χρησιμοποίησε τον όρο ο εγκυκλοπαιδιστής Κιατίπ Τσελεμπή στην «Ιστορία των [Αρχαίων] Ελλήνων, Ρωμαίων και Χριστιανών» (1665), καθώς και ο μουφτής της Αθήνας Μαχμούτ Εφέντης στο έργο του «Ιστορία της Πόλης των Φιλοσόφων» (1738).
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν κατά τη διάρκεια του Εικοσιένα οι Οθωμανοί είχαν κατανοήσει την πολιτικοποίηση των φιλελληνικών αισθημάτων που προϋπήρχαν στα ευρωπαϊκά κράτη, λόγω του θαυμασμού προς την αρχαία Ελλάδα, παρά τον θαυμασμό που έτρεφαν για την αρχαιότητα ορισμένοι σουλτάνοι και αξιωματούχοι. Σε κάθε περίπτωση, μετά από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι Οθωμανοί ονόμασαν το νέο κράτος «Yunanistan» και τους υπηκόους του «Yunan» όρους τους οποίους ως πρότινος χρησιμοποιούσαν για να αναφερθούν στους αρχαίους Έλληνες, ενώ οι ορθόδοξοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούνται «Rum». Αυτή ήταν μία «βολική» και απαραίτητη γλωσσική και ιδεολογική επιλογή για μία αυτοκρατορία που είχε μεγάλους ορθόδοξους πληθυσμούς στα εδάφη της.
Ο κίνδυνος διείσδυσης του ελληνικού εθνικισμού στην αυτοκρατορική επικράτεια, το ενδεχόμενο υιοθέτησης της ελληνικής ταυτότητας από την πλευρά των Ρωμιών υπηκόων του σουλτάνου και η υποστήριξη της κοινής γνώμης των Μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελλάδα, δημιούργησε στους Οθωμανούς την ανάγκη να αποδομήσουν τη σύνδεση των (νεο)Ελλήνων με την αρχαιότητα και να αναδείξουν το «συνωμοτικό» ρόλο των Φιλελλήνων, παρά την υποχώρηση του φιλελληνικού ρεύματος μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου βασιλείου.
Ο Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς, σε συνάντηση που είχε με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Γκιζό, τον Μάρτιο του 1844, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Αγγλία και η Γαλλία τρέφουν θαυμασμό προς την αρχαία Ελλάδα, εξαιτίας της παιδείας και της ιστορίας της και πρόσθεσε ότι «στην Ευρώπη η φιλελληνική ομάδα (muhibb-i Yunan takımı) επαινεί και εγκωμιάζει τις εσωτερικές κινήσεις της Ελλάδας και την πρόοδό της και με διάφορα δημοσιεύματα και διαδόσεις προκαλεί τον οίκτο για τους χριστιανούς υπηκόους που ζουν στο Υψηλό Κράτος [...] σε περίπτωση λοιπόν εξέγερσης των υπηκόων στις όμορες με την Ελλάδα επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα ξεσηκωθεί και θα πάρει το μέρος των Ελλήνων πιέζοντας τις κυβερνήσεις της».[1]
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Φουάτ Πασάς, μετά την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία το 1854, στην προσπάθειά του να «κόψει το νήμα των Ελλήνων με την αρχαιότητα τόνισε πως: «Οι Ευρωπαίοι ποιητές, με ποιήματα που αφιέρωσαν σε αυτό το βασίλειο, ήλπισαν ότι θα αναστήσουν ένα έθνος που έχει χαθεί δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Θέλοντας να αναστήσουν τον Όμηρο και τον Αριστοτέλη, προκάλεσαν τη δημιουργία μιας εστίας αναρχίας, συνωμοσίας και ληστείας. Το Υψηλό Κράτος μπορεί να βρει ικανούς αξιωματούχους μεταξύ των Ρωμιών, ωστόσο το πνεύμα της ελληνικότητας στη φύση τους θα είναι για εμάς πάντα ένας εχθρός. Παρά το γεγονός ότι μεταξύ των Ρωμιών της εποχής μας επικρατεί η διαφθορά, η έλλειψη ενημέρωσης και ο παρασιτισμός, οι αναμνήσεις μιας ένδοξης ιστορίας θα διατηρούν ζωντανή μέσα στο αναιδές αυτό έθνος την ιδέα της επανασύστασης της Ανατολικής Αυτοκρατορίας με κάθε δόλιο μέσο. H αυτοκρατορία αυτή ονομάστηκε στα χέρια των Ελλήνων Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή, όπως της ταιριάζει καλύτερα, Κατώτερη Αυτοκρατορία».[2]
Ο δημοσιογράφος, μεταφραστής και λόγιος Οσμάν Σενάι, στο έργο του που γράφτηκε στα τέλη του 19ου αι. και είναι αφιερωμένο στα γεγονότα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι οι «Ευρωπαίοι γνωρίζουν αρκετά καλά τη διαφορά μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμιών, αλλά παρόλα αυτά βοήθησαν στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα».[3]
Οι Οθωμανοί, αμφισβητώντας τη σύνδεση των νεότερων Ελλήνων με την αρχαιότητα, μπορούσαν πλέον να θεωρήσουν (και) τους εαυτούς τους κληρονόμους του αρχαίου πνεύματος και κοινωνούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Χαρακτηριστικά, ο Γιουσούφ Χικμέτ Μπαγιούρ έγραφε με αφορμή το Μακεδονικό Ζήτημα που συγκλόνιζε την αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αι.: «Αν η Μακεδονία αποκτήσει ανεξαρτησία, αυτή θα είναι μόνο η μισή απώλεια, γιατί αν φύγει και το εμπόδιο της Μακεδονίας, θα χαθεί και η Αλβανία. Τα σύνορά μας θα φτάσουν έως τις πύλες της Κωνσταντινούπολης, η οποία θα πάψει να είναι η έδρα μιας αυτοκρατορίας. Η μεταφορά της αυτοκρατορίας μας από την Ευρώπη στην Ασία, θα μας οδηγήσει έξω από την οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών και θα μας υποβιβάσει σε ένα ασιατικό κράτος δεύτερης ή ακόμα και τρίτης κατηγορίας. Αυτό δεν θα σημάνει μόνο την απώλεια της επιρροής και της πολιτικής μας σημασίας, αλλά και το πέρασμα σε μια ήσσονος σημασίας πνευματική κατάσταση».[4]
* Ο Λεωνίδας Μοίρας διδάσκει Οθωμανική Ιστορία στο ΕΚΠΑ
[1] Reşat Kaynar, Mustafa Reşid Paşa ve Tanzimat, Άγκυρα 2010, σ. 504.
[2] Engin D. Akarlı, Belgelerle Tanzimat: Osmanlı Sadrazamlarından Ali ve Fuad Paşalarının Siayasî Vasiyyetnameleri, Ιστανμπούλ 1978, σ. 5.
[3] Osman Senai, Osmanlı - Yunan Seferi Dömeke Meydan Muharebesi, Ιστανμπούλ 1315 (1898), σ. 74.
[4] Yusuf Hilkmet Bayur, Türk İnkılabı Tarihi, Ιστανμπούλ 1940, σ. 414-415.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου