Της Παρασκευής Τεκτονίδου*
Μετά από δύο σχεδόν χρόνια απουσίας από τις κλειστές θεατρικές αίθουσες, η έναρξη της φετινής χρονιάς μοιάζει ιδιαίτερα πυκνή. Κύρια αιτία, η μετακίνηση των διεθνών παραγωγών που φιλοξένησε το φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260, από το καλοκαίρι στο φετινό φθινόπωρο, παράλληλα με την εκκίνηση της εγχώριας σκηνής∙ εκκίνηση που περιμέναμε με ανυπομονησία. Καθώς η αντήχηση των παραστάσεων καταλαγιάζει, θα καταθέσω εδώ έναν σύντομο απολογισμό.
Η «όπερα-περφόρμανς» Sun and Sea, με την οποία ξεκίνησε η φθινοπωρινή σεζόν, μετέτρεψε την αίθουσα Δ σε μια παραλία. Κάτω από το φως ενός ήλιου τεχνητού, «συνηθισμένοι άνθρωποι», που όμως τραγουδάνε, κάνουν «συνηθισμένα πράγματα», όπως ηλιοθεραπεία, παίζουν ρακέτες, παίρνουν το γεύμα τους, σε μια ακρογιαλιά, όπου η θάλασσα υπονοείται. Η μουσική είναι εξαιρετική, τα κείμενα που αποκαλύπτουν σκέψεις, ιστορίες, καθημερινά συναισθήματα, ενδείξεις μιας τεχνολογίας που εξαντλεί τον πλανήτη, είναι εξίσου καταπληκτικά. Η εγκατάσταση, που ως η επίσημη συμμετοχή της Λιθουανίας κέρδισε το πρώτο βραβείο στη μπιενάλε της Βενετίας το 2019, δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, την οποία παρακολουθούμε από ψηλά, καθισμένοι λόγω περιορισμών «για την εξάπλωση της πανδημίας». Μια εμφατικά τεχνητή καλοκαιρινή «καθημερινότητα», από την οποία δεν λείπουν κι εκείνοι οι ενοχλητικοί συγκάτοικοι που επιβάλλουν την παρουσία τους διεισδύοντας επεκτατικά στον χώρο των άλλων.
Eins Zwei Drei. Η σκηνή μετατρέπεται σε ένα φανταστικό μουσείο. Τρεις πληθωρικοί κλόουν διακριτά διαφορετικοί. Τρεις χαρακτήρες αρχετυπικοί. «Ο φαντασμένος ξερόλας ασπρομούρης» διευθυντής μουσείου, ο «καλόκαρδος, αφελής Αύγουστος» που κάνει όλη την «βρώμικη δουλειά»… για να λειτουργήσει το μουσείο, και ο ψιλόλιγνος καλλιτέχνης/λάστιχο, η εξοικείωση του οποίου με τα σωματικά του υγρά λειτουργούν, θα μπορούσε να πει κανείς, ως μπρεχτική χειρονομία αποστασιοποιήσης, εμφανίζοντας ωστόσο λιγότερο ξεκάθαρα κοινωνικά σημαίνοντα. Οι σχέσεις μεταξύ των τριών ορίζουν μια αποκλίνουσα σκηνική τάξη που διαθλά παραλλαγμένη την κοινωνική. Η σκηνή μοιάζει με ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, ήχων και κινήσεων, ένα ενεργητικό, ζωντανό εκρηκτικό, φασαριόζικο θεαματικό σύμπαν που αντανακλά μεγεθυμένη την πραγματικότητα. Οι εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ τους και με τις συμβάσεις της σκηνής εμφανίζουν παραμορφωτικές αλληγορίες. Ταυτόχρονα, ένας πιανίστας δημιουργεί ζωντανά, ως ένας ακόμη περφόρμερ, τη μουσική που δεν είναι μόνο υπόκρουση. Στο τέλος, η σκηνή γεμίζει πλαστικά και σκουπίδια, ενώ ο «καλλιτέχνης»/ λάστιχο τραγουδά ένα fado. Ίχνη ενός μέλλοντος που μοιάζει ήδη να είναι παρόν. Συναντώ τον Μάρτιν Τσίμερμαν, τον χορογράφο, στο προαύλιο της Πειραιώς. Ανταλλάσουμε μοναχά δύο κουβέντες. Εξαιρετικά πολιτικό το έργο σου, του λέω, κι εκείνος που ανταπαντά: «Δεν κάνω πολιτική τέχνη. Είμαι Ελβετός».
Ο Ισπανός Μάρκος Μοράου, κάποιες μέρες μετά, δημιουργεί έναν κόσμο όπου «κατοικεί η πρόοδος», και οχτώ εξαιρετικοί περφόρμερ, που παντρεύουν σωματικές πρακτικές του δρόμου με τον κόσμο του «σύγχρονου χορού». Η σύνδεση αυτή δεν είναι κάτι καινούριο. Ιδιαίτερα οι χοροί του δρόμου, μοιάζει να κερδίζουν ολοένα έδαφος στον 21ο αιώνα, δημιουργώντας υβριδικές τεχνικές. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τους αλάνθαστους περφόρμερ της ομάδας του Μοράου, την εξίσου άριστη χρήση του φωτισμού και του ήχου, τη σκηνογραφία και τα βίντεο που προβάλλονται, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός εξωτερικού περιβάλλοντος. Μπορεί κανείς να βουλιάξει στην καρέκλα του χωρίς να αγωνιά να «καταλάβει-κάτι» και να απολαύσει έναν θεαματικό κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασία και το πραγματικό. Δεν απαιτεί να μας αφυπνίσει ο Μοράου, ούτε μας εκβιάζει συναισθηματικά ή νοηματικά, και περισσότερο ακόμη δεν μας διδάσκει. Έτσι, δεν ενοχλεί ο τρόπος που εμφανίζουν τις κούκλες/βρέφη συνδέοντάς τες, με μάλλον ξεκάθαρο συμβολισμό, με το μέλλον, ούτε η αναπόφευκτη σύγκρουση με τον πλανήτη/φεγγάρι ως ο μονόδρομος ενός μέλλοντος στο οποίο οδεύουμε ολοταχώς.
Η Μαριά Μπρασάρ αντιθέτως, στο θέατρο-περφόρμανς Βία, ενώ δημιουργεί έναν «νεφελώδη, ενδιάμεσο τόπο» εντός του χώρου Δ, επιλέγει να τον απογυμνώσει από οποιαδήποτε θεατρική «μαγεία», κατατοπίζοντάς μας για τα ενδιαφέροντα και τις προθέσεις της. Παρόλο λοιπόν που καταφέρνει να κρατήσει μόνη της την προσοχή μας μέχρι το μέσο της παράστασης, με έναν συνειρμικό μονόλογο μπροστά από μεγάλες προβολές που προκαλούν την αίσθηση της κίνησης, επιλέγει να «σπάσει τον τέταρτο τοίχο», να σβήσει τους υπέρτιτλους και με τη βοήθεια ενός Έλληνα μεταφραστή να μας εξηγήσει τι είναι αυτό το ιδιαίτερο που «κάνει» ο καλλιτέχνης και ψάχνει να βρει στο αστικό και μη τοπίο. Αναρωτιέμαι, τι απέγινε εκείνο το πρόταγμα του «είναι όλοι καλλιτέχνες», που κι αν ακόμη δεν αναφερόταν σε μια κυριολεξία, ξεκινούσε από μια διάθεση ισότητας, παραμένει ακόμη ιδιαίτερα, ίσως ακόμη και επιτακτικότερα, σημαντική.
Τα θεατρικά τοπία χωρίς χρώμα των Καρολίνα Μάσα και Μάρκο Λαγέρα ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη πορεία, επιθυμώντας να συνδέσουν «οργανικά την καλλιτεχνική με την κοινωνική πρακτική». Απευθύνουν πρόσκληση σε μια ομάδα εφήβων κοριτσιών για να μεταφέρουν στη σκηνή προβλήματα σχετικά με το φύλο, την αυτοδιάθεση του σώματος, τη βία που υφίσταται ένα μεγάλο κομμάτι του γυναικείου νεανικού –και όχι μόνο– πληθυσμού της Χιλής. Ανάμεσα στις αποσπασματικές αφηγήσεις, ακούμε χιπ χοπ και ποπ ρυθμικά ισπανόφωνα τραγούδια, στα οποία τα νεαρά κορίτσια χορεύουν με εκείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο που κάνουν οι έφηβες. Τραγούδια για ενδυναμωμένες θηλυκότητες, με τίτλους ούτε μία λιγότερη ή τραγούδι χωρίς φόβο. Τα κορίτσια φωνάζουν. Αρχικά δυσανασχετώ. Η φωνή, ως θεατρική σύμβαση μου φαίνεται αρκετά χρησιμοποιημένη, αρχικά με ενοχλεί. Κι έπειτα γρήγορα μια άλλη σκέψη έρχεται να αντικαταστήσει την ενόχληση και αναρωτιέμαι. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να μιλήσει, αν δεν φωνάξει για τη βία που υφίσταται, προσωπική και συλλογική; Και περισσότερο ακόμη, πώς να το κάνει αν είναι τόσο νέος; Κι αναλογίζομαι φεύγοντας για το αν είμαστε μακριά από την ανάγκη μιας τέτοιας συζήτησης για την αυτοδιάθεση, με τον μαθητικό κόσμο και όχι μόνο. Για το παρόν εντός του οποίου μία τέτοια παράσταση παρουσιάζεται. Ένα παρόν που διοργανώνει το 1ο πανελλήνιο συνέδριο γονιμότητας, κολλάει αφίσες για αγέννητα παιδιά στο μετρό και γεμίζει τα πρωτοσέλιδα με γυναικοκτονίες.
Με την ιστορία της βίας απασχολείται και ο Τόμας Οστερμάγιερ, ο οποίος μεταφέρει στη σκηνή το ομώνυμο διήγημα του Έντουαρντ Λούι. Μια απόπειρα δολοφονίας από έναν νεαρό μαγκρεπί, εραστή του συγγραφέα για μια νύχτα, αποτελεί το συμβάν που ξετυλίγει τις σκέψεις του Λούι για τη σεξουαλικότητα, τη βία, τη συγγένεια, τις τάξεις, τον εαυτό. Ο Λούι, που σήμερα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό, έχει την ικανότητα να μεταπλάθει σε λογοτεχνία τον κοινωνιολογικό τρόπο σκέψης, συνδέοντας το προσωπικό του βίωμα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Ο λόγος του, που σε αυτό το κείμενο χτίζεται ως διάλογος με την αδερφή του, πάντα ρέει. Αντίστοιχα ρέει και η σκηνοθεσία του Όστερμάγιερ. Ο γερμανός σκηνοθέτης δεν επιλέγει να εντυπωσιάσει με επινοήσεις, ανατρέποντας ριζοσπαστικά τις θεατρικές συμβάσεις. Παίζει σε γνώριμα νερά. Βίντεο επί σκηνής, αλλαγή ρόλων στα πρόσωπα, παράλληλη παρουσία συμβάντων, μετάβαση διαθέσεων. Οι σκηνοθετικές του επιλογές είναι ανάλογες με το κείμενο του Λούι. Ο συγγραφέας παραμένει σε απόσταση, εξίσου από την οικογένεια του, τους θεσμούς από τους οποίους αναζητά προστασία, και τον Ρεντά, τον εραστή της μίας νύχτας. Σε μια απόσταση γεμάτη αντινομίες. Η αφήγησή του εμφανίζει τόσο την απόσταση όσο και τις αντιφάσεις∙ τις προσωπικές όσο και εκείνες που διέπουν τα πρόσωπα της ιστορίας του. Χαρακτήρες που αφορούν λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τους παράλληλους κόσμους, εντός των οποίων συγκροτούνται και τους οποίους διαμορφώνουν σε αμφίδρομη κίνηση.
Κεφάλαιο 3: Το βάναυσο ταξίδι της καρδιάς της Σαρόν Εγιάλ είναι η παράσταση που έκλεισε χορευτικά το φετινό φεστιβάλ. Μια παράσταση αμιγώς χορευτική, ενεργητική, ζωηρή, πανηγυρική. Οι οχτώ πολύ νέοι χορευτές επί μία ώρα ασταμάτητα κινούνται «επαναφέροντας στον χορό τη χαρά της ζωής». Καθώς απολαμβάνω την παράσταση, παρόλο που ταυτόχρονα συναισθάνομαι πόσο απαιτητική είναι για τους χορευτές, δύο σκέψεις έρχονται και φωλιάζουν πλάι μου. Αναλογίζομαι, ότι παρόλο που αναζητώ ως θεατής η σωματική επίδραση να μου προκαλέσει μια περισσότερο διανοητική πρόκληση, μια τέτοια παράσταση έχει κάτι το εξαιρετικά δημοκρατικό για τους θεατές, εφόσον έχουν σε αυτήν πρόσβαση. Μπορούν να την παρακολουθήσουν άνθρωποι όλων των ηλικιών και, νομίζω, πολύ διαφορετικών καλλιτεχνικών γούστων, διακρίνοντας προφανώς καθένας κάτι άλλο. Τη λεπτομερή κινητική έρευνα οι πιο εξοικειωμένοι, που καταφέρνει να συμπλέξει αβίαστα τα διαφορετικά επίπεδα του μπαλέτου και χορών γειωμένων στη γη, τις μεταβάσεις που δημιουργούν αυτή την αίσθηση ροής, τους τρόπους με τους οποίους οι χορευτές κάποιες στιγμές ξεχωρίζουν και επιστρέφουν έπειτα στο σύνολο, την έντονη σωματικότητα που μεταφέρεται σαν ωστικό κύμα στην πλατεία. Και σκέφτομαι ακόμη ότι, παραστάσεις όπως αυτή, δημιουργούν τον χώρο και το πλαίσιο για εκείνους τους περισσότερο διανοητικούς πειραματισμούς. Εφόσον, τη στιγμή που όλες οι παραστάσεις θα γίνονταν επιτακτικά πειραματικές, θα χανόταν ο πειραματικός τους χαρακτήρας.
Μια επισκόπηση δεν γίνεται ποτέ να είναι συμπεριληπτική. Στερείται των πυκνών περιγραφών που μπορούν να αναδημιουργήσουν, επιθυμητά, την παράσταση, ενώ μπορεί μονάχα χαμηλόφωνα να αναζητήσει κάποια νήματα στις επιλογές που διακρίνει το επιμελητικό βλέμμα. Θα διέκρινα έντονη σωματικότητα, εξωστρέφεια και εμπιστοσύνη στη δράση. Στοιχεία χρήσιμα και απαραίτητα, σε μια στιγμή καθηλωμένη στους ασαφής περιορισμούς της πανδημίας. Κι ακόμη, παράλληλα με άλλες διοργανώσεις που προκρίνουν περισσότερο κι εμφατικά ζητήματα έμφυλης ταυτότητας και πολεμικής χειραφέτησης, απαραίτητη μοιάζει η συνύπαρξη αυτών των διαφορετικών εκδοχών της τέχνης.
H Παρασκευή Τεκτονίδου είναι κριτικός, δραματουργός και ερευνήτρια της σύγχρονης χορογραφίας
1 σχόλιο:
Κατατοπιστικό κείμενο, με άποψη· ό,τι χρειαζόμαστε να διαβάζουμε για να αναβαθμιστούμε ως θεατές και να απολαμβάνουμε περισσότερο.
Δημοσίευση σχολίου