Της Σάρας Θηλυκού*
ERRI DE LUCA, Το βάρος της πεταλούδας, εκδόσεις Κέλευθος, σελ. 114
Γεννημένος στη Νάπολη, την ωραιότερη ίσως πόλη της Ιταλίας, μέλος της ακροαριστερής πολιτικής οργάνωσης Συνεχής αγώνας, πολυκαλλιτέχνης, αλπινιστής, συγγραφέας με πάθος για τη φύση, ειλικρίνεια και αισθησιασμό, o Erri De Luca παρακολουθεί με ύφος λιτό, που αποδίδει μία ζωντανή μετάφραση, την πορεία δύο μοναχικών πλασμάτων στη δύση της ζωής τους. Ο παντογνώστης αφηγητής εναλλάσσει oπτική γωνία και εστίαση ομιλώντας άλλοτε από την πλευρά του αγριόγιδου και άλλοτε του κυνηγού, αναδεικνύοντας αναλογίες εκκωφαντικές ανάμεσα στα ζωώδη και τα ανθρώπινα μέσα από μιαν οιονεί αλληγορία. Τα υπόλοιπα δραματικά πρόσωπα, όλα με το δικό τους ειδικό βάρος στη σκληρή ζωή στο βουνό, οι χωρικοί, η αγέλη των αγριόγιδων, μαύρα κοράκια και κουρούνες, ελάφια και ζαρκάδια, o άγαρμπος αετός, το τρυφερό αγριοκάτσικο, η αρκούδα, η λευκή πεταλούδα, και από κοντά ακόμη τα λουλούδια, κίτρινα, βιολετιά, η καμπανούλα των βράχων, η πέτρα, το ξύλο, τα στοιχεία της φύσης, ο άνεμος, η φωτιά, το χιόνι, η καταιγίδα, τα αγαθά, γάλα, τυρί, ρύζι, πατάτες, κρεμμύδια, φακές, ένα ποτήρι κρασί...
Είχε μετανιώσει για κάτι κάποτε; Ο κυνηγός, επαναστάτης στα νιάτα του, την εποχή που η νεολαία έπαψε να μαθαίνει απ' τους μεγάλους, κατάργησε την υπομονή. Τότε οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα στην αγάπη, λίγοι απ' αυτούς απέκτησαν παιδιά στα χρόνια της επανάστασης. Αποσύρεται στο βουνό, κυνηγώντας παράνομα άγρια ζώα καθώς με τους ανθρώπους φοβόταν το χειρότερο. Είχε στο πλευρό του τη μαχαιριά από προδοτικό μαχαίρι. Αλλά φοβάται πως και ο ίδιος μαζί τους θα ξανακάνει το κακό... Δεν άφηνε πληγωμένο το ζώο, το σκότωνε χτυπώντας το μια φορά μόνο. Στερημένος τη γυναίκα, με μόνη συντροφιά τη φυσαρμόνικα να σβήνει τη φωνή της καταιγίδας μπορεί τώρα να διδαχθεί. Από τα ζώα. Να γίνει τραγικός. Τίποτα δε διορθώνεται όταν πια γίνει η ζημιά. Μπορεί κανείς μόνο ν' αρνηθεί να την ξανακάνει. Ναι, δεν θα ξανασκοτώσει θηλυκό αγριοκάτσικο μπροστά στα μικρά του. Δεν θα νιώσει ποτέ ξανά τα απελπισμένα μάτια τους καρφωμένα πάνω του. Η σοφία της ζωής έρχεται αργά, δραματικά, στο τέλος, ένα τέλος που αυτόν τον χειμώνα το νιώθει πολύ κοντά... Κάθε χωριό έχει έναν άγιο κι έναν ληστή. Ο ίδιος νιώθει τον εαυτό του χειρότερο από όλους. Υπακούοντας σε μία αίσθηση φυσικής θεολογίας, ευχαριστεί κάθε βράδυ τον αρχιμάστορα δημιουργό του κόσμου, ενώ φέρνει στον νου του έναν ξύλινο Χριστό σε μια κορφή στους Δολομίτες, τρία μέτρα ψηλό. Εκτεθειμένος στους καιρούς, σταματάει με τα χέρια ανοιχτά, σαν κυματοθραύστης, το χρόνο, να μην κατρακυλήσει στην πεδιάδα όλος μαζί.
O βασιλιάς των αγριόγιδων είχε ντυθεί τον άνεμο, σαν ρούχο από άνεμο του Ελοχίμ. Γνώρισε μικρός την απώλεια, μεγαλώνοντας ορφανός και μόνος. Τη μητέρα του τη σκότωσε ο κυνηγός. Την αδελφή του την πήρε ο αετός. Μάλιστα αυτή θυσιάστηκε, καθώς μπήκε στην τροχιά του αρπακτικού για να αρπάξει εκείνη και όχι τον αδελφό της. Ο βασιλιάς ωστόσο προτιμά τον κυνηγό από τον αετό. Τον οσμίζεται από μακριά. Τον κοροϊδεύει και του κρύβεται ενώ εκείνος τον θέλει ως τρόπαιο πολύτιμο. Είκοσι χρόνια βασιλεύει στην αγέλη, βατεύοντας πρώτος όλες τις αγριόγιδες σε οίστρο, από τότε που προκάλεσε και νίκησε το κυρίαρχο αρσενικό. Όταν νιώθει πια τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, όταν η εξουσία του αρχίζει να αμφισβητείται από τα άλλα αρσενικά, τις ορδές των επαναστατημένων υιών, τότε οργανώνει μια ηρωική έξοδο. Χυμά πάνω στον φονιά της μάνας του και των δικών του, τον κυνηγό που τον παραμονεύει πάντα, χωρίς όμως να τον τραυματίσει, χωρίς καν να τον αγγίξει. Στέκεται στο πεδίο βολής του. Και περιμένει. Το βόλι στην καρδιά του.
Φονικό κτήνος ο άνθρωπος, κτήνος μοναχικό. Ο φόνος, πράξη ιδρυτική της ανθρωπότητας· κίνητρο η ζήλια· εδώ, για την ανωτερότητα του ζώου. Ο κυνηγός μετανιώνει αμέσως που υπάκουσε στο ένστικτο. Το ζώο τον είχε λυπηθεί αυτός όχι. Ναι, τώρα ξέρει τι θα έπρεπε να είχε πει στη δημοσιογράφο που ανέβηκε στο βουνό για μια συνέντευξη μαζί του, με αυτόν, τον διάσημο κυνηγό. Ναι, τώρα δεν θα σκοτώσει ποτέ ξανά κανένα ζώο. Όμως αυτό δεν αρκεί. Δεν μπορεί να αφήσει τον νεκρό βασιλιά να του ραμφίσουν τα μάτια τα κοράκια. Θα τον σηκώσει στην πλάτη του να πάει να τον θάψει, αυτός, ο εξηντάχρονος λαθροκυνηγός, ο στερημένος τη γυναίκα, που νιώθει την καρδιά του να τον εγκαταλείπει, ο άνδρας κυνηγός που αφήνεται να καταρρεύσει υπό το εξωφρενικό βάρος της λευκής πεταλούδας, το βάρος των άγριων, μοναχικών του χρόνων, πιστής συντρόφου που κάθεται στο αριστερό κέρατο του αγριόγιδου, όπως έτοιμος ήταν να καταρρεύσει σε ένα μόνο χάδι της γυναίκας δημοσιογράφου. Υπάρχουν χάδια που, αν προστεθούν σ' ένα φορτίο, το κάνουν να κλονιστεί. Ο θάνατός του τον εξιλεώνει δραματουργικά. Το σύμπλεγμα ανθρώπου – ζώου, το οποίο βρίσκει την άνοιξη διερχόμενος κυνηγός που τους θάβει μαζί, καθώς ήταν αδύνατον να χωριστούν, αποπνέει μια βέβηλη αίσθηση ιερότητας.
Το έργο του Έρρι ντε Λούκα, έργο με χάρη ποιητική, αρδεύεται αναμφίβολα από την ουμανιστική παράδοση της χώρας του, συνδυάζοντας ίσως κάποιες χριστιανικές αξίες με εκείνες της αριστεράς, όπως αυτό αποτυπώνεται λόγου χάρη στην ποίηση του Salvatore Quasimodo. Αλλά και η δυναμική της σχέσης φύσης και ηθικής, η βαθιά οικολογία, η φυσιολατρεία πέρα από αφελείς εξιδανικεύσεις, οδηγεί στον στοχασμό πάνω στην πραγμάτωση της αυθεντικής φύσης του καθενός, την ισοτιμία που κερδίζεται μέσα από την αμοιβαία υποταγή, τον νόμο της φύσης που εξισώνει... Αλλά ποια είναι η μείζων διαφορά ανθρώπου – ζώου; Τα ζώα ζουν στο παρόν. Ο άνθρωπος-υβριστής της ζωής, μελετά και προσχεδιάζει τον χρόνο. Αυτή είναι συνάμα και η καταδίκη του, γιατί δίνει τη βεβαιότητα του θανάτου. Ναι, δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που έγινε. Ούτε και να προδικάσεις το μέλλον. Το παρόν είναι η μόνη γνώση που χρησιμεύει. Ταγοί μιας νέας επανάστασης σεβάσμιας. Αναγνωρίζοντας την ευκαιρία που η ζωή μάς δίνει να ευτυχήσουμε.
*Η Σάρα Θηλυκού είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου