ΖΑΝ ΜΟΡΕΑΣ (ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ), Τρυγόνες και έχιδναι. Ποιήσεις, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 80
Κάθε επανέκδοση ενός ποιητικού βιβλίου θέτει άμεσα το ζήτημα και το ζητούμενο της αντοχής της ποίησης μέσα στον χρόνο, της δύναμης και της δυναμικής που αυτή έχει να τροφοδοτεί και να ανανεώνει το ποιητικό παρόν. Όσο περισσότερο, μάλιστα, η ποιητική συλλογή απέχει χρονικά από το παρόν της έκδοσης και της κυκλοφορίας της, τόσο μεγαλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα είναι η σχετική συζήτηση που πυροδοτείται. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του τελευταίου καιρού υπήρξε η εκ νέου κυκλοφορία –εκατόν σαράντα τρία χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, στα 1878– της ποιητικής συλλογής Τρυγόνες και Έχιδναι του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Πρόκειται για το μοναδικό ελληνόγλωσσο ποιητικό έργο του εικοσιδυάχρονου τότε ποιητή, που περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική (και μερικά στη γαλλική γλώσσα), αποτελεί δε ένα έργο-σταθμό στα ποιητικά δρώμενα της εποχής εκείνης, καθώς σηματοδότησε τη μετάβαση από τον Ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στον ανανεωμένο ποιητικό λόγο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και των σημαντικότερων εκπροσώπων του. Η εξαιρετική σπουδαιότητα και αξία του βιβλίου αυτού ουδέποτε αποσιωπήθηκε, η επισήμανσή της, όμως, υπήρξε, κατά κύριο λόγο, έργο και ευθύνη των ιστοριών της λογοτεχνίας οι οποίες αναγνώρισαν και απέδωσαν σε αυτό μια ξεχωριστή θέση μέσα στη λογοτεχνική διαχρονία. Το βιβλίο απέκτησε, ως εκ τούτου, έναν μουσειακό, σχεδόν, χαρακτήρα και οι κατά καιρούς επανεκδόσεις του πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αναγνώρισης της μνημειώδους θέσης του, χωρίς, δηλαδή, να παρατηρείται μια άξια λόγου αύξηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, ούτε, ίσως, της αναγνωστικής ανταπόκρισης.
Η εκ νέου, λοιπόν, επανακυκλοφορία του βιβλίου δημιουργεί ένα γόνιμο πεδίο προβληματισμού σχετικά με την επανεμφάνιση και την παρουσία του μέσα σε μια λογοτεχνική συνθήκη που, από πρώτη τουλάχιστον άποψη, δεν παρουσιάζει εμφανείς ομοιότητες ή αναλογίες με την αντίστοιχη παρελθούσα. Αυτή, βέβαια, είναι η πρώτη και μάλλον βιαστική και βεβιασμένη εντύπωση. Γιατί αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα στην ποιητική συγκυρία θα διαπιστώσει ότι η ίδια ακριβώς ανάγκη χάραξης νέων κατευθυντήριων γραμμών, αρχών και ιδεών στον χώρο της ποιητικής σκέψης και έκφρασης, που χαρακτήριζε και σφράγισε την τότε εποχή, σφραγίζει και τη σημερινή, με την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία των ποιητικών μορφών, με την πολλαπλότητα των ποιητικών εκφάνσεων και προσεγγίσεων, αλλά και με την διαφορετικότητα των ποιητικών εκδηλώσεων, που μπορεί να γίνει αντιληπτή ακόμα και από μια πρόχειρη και σύντομη περιήγηση στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο. Πρόκειται για την ανάγκη μετάβασης σε μια ποιητική συνθήκη όπου θα λάμψει καθαρότερα μια κυρίαρχη ποιητική γραμμή, η οποία θα αποτελέσει πόλο έλξης ή ακόμα και άπωσης των ποιητών που δραστηριοποιούνται συγγραφικά τη συγκεκριμένη περίοδο. Διότι η χρησιμότητα, η αναγκαιότητα και προπαντός η αξία ενός κεντρικού ποιητικού άξονα αποδεικνύεται και στην περίπτωση υπαγωγής των νέων έργων σε αυτόν, αλλά και της απομάκρυνσης ή του διαχωρισμού τους.
Έτσι, η αρχική υπόθεση, ότι η επανακυκλοφορία του συγκεκριμένου ποιητικού έργου είναι μία πράξη επιστροφής στο λογοτεχνικό παρελθόν, είναι, εν μέρει, παραπλανητική. Γιατί, στην πραγματικότητα, όσο δόκιμη ή θεμιτή είναι αυτή η εκδοχή και η υπόθεση, άλλο τόσο δόκιμη είναι και η άποψη που βλέπει στην εκδοτική αυτή κίνηση μια ανανεωτική πρόθεση και τάση, μια διάθεση να εκληφθεί και να χρησιμοποιηθεί η παλιά πρακτική ως νέα. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η σύγχρονη ποιητική παραγωγή παρουσιάζει και παρουσιάζεται μέσα από μια πανσπερμία μορφών και μορφοποιήσεων, η συγκεκριμένη έκδοση μας επαναφέρει στο παρελθόν για να τροφοδοτήσει το μέλλον. Δεν είναι μόνο τα ζητήματα της γλώσσας και της φόρμας που θέτει εκ νέου, ζητήματα που απασχολούν πολλούς από τους σύγχρονους ποιητές∙ είναι, πολύ περισσότερο, το σταθερό έδαφος που προσφέρει όχι μόνο για προβληματισμό, για αποτίμηση και απολογισμό, αλλά, κυρίως, για μια επανεκκίνηση με τους όρους που η ιστορία (της λογοτεχνίας) θέτει και προεξοφλεί. Από αυτήν την άποψη, κάθε τέτοιο εγχείρημα μπορεί και, ενδεχομένως, πρέπει να προσελκύσει το αναγνωστικό και μελετητικό ενδιαφέρον, όχι μόνο ως πεδίο άσκησης των ποιητών, αλλά και ως ευκαιρία να γνωρίσει και να αντιληφθεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ένα έργο ζυμώνεται και ζυμώνει με τη σειρά του τη λογοτεχνική, εν προκειμένω την ποιητική, συνθήκη. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι το συγκεκριμένο ποιητικό εγχείρημα διαθέτει τους δικούς του επιγόνους, όπως μπορούν να θεωρηθούν οι σύγχρονοι ποιητές που επιλέγουν να συνθέσουν τα ποιήματά τους σε παραδοσιακές μορφές και φόρμες –χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ποιητή Γιώργου Βαρθαλίτη, το έργο του οποίου, Κάνθαροι και άλλα ποιήματα ανακαλεί ευθέως και ασυναίσθητα, ήδη από τον τίτλο, την συλλογή του Παπαδιαμαντόπουλου – ούτε, βέβαια, είναι τυχαίο ότι η επανέκδοση έρχεται μέσα σε μια λογοτεχνική συγκυρία ανιχνεύσεων, αναζητήσεων και πειραματισμών, που ανοίγονται εξίσου στον ορίζοντα του μέλλοντος αλλά και του παρελθόντος.
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου