19/9/21

Οδοφράγματα

Άποψη της έκθεσης Omnia Caritatis του Βαγγέλη Γκόκα στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων

Της Ευθυμίας Γιώσα*

ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ και ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική, μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 80

Ο σκηνοθέτης Λόουτς και ο συγγραφέας Λουί, σε αυτό το σύντομο πλην μεστό δοκίμιο, δεν συζητούν απλώς «για τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την πολιτική», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, αλλά για την ίδια τη ζωή. Για τις δυσκολίες και τις ανάγκες της, για τις νίκες και τις ήττες της, για τους αγώνες που δεν είμαστε σίγουροι πώς να κάνουμε, ή για τους άλλους που κάνουμε καθημερινά χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιούμε, κι όλα αυτά μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος νιώθουμε –όσο κι αν, προσωρινά, το απωθούμε, παλεύοντας με τις πάσης φύσεως υποχρεώσεις μας– ότι πρέπει να αλλάξει. Οι δύο καλλιτέχνες, συγκεράζοντας αρμονικά δύο διαφορετικές γενιές, διαπιστώνουν αδιέξοδα, προτείνουν πιθανούς τρόπους δράσης (ή αντίδρασης), ψάχνουν απαντήσεις, και, το κυριότερο, φτιάχνουν έναν κοινό τόπο όπου συναντιούνται όχι μόνο εκείνοι, αλλά κι εμείς, οι υπόλοιποι, που βιώνουμε μια παρόμοια πραγματικότητα.
Γίνεται (ουσιαστικός) λόγος για πλείστα ζητήματα, όπως για την ταξική βία, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η Αριστερά, το δίπολο κυρίαρχοι-κυριαρχούμενοι, τις κοινωνικές συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται κάτω από το καθεστώς της ολοένα και μεγαλύτερης ανασφάλειας, τα εργατικά συνδικάτα, την ηθική της δημιουργίας. Τίθενται σοβαρά ερωτήματα, για παράδειγμα, από τον Λουί: «Μήπως εντέλει ο στόχος της κυριαρχίας είναι η καταπίεση, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο αποκλεισμός;», αλλά και από τον Λόουτς, στο τέλος αυτής της συνομιλίας: «Μήπως όμως θα έπρεπε να το αλλάξουμε αυτό, ότι κάποιοι τα κατέχουν όλα; Να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι πρέπει να τα μοιραστούν;». Αποδομούν την ιδέα μιας τέχνης απομονωμένης, καθωσπρέπει, μετρημένης, καθότι, σύμφωνα με τον Λουί «η τέχνη δημιουργείται υπό μια συνθήκη οργής εναντίον της τέχνης, και όχι όταν χρησιμεύει απλώς ως ένα ακόμα μέσο που ικανοποιεί την αυταρέσκεια των κυρίαρχων τάξεων», για να λάβει από τον Λόουτς το σχόλιο πως «αν κανείς δεν έχει αρκετή οργή μέσα του, καλύτερα να κάθεται σπίτι του».
Με τις δυνάμεις ακραίας καταστολής, από τη μία, ετοιμοπόλεμες οποτεδήποτε μια ομάδα ανθρώπων υπερασπίζεται τα δικαιώματά της, και με τους φιλήσυχους αστούς, από την άλλη, που κάπως τα έχουν βολέψει και δεν τους ενδιαφέρει να μπλέξουν, γιατί είναι, συν τοις άλλοις, ρεαλιστές, και βλέπουν ότι λίγα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, συνεπώς ας τα αφήσουμε όπως είναι, νομίζω ότι, τα τελευταία χρόνια, δεν επιτρέπεται να είναι κάποιος οργισμένος, σαν να χαρακτηρίζεται αυτομάτως απειλή ή τρελός, και να μπαίνει στο περιθώριο. Σε αυτό το πλαίσιο, έχω την εντύπωση ότι είναι δύσκολο για πολλούς να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν η οργή να γίνει κινητήριος μοχλός της δημιουργίας, της διεκδίκησης, εντέλει της χαράς η οποία χάνεται ενώ εμείς προσπαθούμε να επιβιώσουμε.
Η αμεσότητα της γλώσσας των δύο καλλιτεχνών είναι πολύ μεγάλο ατού του βιβλίου. Δεν πρόκειται για έναν απρόσωπο, στριφνό δοκιμιακό λόγο, ο οποίος απαιτεί από τον αναγνώστη να έχει ένα συγκεκριμένο γνωσιακό υπόβαθρο ώστε να τον κατανοήσει, αλλά για μια θαρραλέα διατύπωση των πολιτικών προκλήσεων της εποχής μας, για ένα παράδειγμα του πώς μπορεί η διανόηση να είναι πραγματιστική, για μια κουβέντα χωρίς πνευματικούς κομπασμούς και βεβαιότητες. Τα πενήντα έξι χρόνια που χωρίζουν τους δύο άντρες όχι μόνο δε στέκονται εμπόδιο σε αυτό τον διάλογο, αλλά δε γίνονται καν αντιληπτά, πράγμα που προξενεί θετική εντύπωση, με τα εύσημα να πηγαίνουν και στους δύο: στον Λόουτς διότι δεν επέτρεψε στο πέρασμα του χρόνου ν’ αφήσει το συντηρητικό του αποτύπωμα, όπως έχουμε δει να συμβαίνει αρκετές φορές, ακόμη και σε ανθρώπους που νεότεροι υπήρξαν προοδευτικοί, αλλά και στον Λουί, διότι η ξεγνοιασιά με την οποία είθισται να είναι συνυφασμένη η νιότη, δεν εμπόδισε την εξέλιξη της πολιτικής του συνείδησης.
Στο τέλος του βιβλίου, υπάρχει ένα ισορροπημένο επίμετρο του Θανάση Καμπαγιάννη, ενώ η μετάφραση της Ζουμπουλάκη είναι τέτοια που, ειδικά σε ορισμένα χωρία, σε κάνει να ξεχνάς ότι πρόκειται για μεταφρασμένο βιβλίο. Θα το πω ευθαρσώς, σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό: το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό. Έχουμε (μεγάλη) ανάγκη τέτοια αναγνώσματα, γιατί αυτού του είδους τα αναγνώσματα ξεκινούν από το κομοδίνο και φτάνουν έξω, στον δρόμο. Και, γιατί όχι, στα οδοφράγματα. *Η Ευθυμία Γιώσα είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: