24/10/21

Χορεύοντας στη μεθόριο

Άποψη της έκθεσης του Γιώργου Τσακίρη «Ο ήχος του Σαρακίου» στη γκαλερί ROMA

Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη*

Είναι εκείνη η ευτυχής αναγνωστική σύμπτωση να διαβάζεις το ένα μετά το άλλο, όχι προσχεδιασμένα, δύο βιβλία διαφορετικά μεταξύ τους, γραμμένα σε άλλο ύφος, από διαφορετικούς συγγραφείς και δη άλλης εθνικότητας, κι όμως αυτή η (συν)ανάγνωση να δημιουργεί την πολυπρισματική εικόνα μιας ολόκληρης εποχής. Συνέβη και σε μένα πρόσφατα, διαβάζοντας τη Ζωή μεθόρια του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Πατάκης, 2015) και το Όλοι θέλουν να χορεύουν του Alberto Garlini (Πόλις, 2021, στη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που δεν έχει ανάγκη τον δικό μου έπαινο).
Γραμμένο σε ύφος συγκρατημένου ρεαλισμού το πρώτο, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στη Θράκη· το δεύτερο ξεκινάει στην Εμίλια-Ρομάνια για να εξακτινωθεί, με ένα μείγμα ρεαλισμού και λυρικής έξαρσης, σε όλη την Ευρώπη και πέρα από τον Ατλαντικό. Ένα κοινό νήμα τα συνδέει. Δύο διαφορετικές, αλλά κάπως συμπληρωματικές, καταβυθίσεις στη δεκαετία του 1980, η οποία φανερά διαμόρφωσε τους συγγραφείς τους. Περισσότερο εσωστρεφής και ερμητική η ελληνική εκδοχή, του Θεόδωρου Γρηγοριάδη: τα σκοτεινά μπαρ της Θεσσαλονίκης, η παραμεθόριος της Θράκης, οι Joy Division, θορυβώδης σοσιαλισμός και εξατομικευμένη μελαγχολία. Η ιταλική, πάλι, του Alberto Garlini, κοσμοπολίτικη και φρενήρης, λυρική και ντεκαντάνς όπως η ντίσκο και τα κλαμπ της Ιμπίθα, με την υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητα και τον κομφορμισμό που ήρθε μαζί με την απομάγευση των 70s και το φόβο του AIDS. Όλα στοιχεία για τη δεκαετία του ’80, λαμπερή και σκοτεινή μαζί, η οποία προετοίμασε τον κυνισμό και τις ευαισθησίες της δεκαετίας του ’90, της δεκαετίας δηλαδή που διαμόρφωσε τη δική μας γενιά και περιμένει τα δικά της αφηγήματα.
Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να αναζητήσει παράλληλες πορείες. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Η Ιταλία έζησε στην ώρα της την έκρηξη του 1968, τον πολιτικό ριζοσπαστισμό και τον πολιτισμικό εκσυγχρονισμό (όπως το δημοψήφισμα του 1974 για το διαζύγιο, μια μεγάλη ήττα για τον συντηρητισμό και την παντοδύναμη Καθολική Εκκλησία). Μια δεκαετία έντασης, που όχι άδικα ονομάστηκε «μολυβένια χρόνια»: τρομοκρατία, παρακρατικές νεοφασιστικές οργανώσεις, αλλά και στιβαρό εργατικό κίνημα, μετα-υλιστικές αξίες και η ευγενής φιγούρα του Μπερλινγκουέρ. Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1980, η απομάγευση προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Το εναρκτήριο γεγονός του βιβλίου, η δολοφονία του ομοφυλόφιλου Παζολίνι, σημαίνει το τέλος μιας εποχής και την αβέβαιη έναρξη μιας άλλης: η Ιταλία γίνεται κυνική, το PCI μπαίνει σε τροχιά παρακμής, η «αρχαία σκουριά» της Χριστιανοδημοκρατίας συνεχίζει στον αυτόματο, η ηδονή εξατομικεύεται παρά τη συλλογική παράκρουση της ντίσκο· η βουή των πλησιαζόντων γεγονότων ακούγεται, η αντι-πολιτική των 90s, ο μπερλουσκονισμός, η φτήνεια της ιδιωτικής τηλεόρασης, είναι ήδη εδώ. Από την άλλη, η Ελλάδα καταλήγει σε κάτι όχι πολύ διαφορετικό, έχοντας προηγουμένως ζήσει τον σοσιαλιστικό μύθο της, τα χρόνια της απελευθέρωσης με διαφορά φάσης, λόγω χούντας και όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία της - παρόντα όλα αυτά, αν και κάπως πιο υπόκωφα, και στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας. Στροβιλίζεται στον αστερισμό του λαϊκισμού αλλά και του εκδημοκρατισμού, στην πόλωση και την υπερπολιτικοποίηση, στην εποχή των συλλογικών ταυτοτήτων που μετά βίας κρύβουν την εξατομίκευση ή την ιδιωτικοποίηση των πνευμάτων που γρήγορα θα έρθει, για το καλό ή το κακό.
Όμοιες ή διαφορετικές, οι δύο χώρες, τα δύο βιβλία εν προκειμένω, έχουν στο βάθος τους κάτι κοινό: μια κρίση εποχής. Η δεκαετία του ’80 είναι η απαρχή μιας μετάβασης που συνεχίζεται ακόμη. Τα «ένδοξα», και καλά τακτοποιημένα, τριάντα μεταπολεμικά χρόνια της υλικής ασφάλειας και των αξιακών ριζοσπαστισμών τελειώνουν, και τα απενοχοποιημένα 90s δεν έχουν έρθει ακόμη. Στην αυγή του 1980, η Ρώμη, όπως θαυμάσια την περιγράφει ο Garlini, «είναι πανκ, χίπηδες, μαστουρωμένοι, ρομαντικοί εστέτ, πιστοί του κάρμα, ναρκομανείς, τσόλια. Η ιταλική νεολαία». Ένα παράδοξο και ετερόκλητο συλλογικό υποκείμενο που αναμειγνύει τους ρομαντισμούς και τις ριζοσπαστικότητες των προηγούμενων δεκαετιών με τις υποκουλτούρες που αναδύονται ζητώντας αναγνώριση. Η πρόκληση στον κατεστημένο συντηρητισμό των ηθών λειτουργεί ακόμη, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας αυτά τα νεανικά σώματα θα έχουν αναλωθεί, ο κομφορμισμός θα τα έχει υποτάξει. Μια δεκαετία που ξεκινά με δημοσιεύματα περιοδικών που περιγράφουν πώς «όλοι θέλουν να χορεύουν» στον φρενήρη ρυθμό της ντίσκο, 122-144 χτύποι το λεπτό, σαν ταχυκαρδία, και τελειώνει σε ένα μέρος ανοίκειο και απόκοσμο όπως η ντίσκο 2000GR, ένα ημιυπόγειο κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με όνομα σαν υπόσχεση του μέλλοντος, που όμως μυρίζει μούχλα.
Η Ζωή, που τα παρατάει όλα για να πάει να διδάξει στην άκρη του κόσμου, στη Θράκη, και οι νεαροί του Garlini, που ξοδεύονται στις γωνιές του πλανήτη, λένε την ίδια ιστορία. Το πέρασμα μιας νιότης που ήθελε να είναι ανυπότακτη στην πραγματική ενηλικίωση, διασχίζοντας μια δεκαετία no man’s land· μια εποχή όπου το άτομο, με το σώμα του, αναδύεται διεκδικώντας τα δικαιώματά του και ταυτόχρονα χάνεται σε μια ακόμη «επαναφορά εις την τάξη». Οι εξαιρέσεις διαρρηγνύουν τις μεγάλες ταυτότητες και αφηγήσεις, την ίδια στιγμή που χωνεύονται σε μια συνθήκη χωρίς τίποτα το εξαιρετικό. Όπως το λέει κάπου ένας από τους ήρωες του Garlini, «η δεκαετία του ογδόντα είναι μια εξαίρεση και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να αισθανθείς εξαιρετικός από έναν τόπο τελείως κανονικό, ολόιδιο με τόσα άλλα ανώνυμα μέρη». Η κοσμοπολιτική περιδίνιση των πρωταγωνιστών του προοιωνίζεται την εκ των προτέρων υπονομευμένη υπόσχεση για ένα μέλλον ελευθερίας χωρίς όρια, με τον ίδιο τρόπο που η μεθόριος της Θράκης είναι κι αυτή μια μετωνυμία, το μέρος όπου «είναι όλα ανοιχτά και περιφραγμένα μαζί». Τα δύο βιβλία περιγράφουν, ίσως, τη διαβατήρια τελετή προς μια νέα εποχή, στην οποία ξοδεύτηκε η νιότη μιας επόμενης γενιάς.

* Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας

Δεν υπάρχουν σχόλια: